Σήμερα είναι η πρώτη μέρα του Αυγούστου, μέρα που ήταν κάποτε εθνική γιορτή: δεν είναι πια. Κάποτε τέτοια μέρα οι μεγάλες πόλεις άδειαζαν, η κίνηση στις εθνικές οδούς ήταν απερίγραπτη, στα λιμάνια επικρατούσε ο κακός χαμός και στα πλοία το αδιαχώρητο. Οι πάντες έφευγαν, έχοντας κλείσει ξενοδοχεία εγκαίρως, κι όποιος έμεινε πίσω, συνήθως για δουλειά, αντιμετωπιζόταν από τους υπόλοιπους ως ένας δύστυχος, που πληρώνει στη γη τις αμαρτίες του. Ελεγες ότι θα μείνεις στην πόλη τον Αύγουστο και σε κοιτούσαν όλοι με συμπόνια: «θα περάσει κι αυτό».
«Ραντεβού τον Σεπτέμβρη».
Τελευταία φορά είχα μείνει Αύγουστο στην Αθήνα το μακρινό 2001 – δεν είχα δικαίωμα άδειας γιατί είχα αλλάξει εφημερίδα. Τριγυρνούσα στο άδειο κέντρο και συναντούσα ομοιοπαθείς: είχα γνωρίσει ένα σωρό κόσμο με τον οποίο μοιραζόμουν την ίδια ακριβώς κατάρα. Είχαμε μείνει πίσω, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχαν φύγει, σαν κατσαρίδες που είχαν γλυτώσει από πυρηνική καταστροφή. Περνούσα από τα καταστήματα, που είχαν κρεμάσει ταμπέλες που έγραφαν «ραντεβού τον Σεπτέμβρη», έπαιρνα sms φίλων από όλη την Ελλάδα, μετρούσα τις μέρες για μια τριήμερη απόδραση το Δεκαπενταύγουστο, όπως ως φαντάρος μετρούσα τις ώρες για την άδεια. Σήμερα εγώ ανήκω στους τυχερούς, που έχουν φύγει από την Αθήνα, γιατί ο πατέρας τους φρόντισε να τους αφήσει ένα σπίτι στο χωριό, αλλά η Αθήνα ούτε άδεια είναι, ούτε θα αδειάσει ποτέ. Δεν υπάρχει κανένας συνωστισμός στα λιμάνια και στις εθνικές οδούς κίνηση βρίσκεις μόνο την Παρασκευή το μεσημέρι, όταν κάποιος κόσμος δραπετεύει για ένα τριήμερο. Η 1η Αυγούστου έπαψε να είναι εθνική γιορτή: όποιος ως τέτοια την έζησε, σε λίγο καιρό θα διηγείται την χαμένη της μεγαλοπρέπεια.
Εξερευνώντας την άγονη γραμμή
Η κρίση στέρησε από τους Ελληνες τον Αύγουστο, τον μήνα των διακοπών και της ξενοιασιάς. Λένε ότι ο Ελληνας ξόδεψε τα καλά χρόνια τα λεφτά του για να αγοράσει σπίτια και αυτοκίνητα: πιθανότατα έκανε κάποια τέτοια ανοίγματα, αλλά και τα σπίτια και τα αυτοκίνητα ακόμα τα χρωστάει. Το μόνο μεγάλο πάρτι στο οποίο πήρε μέρος η ελληνική μεσαία τάξη ήταν το αυγουστιάτικο καλοκαίρι – και για αυτό έκανε όντως τρέλες, αλλά ήταν (είναι…) τόσο σαγηνευτικό που παραμένει αδύνατο από την γοητεία του να γλυτώσεις. Η σχέση των Ελλήνων με τον τουρισμό από το 1980 μέχρι το 2010, είναι μια πορεία μεθυστική, γεμάτη γλυκές υπερβολές: στο υποχρεωτικό hangover, που το ξεκίνημα της κρίσης προκάλεσε, κανείς δεν θυμάται πως βρεθήκαμε από τα Rooms to Let, στα χλιδάτα ξενοδοχεία και από το χωριό της γιαγιάς στην εξερεύνηση της κάποτε άγονης γραμμής του Αιγαίου, που στο μεταξύ μεταμορφώθηκε σε τουριστικό παράδεισο. Δεν υπήρξε κανένα καλύτερο σημάδι βελτίωσης της ζωής της μεσαίας τάξης στην Ελλάδα, από την ξενοιασιά του Αυγούστου. Υπήρξε μια εποχή που από τον Μάιο οι Ελληνες έψαχναν ξενοδοχεία, αντάλλασαν πληροφορίες για διάφορους εξωτικούς προορισμούς, μπορούσαν να πατήσουν άφοβα το πόδι τους ακόμα και στη Μύκονο ή στη Σαντορίνη, που σήμερα είναι αποικίες Αράβων και Κινέζων. Πιο πολύ πάντως και από τα νησιά, η κρίση μας στέρησε τον ίδιο τον Αύγουστο. Σήμερα ακόμα κι όσοι φεύγουν από τις πόλεις μοιάζουν να το κάνουν ανόρεχτα. Αλλοι καταλήγουν σε μέρη που δεν θα ήθελαν ποτέ να πάνε και τα διαλέγουν γιατί παραδόξως είναι ακόμα φτηνά ή γιατί έχουν φίλους με τους οποίους μπορούν να μοιραστούν το κόστος των διακοπών. Κι άλλοι ξεφυσάνε στην ιδέα ότι θα πληρώσουν την ανάγκη τους να κάνουν ένα διάλειμμα πανάκριβα: αν δεν είναι ξένοιαστο το μυαλό σου, δεν γίνεται να ξεκουραστείς. Κάποτε ο κόσμος έφευγε τέτοια μέρα από τις πόλεις με την ψυχολογία του καλεσμένου σε πάρτι – διέκρινες τον ενθουσιασμό των ανθρώπων, όταν σου έλεγαν που έχουν κλείσει ξενοδοχείο και πόσο τυχεροί αισθάνονται που το βρήκαν. Τώρα όποιος φεύγει, το κάνει με ένα είδος ενοχής: «λίγες μέρες θα λείψουμε» σου λέει και προσθέτει ένα λόγο, σαν να πρέπει για αυτό να δικαιολογηθεί. Η ίσως γιατί μιλώντας σε σένα προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του για την ανάγκη του να φύγει.
Λίγος παραπάνω σεβασμός
Τωρα τα καλοκαίρια οι Ελληνες μιλάνε για τα παλιά τους καλοκαίρια - για τίποτα άλλο σχεδόν. Ακόμα χειρότερο είναι το γεγονός ότι σιγά σιγά στα μεγάλα τουριστικά θέρετρα ο έλληνας τουρίστας αντιμετωπίζεται ως ένα είδος αναγκαίου κακού – ως κάποιος του οποίου η ύπαρξη δεν προβλέπεται από τις στατιστικές, που κάθε χρόνο καταγράφουν ρεκόρ αφίξεων τουριστών από κάθε γωνιά του πλανήτη. Με στεναχωρεί αφάνταστα να διαπιστώνω ότι όλη η προσοχή όσων παρέχουν τουριστικές υπηρεσίες στρέφεται στους ξένους – δεν έχω κάτι με τους ξένους, ίσα ίσα αυτούς που διαλέγουν την Ελλάδα για διακοπές τους χαίρομαι όπως τους αιμοδότες. Αλλά ο έλληνας τουρίστας την δεδομένη στιγμή θα πρεπε να είναι ένα προστατευόμενο είδος. Θα πρεπε να υπάρχει περισσότερος σεβασμός για αυτόν τον παράξενο ήρωα της ζωής, που τα καταφέρνει ακόμα να βρει και να ξοδέψει χρήματα για διακοπές. Θα πρεπε παντού να τον υποδέχονται με την προσοχή και την αγάπη, που του αξίζει, γιατί ένας Θεός ξέρει τι έχει στερηθεί για να καταφέρει να γλυτώσει λίγες μέρες από την κακοπληρωμένη δουλειά του. Αν μάλιστα αυτός είναι και παραθεριστής, αν ανήκει δηλαδή στο υπό εξαφάνιση είδος των Ελλήνων εκείνων που έχουν ένα σπίτι στην εξοχή και μένουν σε αυτό αυγουστιάτικα, θα πρέπει όσοι παρέχουν τουριστικές υπηρεσίες να τον αντιμετωπίζουν ως δικό τους άνθρωπο, ένα ορκισμένο φίλο. Και να ευχαριστούν τον Θεό που τέτοιες φιλίες, ανιδιοτελείς και τίμιες, υπάρχουν ακόμα.
Σαν τραυματίες που γύρισαν
Οι ξένοι τουρίστες είναι κάτι σαν στρατός κατοχής, που κανείς δεν θέλει να σταματήσει: χαιρόμαστε το πέρασμά του από εδώ με μια συνθηκολόγηση, που γίνεται παντού από καρδιάς – έτσι πρέπει. Οι έλληνες τουρίστες, όμως, που ακόμα υπάρχουν και τα καταφέρνουν να βρίσκουν χρήματα για να περιπλανηθούν σε βουνά και παραλίες, είναι σαν τραυματίες που γύρισαν από τον πόλεμο: τσακισμένοι από υποχρεώσεις και φόρους, διαλυμένοι από το κόψιμο των μισθών και των συντάξεων, προδομένοι από πολιτικούς που δολοφόνησαν εν ψυχρώ τον δικό τους Αύγουστο, οι έλληνες τουρίστες ζητάνε λίγη προσοχή. Γνωρίζουν ότι ο Αύγουστος δεν είναι δικός τους πια, νοσταλγούν σίγουρα τους καιρούς, που μπορούσαν να τον χαίρονται ακόμα και με διακοποδάνεια, ξέρουν ότι τα καλύτερα πέρασαν, αλλά παρόλο που κουβαλάνε αναμνήσεις που πληγώνουν επιμένουν να ζουν κάτι της λίγο από τη μεγαλοπρέπεια της γιορτής που λέγεται «ελληνικό καλοκαίρι»: ας σεβαστούμε αυτή την επιμονή τους. Είναι δύσκολο να τους δώσουμε πίσω τον χαμένο Αύγουστο, αυτόν που ως χώρα πλέον πουλάμε αποκλειστικά στους ξένους πανηγυρίζοντας. Αλλά αυτό που η χώρα δεν μπορεί, ας το κάνουν τουλάχιστον οι συνέλληνες που θα τους παρέχουν για λίγες μέρες υπηρεσίες: ας τους προσέξουν λίγο και δεν θα χάσουν. Ας τους κεράσουν τα φρούτα και τα ποτά, ας τους δώσουν ένα καλό δωμάτιο, ας τους ανοίξουν και λίγο την καρδιά τους. Ας μοιραστούν μαζί τους αυτόν τον χαμένο Αύγουστο: ο νέος εθνικός μας στόχος θα έπρεπε να είναι κάποτε να τον πάρουμε πίσω…