Παλιά, αυτές τις ηµέρες που συνηθίζουμε να αποκαλούμε γιορτινές, παρατηρούσα τις ανέμελες συζητήσεις των φίλων µου. Στο τέλος κάθε χρόνου συνήθιζαν να κάνουν δύο ολότελα διαφορετικά πράγματα. Το πρώτο ήταν να συζητούν τι θα κάνουν τη χρονιά που ξεκινά και το δεύτερο να σου λένε τι κρατάνε από τη χρονιά που φεύγει.
Είχα προσέξει ότι το πού θα εστίαζαν ήταν πάντα συμβατό με τον γενικότερο χαρακτήρα τους. Όποιοι προτιμούσαν τις ανασκοπήσεις ήταν περισσότερο πραγματιστές, οπαδοί της λογικής, άνθρωποι με αναλυτικές ικανότητες. Όποιοι αντιθέτως ορκίζονταν ότι ο ερχομός αυτών των ημερών τούς οδηγούσε πάντα στο να κάνουν καινούργια σχέδια ήταν πιο ονειροπόλοι, πιο αισιόδοξοι, πιο δημιουργικοί, λιγότερο γκρινιάρηδες. Οι πρώτοι ήξεραν καλύτερα πού πατάνε, είχαν άψογη γνώση της κατάστασης, αλλά ήταν και λίγο μουρτζούφληδες και αθεράπευτα νοσταλγοί του παρελθόντος τους. Οι ανασκοπήσεις τους λειτουργούσαν ως απόδειξη ότι ο κόσμος γυρίζει γύρω τους. Μπορούσαν να σου αποδείξουν πως θυμούνται κάθε στιγμή της χρονιάς που προηγήθηκε, γιατί την είχαν αντιμετωπίσει βιωματικά – σαν ήττα ή σαν νίκη. Δεν είχες την παραμικρή αμφιβολία για την ικανότητά τους να εξηγούν τον κόσμο και γιατί αυτός δεν αλλάζει: έβαζαν τη χρονιά σε κουτάκια και όμορφα την αποτιμούσαν. Σίγουρα το έκαναν από μικροί, σαν παιδιά που βιάζονταν να μεγαλώσουν. Ηταν άνθρωποι που είχαν αγαπημένα τραγούδια και λίστες επιτυχιών, που θυμόντουσαν πότε μια ταινία έκανε επιτυχία, που δεν ξεχνούσαν τις επετείους, τις γιορτές και τα γενέθλια των άλλων.
Οι άλλοι, που προτιμούσαν αντί να κοιτάζουν πίσω να κοιτάζουν μπροστά, ήταν πάντα ανοιχτόμυαλοι, διεισδυτικοί, καλοί μπλαμπλάδες, φωτισμένοι και γοητευτικοί, αλλά και με μια παράξενη ελαφρότητα που σε έκανε καχύποπτο για τη σοβαρότητά τους. Μπορούσαν να σε πείσουν ότι την επόμενη χρονιά θα ‘χουμε εξελίξεις, ότι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος ή χειρότερος: το πράγμα δεν είχε καμία διαφορά – σε κάθε περίπτωση η αφήγησή τους είχε σημασία. Η ανυπομονησία τους να ζήσουν το αύριο, φέρνοντάς το μάλιστα στα μέτρα τους χάρη στα προσωπικά σχέδιά τους, σε βοηθούσε να καταλάβεις ότι κατά βάθος έμειναν αιχμάλωτοι στην παιδική τους ηλικία, που είναι πάντα αυτή στην οποία ονειρευόμαστε ευκολότερα και περιμένουμε πολλά. Ολοι τους, μιλώντας για το τι θα κάνουν και το τι θα γίνει, σου έδιναν την εντύπωση πως θεωρούν τον χρόνο όχι αντικείμενο μελέτης, αλλά αντικείμενο λατρείας. Τον περίμεναν στη γωνία για να τον χρησιμοποιήσουν πρωτοχρονιάτικα. Και μετά ήρθε η κρίση, που όλα αυτά σχεδόν τα διέλυσε, ενώ ήταν ο ωραιότερος τρόπος για να γιορτάζεις και το τέλος του χρόνου που φεύγει και την αρχή του επόμενου.
Οσο η κρίση βάθαινε, ο χρόνος άρχισε να γίνεται ολοένα και περισσότερο καταπιεστικός για όλους. Οσοι παλιά έκαναν ανασκοπήσεις, σταμάτησαν να το κάνουν γιατί όταν κοιτούσαν πίσω τους έβλεπαν σκοτάδι πυκνό: το ίδιο ακριβώς σκοτάδι που έβλεπαν και όσοι τέτοιες μέρες έκαναν σχέδια. Δεν υπήρχε κανένα κέφι για συμπεράσματα και όσοι ήταν συνηθισμένοι να αναλύουν τα όσα προηγήθηκαν για να σε πείσουν πως τα πράγματα δεν αλλάζουν, τρόμαζαν από την ίδια τους την αναλυτική ικανότητα. Οι άλλοι δε, οι οποίοι περίμεναν τις Πρωτοχρονιές για να κάνουν σχέδια, φλέρταραν ξαφνικά τέτοιες μέρες με την κατάθλιψη: η αισιοδοξία τους έμοιαζε πια με ένα είδος ασθένειας για την οποία ήταν απαραίτητη κάποιου είδους αντιβίωση. Αν ακόμη υπήρχε, έμοιαζε παράταιρη – πρώτα από όλα στους ίδιους.
Οσο η κρίση βάθαινε, οι άνθρωποι άρχισαν σιγά-σιγά να χάνουν το νόημα αυτών ειδικά των γιορτών. Ακόμη και όσοι έβγαιναν για να διασκεδάσουν, είτε κοιτούσαν όσα προηγήθηκαν είτε σκέφτονταν όσα θα ακολουθήσουν, έβλεπαν μόνο λογαριασμούς. Μου το ‘λεγε κάποτε ένας φίλος τραγουδιστής που γεμίζει ακόμη μαγαζιά: «Κάποτε τέτοιες μέρες τραγουδούσα και έβλεπα στα πρόσωπα των ανθρώπων καψούρες παλιές και ελπίδες καινούργιες. Τώρα τραγουδάω και βλέπω κόσμο που σκέφτεται τον ΕΝΦΙΑ».
Το 2019 προβλέπεται ότι ο κόσμος θα κινηθεί στον αστερισμό της αβεβαιότητας: είναι η μόνη σίγουρη πρόβλεψη. Το τέλος της κρίσης δεν θα έρθει με εξαγγελίες και πρωθυπουργικά διαγγέλματα – άλλωστε η κρίση έχει για τον καθένα διαφορετικό νόημα και το πόσο τον έχει χτυπήσει είναι προσωπικό (δυστυχώς…) δεδομένο: το βάρος της μοιράστηκε άδικα. Πλέον έχουμε καταλάβει πως δύσκολα θα ξαναβρεθούμε στις συνθήκες της αισιοδοξίας και της ανεμελιάς παλαιότερων εποχών, όταν οι Πρωτοχρονιές ήταν συνώνυμο σπατάλης – το σε ποιο ξενοδοχείο θα πληρώσουμε 50 ευρώ για το πρωτοχρονιάτικο πρωινό μας, είναι κάτι που έχει σταματήσει να απασχολεί τους πιο πολλούς από εμάς – κι ευτυχώς. Στο μεταξύ, μάθαμε να κάνουμε φθηνότερα δώρα, να πληρώνουμε λιγότερο τις ελάχιστες πολυτέλειες που ψάχνουμε, να μην παραμυθιαζόμαστε πως επειδή πήραμε δώρο Χριστουγέννων γίναμε πλούσιοι. Αλλά μάθαμε και να μη μιλάμε, γίναμε βουβοί ερωτευμένοι με τη θλίψη μας. Χάσαμε τον τρόπο να μοιραζόμαστε τα όσα στη χρονιά μάς σημάδεψαν (σαν τους ερωτευμένους που ντρέπονται για τον έρωτά τους) και απωλέσαμε και την ικανότητα να σχεδιάζουμε τα όσα περιμένουμε (σαν τους ερωτευμένους που μαζοχιστικά φοβούνται ότι στο βάθος καραδοκεί η απογοήτευση). Αυτός ο έρωτας με τη θλίψη είναι, νομίζω, ώρα να τελειώσει, προτού η κρίση καταστρέψει εντελώς τον βομβαρδισμένο από τα άγχη εσωτερικό μας κόσμο.
Η Πρωτοχρονιά είναι πάντα μια γιορτή του χρόνου. Ας βρούμε ξανά μια ωραία σχέση μαζί του – δεν μπορεί αυτή ειδικά να είναι καταπιεστική. Δεν χρειάζεται ούτε να τρέχουμε μαζί του και να βιαζόμαστε να μεγαλώσουμε για να γίνουμε σοφοί και δεν χρειάζεται ούτε να φυλακιζόμαστε στη γοητεία της νοσταλγίας του, προσδοκώντας το μέλλον ως γενναιόδωρο δώρο του. Χρειάζεται μόνο να τον ζούμε μιλώντας χωρίς φόβο γι’ αυτόν. Κοιτάξτε πίσω ανοίγοντας την καρδιά σας ή δείτε μπροστά ανοίγοντας τα μάτια σας. Αλλά, για τον Θεό, αφήστε στην άκρη τη νέα χρονιά τον έρωτα με τη θλίψη.
Οπως λέει και μια ψυχή: «Δώσαμε, δώσαμε…».
(ΒΗΜΑgazino Δεκέμβριος του 2018)