Ένα πράγμα που από μικρός αγαπούσα καλοκαιριάτιακα ήταν τα ειδικά αφιερώματα των περιοδικών στα νησιά και στα καταλύματα τους – δεν μιλάω μόνο για ξενοδοχείο. Θυμάμαι να κυκλοφορούν ειδικά τεύχη με χρηστικές πληροφορίες για όλους όσους ήθελαν να σχεδιάσουν την καλοκαιρινή τους απόδραση. Έβγαιναν συνήθως τον Ιούνιο, είχαν ωραίες φωτογραφίες και όταν τα διάβαζες νόμιζες ότι είσαι εκεί. Δεν θυμάμαι πότε ξεκίνησε η σχετική μόδα: πρέπει να έχουν περάσει δεκαετίες. Τα αφιερώματα αυτά μας προέκυψαν πάντως σίγουρα σε μια εποχή που οι Ελληνες αντιμετώπιζαν την πιθανότητα να πάνε διακοπές χωρίς άγχος. Πράγμα που δεν συμβαίνει σήμερα. Ο εφετινός Αύγουστος χαρακτηρίζεται από το άγχος του νεοέλληνα για το αν θα καταφέρει να πάει κάπου λίγες μέρες για διακοπές. Ειδικά αν δεν ανήκει στην κατηγορία των τυχερών που έχουν ένα σπίτι στην επαρχεία που κάπου τους περιμένει.
Αληθινή απόδειξη ευημερίας
Την προηγούμενη δεκαετία, την δεκαετία της οικονομικής κρίσης, θυμάμαι πάρα πολλούς να χρησιμοποιούν ως παράδειγμα της ελληνικής ευημερίας το γεγονός ότι ο Ελληνας έκανε πολλά ταξίδια. Πολλοί χρησιμοποιούσαν αυτό το γεγονός ως απόδειξη αλλαγής του επιπέδου ζωής των Ελλήνων. Το πότε είχαν κάνει το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό αυτοί και το πότε τα παιδιά τους ήταν συχνά θέμα συζήτησης. Αλλά ήταν μια συζήτηση χωρίς νόημα. Εγώ το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό το έκανα πριν γίνω 17 χρόνων. Οι γονείς μου όταν πέρασαν τα 50. Η ανιψιά μου έχει πάει ήδη στο εξωτερικό και δεν είναι καλά καλά επτά χρονών. Είναι αυτό απόδειξη ευημερίας; Μπορεί. Μπορεί όμως και απλώς όλα αυτά να σημαίνουν ότι τα ταξίδια έγιναν πιο φθηνά μετά το ‘80, ότι τα νέα ζευγάρια δεν φοβούνται να πάρουν τα παιδιά τους μαζί όταν πηγαίνουν στο εξωτερικό κι ότι πιο παλιά οι Ελληνες φοβόντουσαν τα αεροπλάνα ή προτιμούσαν για να πάνε στο εξωτερικό τις οργανωμένες εκδρομές που κάνεις όταν χρειάζεσαι μεταφραστές και ξεναγούς. Η αληθινή απόδειξη ευημερίας ήταν πάντα οι διακοπές του καλοκαιριού.
Κέφι να υπήρχε
Θυμάμαι πολύ καλά την τρέλα που μας έπιασε για τα ελληνικά νησιά τη δεκαετία του 90. Δεν ήταν τυχαία: η ακτοπλοΐα μας εκσυγχρονίστηκε και έπαψαν να υπάρχουν άγονες γραμμές και νησιά απλησίαστα. Ξαφνικά οι διακοπές έγιναν υπερπαραγωγή. Υπήρχαν αρκετοί που έκαναν όλο το καλοκαίρι το γύρο των Κυκλάδων ή που όταν πήγαιναν στα Δωδεκάνησα περνούσαν από κάμποσα νησιά για να αποκτήσουν γνώση για όλα. Εκείνο τον καιρό ήταν της μόδας να πηγαίνεις καλοκαιριάτικα με την αγάπη σου πέντε μέρες κάπου πραγματικά ήσυχα και μετά να περνάς για να ξεδώσεις άλλο ένα πενταήμερο στην Πάρο ή στην Ρόδο ή στην Μύκονο - τίποτα δεν ήταν απαγορευτικό, κέφι να υπήρχε. Θυμάμαι επίσης ότι ήταν εξαιρετικός καλοκαιρινός προορισμός ένα δεκαήμερο στην Κρήτη, στην οποία μπορούσες να βρεις έρημες παραλίες στις οποίες έφτανες μόνο με βάρκα, αλλά και ξενοδοχειακά συγκροτήματα και χωριά ολόκληρα που σε περίμεναν για ξεφάντωμα. Μετά αυτές οι πολυτέλειες σταμάτησαν - πρώτα απ’ όλα γιατί με την αλματώδη αύξηση των τουριστικών καταλυμάτων έπαψαν να υπάρχουν ήσυχα νησιά με λίγα καταλύματα. Παντού ξεφύτρωναν μεγάλα ξενοδοχεία, οργανωμένες παραλίες, βραδινά κλαμπ και αλλά πολλά ανάλογα.
Οι δυο προορισμοί
Η διαφορά έχει να κάνει κατά βάση με την ποσότητα της προσφοράς. Θυμάμαι ότι αυτή την δεύτερη περίοδο, γύρω στο 2000, όλοι ψάχναμε μανιακά πληροφορίες. Θέλαμε να μάθουμε που θα φάμε καλά, που θα βρούμε ήσυχες παραλίες, που θα διασκεδάσουμε το βράδυ κι άλλα ανάλογα διότι ένα νησί διαλέγαμε για να πάμε διακοπές και αυτό, ακόμα κι αν ήταν στην άκρη του αιγοπελαγίτικου σύμπαντος, έπρεπε να τα συνδυάζει όλα - και τα συνδύαζε! Μόνο που σιγά σιγά άρχισε να εμφανίζεται ένα πρόβλημα: ότι για να φτάσεις σε αυτό χρειαζόταν να έχεις κερδίσεις το λόττο.
Σήμερα υπάρχουν δύο λογιών τουριστικοί προορισμοί αλλά πολύ φοβάμαι ότι έτσι όπως είναι τα πράγματα θα βλέπουμε τις ομορφιές τους μόνο σε ειδικές εκδόσεις περιοδικών – ευτυχώς ακόμα υπάρχουν περιοδικά που ασχολούνται. Κατά τα άλλα υπάρχουν οι κοντινοί στις μεγάλες πόλεις προορισμοί για διακοπές και οι μακρινοί. Οι σχετικά κοντινοί προορισμοί έχουν ως χαρακτηριστικό ότι ξαφνικά έγιναν πολύ ακριβοί χωρίς μάλιστα να έχουν σε κάτι αλλάξει προς το καλύτερο. Στις Σπέτσες πχ πήγα πρώτη φορά πριν από τριάντα χρόνια και πήγα και πέρσι. Η ομορφιά του νησιού παραμένει κλασική και αναλλοίωτη, όμως το κόστος διαμονής έχει εκτιναχθεί στα ύψη. Δεν έχει συμβεί το ίδιο με πολλά άλλα αιγαιοπελαγίτικά μικρά νησιά που βρίσκονται αρκετά πιο μακριά από την Αθήνα. Ωστόσο για να φτάσεις σε αυτά χρειάζεται να πληρώσεις για τα εισιτήρια και την μεταφορά του πάντα απαραίτητου αυτοκινήτου τόσα χρήματα ώστε μια διαμονή σε ένα εξαιρετικό ξενοδοχείο στην Σπέτσες (όπου φτάνεις με το «δελφίνι») να σου φαίνεται πάμφθηνη.
Σαν να υπάρχει ένα σύστημα
Τα τελευταία χρόνια, όταν φτάνει το καλοκαίρι ακούω ολοένα και λιγότερους ανθρώπους να μιλάνε για τις διακοπές που θέλουν να κάνουν. Σχεδόν κανείς πλέον δεν σχεδιάζει το παραμικρό, γιατί αν το κάνει τρομάζει όταν ανακαλύπτει τα χρήματα που πρέπει να πληρώσει για το ταξίδι και την διαμονή. Είναι σαν να υπάρχει ένα σύστημα που σκοπός του είναι να κάνει τον νεοέλληνα να φοβάται τι θα κάνει το καλοκαίρι. Αν στην αχαλίνωτη ακρίβεια, προσθέσεις και τις περιπέτειες που μπορεί να προκύψουν εξαιτίας μιας πυρκαγιάς πχ (θυμηθείτε τι έγινε πέρσι στην Ρόδο…), οι διακοπές αρχίζουν να μοιάζουν ολοένα περισσότερο με τις αμερικάνικες ταινίες τρόμου, που ξεκινάνε πάντα με μια υπέροχη εκδρομή μιας παρέας και ολοκληρώνονται με τους πρωταγωνιστές να το βάζουν στα πόδια για να γλιτώσουν από τον φονιά! Η διαφορά είναι ότι ενώ τις αμερικάνικες ταινίες τρόμου όποιος γλυτώνει επιστρέφει στον τόπο της συμφοράς (ώστε να γυριστεί και μία δεύτερη και μία τρίτη συνέχεια της εφιαλτικής ιστορίας) το δράμα των διακοπών είναι πλέον για το νεοέλληνα ένα αυτοτελές επεισόδιο. Μια φορά μπορεί να την πατήσει. Δεύτερη αποκλείεται.
Η πραγματική μεταρρύθμιση
Η Ελλάδα ως χώρα έχει πανέμορφα σημεία, τα οποία μαγνητίζουν τουρίστες που την επισκέπτονται από όλο τον κόσμο. Όμως η τουριστική της ανάπτυξη στηρίχθηκε πάρα πολύ και στους Ελληνες που θέλουν να χαρούν καλοκαιριάτικα υπηρεσίες που τους έκαναν να αισθάνονται τυχεροί γιατί ζουν σε αυτή τη χώρα. Πραγματική μεταρρύθμιση θα ήταν να υπήρχαν ορισμένα νησιά που οι Ελληνες θα πλήρωναν λιγότερα. Που θα έφταναν σ’ αυτά χωρίς να χρειάζεται να πάρουν δανεικά για να πληρώσουν τα εισιτήρια της οικογένειας και την μεταφορά του αυτοκινήτου. Που θα έμεναν σε ένα κανονικό ξενοδοχείο χωρίς να σκέφτονται αν τα σεντόνια έχουν χρυσόσκονη. Και που θα ζητούσαν το λογαριασμό μετά το φαγητό χωρίς να ιδρώνουν…