Χρειάστηκε ν’ ανοίξουν οι ουρανοί και να ‘χουμε σε όλη την Ελλάδα καλοκαιρινές καταιγίδες για να σταματήσουν οι πυρκαγιές που έκαναν και φέτος αυγουστιάτικα την εμφάνισή τους, σκορπώντας τον πανικό σε πολλά σημεία της χώρας. Δεν είχαμε φέτος νεκρούς, αλλά μην πει κάποιος ότι αυτό είναι παρήγορο. Νομοτελειακά στο μέλλον μπορεί πάλι να υπάρξουν. Δεν θα ναι 102, όπως πέρυσι στο Μάτι, αλλά όταν τεστάρεις τη δύναμη της κόλασης στο τέλος θα το πληρώσεις. Σήμερα που οι τοπικές βροχές σταμάτησαν και μας άφησαν ένα αεράκι δροσιστικό, αλλά και επικίνδυνο, υπάρχουν πάλι φόβοι ανάφλεξης: τίποτα δεν τελείωσε. Όπως τίποτα δεν μοιάζει να τελειώνει ποτέ.
Κάτι έχουμε ξανακούσει
Πέρα από τα πολλά τρομακτικά που χαρακτηρίζουν κάθε ιστορία πυρκαγιάς, υπάρχει εξαιτίας τους κι αυτή η μοναδική εικόνα αντίθεσης, που δημιουργείται στην Ελλάδα καλοκαιριάτικα. Από τη μια έχεις μια χώρα που αυγουστιάτικα καμαρώνει για την ομορφιά της κι από την άλλη μια χώρα που καίγεται. Ολο αυτό γίνεται ταυτόχρονα – σαν πίσω του να υπάρχει μια σκηνοθεσία: παράδεισος και κόλαση στην ίδια συσκευασία, αυτό είναι η Ελλάδα το καλοκαίρι.
Με τον καιρό αρχίζω να πιστεύω πως συνηθίσαμε τις πυρκαγιές – κάπου τις θεωρούμε ως καλοκαιρινό φαινόμενο, σαν τα μπουρίνια π.χ. Καθόμαστε μπροστά στην τηλεόραση και παρακολουθούμε το θέαμα, σχεδόν μοιρολατρικά ή σαν να πρόκειται για ριάλιτι. «Τι καίγεται φέτος; Η Εύβοια». «Μα δεν είχε ξανακαεί;». «Ναι, πριν κάτι χρόνια». Ολη αυτή η συζήτηση γίνεται σαν να μιλάμε για σήριαλ: κάτι έχουμε ξαναδεί, κάτι μας θυμίζει, κάτι για αυτό έχουμε ακούσει και κάτι ξέρουμε. Και μετά πάμε για μπάνιο.
Κάτι σαν υποχρεωτικός επίλογος
Σαράντα χρόνια (και βάλε…) που εμφανίζονται καλοκαιριάτικα οι φωτιές, έχω ακούσει κάθε εξήγηση για το γιατί προκύπτουν τέτοια εποχή. Φταίει το δίκτυο της ΔΕΗ που είναι τραγικό και επικίνδυνο. Φταίνε οι οικοπεδοφάγοι. Φταίει η ίδια η αμέλεια μας: τις προάλλες άκουσα ότι ένας τύπος πήγε φέτος για μπάρμπεκιου στο δάσος. Φταίνε τα πεύκα και τα πουρνάρια που είναι εύφλεκτα. Φταίει η ξηρασία. Φταίει η έλλειψη ενός σοβαρού συστήματος πρόληψης, που να λειτουργεί αποτελεσματικά, ειδικά εκεί που έχουμε δάση κοντά σε κατοικημένες περιοχές. Φταίνε οι ελλείψεις σε μέσα πυρόσβεσης. Φταίνε οι εμπρηστές – κατά καιρούς ήταν και ξένοι πράκτορες. Φταίνε τα αυθαίρετα.
Όλα αυτά εμφανίζονται ως απαντήσεις στην ερώτηση «τι φταίει», αλλά μιλάμε για ερωτήσεις που κάνουν καλοκαιριάτικα οι κάτοικοι μιας χώρας που τέτοια εποχή ανησυχούν λίγο – εκτός αν η συμφορά χτυπάει πραγματικά την πόρτα τους. Κάνουμε την ερώτηση σχεδόν αδιαφορώντας για την απάντηση: απάντηση καλά καλά δεν υπάρχει. Το «τι φταίει για τις πυρκαγιές;» είναι κι αυτό μέρος της ίδιας της συμφοράς. Μοιάζει με επίλογο υποχρεωτικό – κάτι σαν επιμνημόσυνη δέηση του δάσους που μόλις χάθηκε. Μοιάζει σαν διάγνωση γιατρού που βγαίνει εκ των υστέρων – σαν διάγνωση ιατροδικαστή για την ακρίβεια. Η ερώτηση «τι φταίει για τις πυρκαγιές;» είναι συνήθως μια έκφραση αμηχανίας: την κάνουμε γνωρίζοντας ότι δεν θα πάρουμε απάντηση και την κάνουμε γιατί πρέπει, αφού αν έλειπε δεν θα ολοκληρωνόταν το δράμα. Είναι κι αυτή μέρος ενός τελετουργικού που έχουμε συνηθίσει: κάτι σαν την κάλυψη των πυρκαγιών από την τηλεόραση και τα ρεπορτάζ που θέλουν τον εκάστοτε πρωθυπουργό να σταματά τις διακοπές του και να εμφανίζεται στο κέντρο των επιχειρήσεων. Όλα είναι τόσο επαναλαμβανόμενα που θα ήταν σχεδόν κωμικά, αν δεν είχαμε να κάνουμε με σκηνές τραγικές, δράματα σκληρά, ανυπόφορα.
Το μοιρολόι της χώρας
Η ερώτηση οδηγεί σε ατελείωτες και ασταμάτητες εξηγήσεις (;) του γιατί συμβαίνουν όσα συμβαίνουν. Ολες έχουν πάντως μια κοινή συνισταμένη: η μοναδική πιθανότητα κάτι να γλυτώσουμε είναι η πρόληψη - σε αυτό όλοι οι ειδικοί συμφωνούν. Όμως η πρόληψη της πυρκαγιάς δεν είναι κάτι που έχει να κάνει με το καλοκαίρι και το χρόνο εκδήλωσής της, αλλά με όλο το προηγούμενο διάστημα. Μια χώρα που έχει τόσα χρόνια τόσο μεγάλο πρόβλημα θα έπρεπε να έχει για αυτό προβληματιστεί σοβαρά, δηλαδή να έχει καταγράψει τις αιτίες (και όχι τις πιθανότητες, που είναι κάτι άλλο…) και να έχει ασχοληθεί σοβαρά με το πως θα υπάρξει η καλύτερη δυνατή αντίδραση κατά περίσταση. Πρώτα από όλα θα πρεπε να χαρτογραφήσει το πρόβλημα – να γνωρίζει π.χ ποιες περιοχές και για ποιους λόγους είναι περισσότερο επικίνδυνες. Η Εύβοια π.χ εξαιτίας του πευκοδάσους θέλει προσοχή και κάποιος τρόπος για να την προσέξεις θα υπάρχει: οι ειδικοί ξέρουν. Όμως μιλάμε για δουλειά κι όχι για θεωρία και με τη δουλειά στην Ελλάδα έχουμε πρόβλημα: στη θεωρία σκίζουμε.
Η βαριά πληγή μένει ανοιχτή
Σκεφτόμουν το εξής απλό. Στην Ελλάδα δημιουργήσαμε Υπουργείο Τουρισμού (ενώ είχαμε και έχουμε τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, που ειλικρινά δεν ξέρω τι ακριβώς κάνει…). Το κάναμε πιθανότατα γιατί θέλουμε να δείξουμε εμπράκτως ότι ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας κτλ κτλ. Ποτέ όμως δεν έχει σκεφτεί κανένας ένα Υπουργείο ή Υφυπουργείο ή ότι άλλο αντίστοιχο που να ασχολείται με τις πυρκαγιές που είναι η βαριά πληγή της χώρας. Το ξέρω ότι υπάρχουν υπηρεσίες δασοπροστασίας και άλλα ανάλογα αλλά εκ του αποτελέσματος δεν βλέπω να παράγουν έργο σοβαρό: προφανώς και χρειάζεται κάτι άλλο, αλλά δεν νομίζω πως μας ενδιαφέρει. Φέτος ζήσαμε και το καταπληκτικό: να τσακώνονται τα κόμματα για το ποια πυρκαγιά αντιμετωπίστηκε καλύτερα. Δείχνοντας σεβασμό στη μνήμη 102 ανθρώπων που χάθηκαν μόλις πέρυσι θα έπρεπε να είμαστε σοβαρότεροι.
Τελικά τι είναι οι πυρκαγιές; Νομίζω ότι είναι απλά η τιμωρία μας. Η τιμωρία μιας χώρας που κατά βάση για αυτές αδιαφορεί και που κινητοποιείται μόνο για να τις αντιμετωπίσει, χωρίς ποτέ να νοιάστηκε σοβαρά για την πρόληψή τους. Ερχονται, καταστρέφουν, σβήνουν και δίνουν αφορμές για εξηγήσεις που μοιάζουν κομμάτι με μοιρολόγια. Και που αφού τις ακούσουμε, πάμε για μπάνιο…