Μετά τις προκρίσεις της Λίβερπουλ και της Τότεναμ στον τελικό του Τσάμπιονς λιγκ χθες σφράγισαν το εισιτήριο και για τον δικό τους τελικό η Αρσεναλ και η Τσέλσι: θα αγωνιστούν στο Μπακού στον τελικό του Γιουρόπα λιγκ. Δεν είναι σπάνιο να αγωνίζονται στον τελικό του Γιουρόπα λιγκ δυο ομάδες από την ίδια χώρα: έχουμε δει τελικούς ιταλικούς, ισπανικούς, γερμανικούς παλιότερα όταν το έλεγαν κύπελλο UEFA, ακόμα και ένα πορτογαλικό σχετικά πρόσφατα – μόλις το 2011 έπαιξαν στο Δουβλίνο η Πόρτο εναντίον της Μπράγα (1-0). Το διαφορετικό φέτος είναι ότι αυτός ο τελικός (Τσέλσι – Αρσεναλ) έμοιαζε αναμενόμενος από το ξεκίνημα της διοργάνωσης. Γιατί; Γιατί ήταν φανερό από νωρίς ότι οι Αγγλοι (ή για να το λέμε πιο σωστά οι ομάδες της Πρέμιερ λιγκ) έχουν επιβάλει στην ποδοσφαιρική Ευρώπη την ηγεμονία τους. Αν το τρόπαιο το κερδίσει η Αρσεναλ θα έχουν για δεύτερη φορά σε τρία χρόνια πέντε ομάδες στο Τσάμπιονς λιγκ του χρόνου. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που συμβαίνει αυτό: διάλεξα τους τρεις σημαντικότερους.
Λεφτά υπάρχουν
Πρώτα από όλα στην Αγγλία υπάρχουν πραγματικά χρήματα για ποδόσφαιρο: στην Πρέμιερ λιγκ παράγονται χρήματα – ίσως και περισσότερα από όσα επενδύονται. Οι Αγγλοι δεν πουλάνε απλά ωραία ματς – πουλάνε ποδόσφαιρο. Κατάλαβαν με την ίδρυση της Πρέμιερ λιγκ ότι μπορεί να πουλάνε ποδόσφαιρο στο μεγάλο κοινό τους (που δεν σχετίζεται με χούλιγκανς) και πλέον πουλάνε καλύτερα από όλους ποδόσφαιρο σε όλο τον κόσμο. Στα τέλη Μαρτίου η εφημερίδα «Telegraph» έκανε γνωστό πως η Πρέμιερ λιγκ πούλησε τα τηλεοπτικά δικαιώματα του αγγλικού πρωταθλήματος για τα επόμενα τρία χρόνια, εισπράττοντας το υπέρογκο ποσό των 4.6 δισεκατομμυρίων ευρώ από συνδρομητικά κυρίως τηλεοπτικά κανάλια, που δραστηριοποιούνται εκτός Αγγλίας, δηλαδή σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Η αύξηση σε σχέση με την προηγούμενη τριετία ξεπέρασε το 20%: όλοι θέλουν να μεταδίδουν αγγλικό ποδόσφαιρο. Η διαφορά της ηγεμονίας των Αγγλών σε σχέση με προηγούμενες είναι κυρίως αυτή: βασίζεται στον πλούτο. Οταν οι Ισπανοί κυριάρχησαν, βάσισαν την υπεροχή της στην τρομερή παραγωγή ποδοσφαιριστών και στην σημαντική δουλειά των προπονητών τους σε θέματα αντίληψης του ποδοσφαίρου, νοοτροπίας κτλ. Αλλά λεφτά είχαν και ξόδευαν μόνο η Ρεαλ Μαδρίτης και η Μπάρτσελόνα – μάλιστα κάμποσες πρωταθλήτριες σε αυτή τη χρυσή ισπανική δεκαετία χρεοκόπησαν: η Βαλένθια και η Λα Κορούνια μπήκαν σε καθεστώς επιτήρησης. Οι Αγγλοι δεν έχουν τέτοια προβλήματα: γίνονται συνεχώς πλουσιότεροι. Κι αν η Μάντσεστερ Σίτυ και η Τσέλσι αντιμετωπίζουν προβλήματα με το Financial Fair Play της UEFA είναι γιατί ξοδεύουν πιο πολλά από όσα επιτρέπεται – όχι γιατί χρωστάνε.
Χωρίς μεταγραφές
Είναι όμως μόνο τα χρήματα το μυστικό; Θα ήταν άδικο να το πει κανείς, ειδικά όταν βλέπει ομάδες όπως η Παρί Σεν Ζερμέν π.χ που ξοδεύει εξίσου πολλά (και ίσως και περισσότερα) αλλά δεν φτάνει ούτε στους οκτώ του Τσάμπιονς λιγκ. Τα χρήματα, αν δεν τα διαχειρίζεσαι σωστά, είναι πρόβλημα και μάλιστα μεγάλο: οι Αγγλοι έμαθαν. Οι ισολογισμοί της Λίβερπουλ π.χ είναι συνήθως ισοσκελισμένοι: τον Αλισον και τον Φαν Ντάικ τους απέκτησαν με τα χρήματα που πήραν από την πώληση του Κουτίνιο, ενώ τον Σαλάχ και τον Μανέ τους έφερε ο Σουάρες. Η Τότεναμ επενδύοντας στην κατασκευή του νέου υπερσύγχρονου γηπέδου της για δυο μεταγραφικές περιόδους δεν έκανε καμία προσθήκη κι όμως φτάνει για πρώτη φορά στον τελικό του Τσάμπιονς λιγκ. Και οι δυο αυτές ομάδες επένδυσαν σε δυο σπουδαίους προπονητές που ήταν οι καταλληλότεροι που μπορούσαν να βρουν. O Γιούργκεν Κλοπ έχοντας κερδίσει πρωτάθλημα στο Ντόρτμουντ είχε την ιδιότητα του θαυματοποιού που τα βάζει με αυτοκρατορίες, ο Ποτσετίνο φέρνοντας κάτι από Αργεντινή θύμισε στους Λονδρέζους τις μεγάλες μέρες του Αρντίλες και του Βίγια. Και οι δυο είναι ξένοι, όπως ξένοι είναι οι περισσότεροι προπονητές στην Πρέμιερ λιγκ κι αυτό είναι σίγουρα ένα από τα μυστικά της προόδου, που σχετίζεται λιγότερο με χρήματα.
Η λίγκα των προπονητών
Σήμερα η Πρέμιερ λιγκ θυμίζει λίγο το Καμπιονάτο της δεκαετίας του 90 σε μια σαφώς πιο ιλουστρασιόν εκδοχή. Η ομοιότητα έγκειται στο ζήτημα της διαφορετικότητας των ομάδων. Όπως η Μίλαν του Σάκι δεν είχε καμία ομοιότητα με την Ιντερ του Τραπ ή την Νάπολι του Μαραντόνα ή την Σαμπντόρια του Μπόσκοφ, έτσι πλέον και στην Πρέμιερ λιγκ οι τακτικές διαφοροποιήσεις των ομάδων είναι τόσο έντονες, ώστε αυτό που προκύπτει είναι ένα πρωτάθλημα όπου, όποιος συμμετέχει, συναντά του κόσμου τις διαφορετικές δυσκολίες. Πολλοί, βλέποντας απλά την ένταση των παιγνιδιών, πιστεύουν ότι όλες οι εγγλέζικες ομάδες παίζουν με τον ίδιο τρόπο: δεν είναι καθόλου έτσι. Ανάμεσα στον Γκουαρντιόλα και τον Κλοπ, τον Μουρίνιο και τον Ποτσετίνο, τον Σάρι και τον Νούνο Σάντο, τον Σίλβα και τον Εμερι υπάρχουν διαφορές αρκετά ευδιάκριτες και ενδιαφέρουσες. Κυρίως όμως όλοι αυτοί (και πολλοί άλλοι – με πρώτο ίσως τον μεγάλο Αρσέν Βενγκέρ) έφεραν στο νησί ιδέες και τρόπους προπόνησης που βοήθησαν, όχι απλά να σπάσει η αγγλική μονοτονία, αλλά και να γίνει η Πρέμιερ λιγκ ένα είδος εκθεσιακού κέντρου του ποδόσφαιρου του καιρού μας. Έβλεπα χθες την Αρσεναλ και τη Βαλένθια π.χ και σκεφτόμουν ότι η Αρσεναλ παίζει πιο ισπανικά από τις Νυχτερίδες. Ομοίως για μένα η Λίβερπουλ ίσως είναι η καλύτερη γερμανική ομάδα της τελευταίας πενταετίας, ενώ σίγουρα η Γούλβς θα ήταν στην Πορτογαλία ένας σπουδαίος αντίπαλος για την Πόρτο και την Μπενφίκα. Ο Ρανιέρι κέρδισε παίζοντας άμυνα και αντεπιθέσεις! Όποιος προπονητής δεν εντυπωσιάστηκε από την χλιδή της Πρέμιερ λιγκ και έκανε το δικό του, βρήκε αυτά τα χρόνια στην Αγγλία χρήματα, συνθήκες και υλικό για να φτιάξει την ομάδα του. Και παρουσιάζοντας ομάδες ελάχιστα αγγλικές βοήθησε το αγγλικό πρωτάθλημα να γίνει η παγκόσμια ατραξιόν που έγινε.
O Πεπ και ο ανταγωνισμός
Και τέλος υπάρχει και κάτι άλλο σημαντικό: η ύπαρξη μιας ομάδας – ατμομηχανής που τραβάει τις υπόλοιπες και που σήμερα είναι η Μάντσεστερ Σίτυ, παραδόξως αυτή που στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις δεν τα καταφέρνει καλά. Κάθε φορά που προκύπτουν ηγεμονίες αυτό συμβαίνει γιατί κάποιος βάζει τον πήχη ψηλά στο εγχώριο πρωτάθλημα και οι άλλοι ακολουθούν. Ο Αγιαξ έδωσε τη δυνατότητα να φτάσουν σε ευρωπαϊκές διακρίσεις η PSV και η Φέγενορντ. Η Γιουβέντους και κυρίως η Μίλαν τράβηξαν προς την κορυφή της Ευρώπης το ιταλικό ποδόσφαιρο. Ο Γκουαρντιόλα, αφού έγινε ο ιδρυτής της δεύτερης ισπανικής ποδοσφαιρικής επανάστασης (την πρώτη την έκανε ο Κρόιφ στα 90’ς), πήγε στο νησί για να φτιάξει μια ομάδα, που, όποιος την κυνηγά και την ανταγωνίζεται, προοδεύει. Ακόμα κι αν δεν του πάρει το πρωτάθλημα, η πρόοδός του είναι τόσο μεγάλη, ώστε θα την εισπράξει στην Ευρώπη. Η πρόοδος αυτή λέγεται και ανταγωνισμός.
Τον καιρό του Brexit
Όλα αυτά είναι παράδοξο ότι γίνονται σε περιόδους που στη Βρετανία το θέμα είναι το Brexit. Ισως αυτό τους κάνει ζημιά τους Αγγλους. Με τη φορά που έχουν πάρει, να τους σταματάει άλλος το βλέπω δύσκολο για κάποια χρόνια…