Η επιστροφή από τις διακοπές, όσων τέλος πάντων πήγαν, έβγαλε στον αφρό (συγχωρείστε με αλλά δεν μπόρεσα να αποφύγω τη φράση που έχει κάτι από καλοκαίρι γιατί θυμίζει θάλασσα), μια γκρίνια που αντίθετα από πολλές άλλες έχει βάση: το κόστος της ξαπλώστρας στην παραλία. Δεν υπάρχει κάποιος συμβολισμός στην χρήση της έκφρασης. Δεν είναι συμβολική: αναφέρεται στα χρήματα που πληρώθηκαν φέτος το καλοκαίρι για «ξαπλώστρες». Και που υπήρξαν εξωφρενικά.
Στο ξεκίνημα του καλοκαιριού άκουγα στο ραδιόφωνο την ανταπόκριση μιας νεαρής συναδέρφου από την Ελαφόνησσο – όχι από την Ψαρού της Μυκόνου. Περιέγραψε το πόσο μαγευτικό είναι το μέρος (είναι…) και πόσο ήσυχο και ειδυλλιακό (είναι αλλά μόνο μέχρι τις 10 Ιουλίου – και πολύ λέω). Όταν τη ρώτησαν από το στούντιο τι κάνει τη δεδομένη στιγμή απάντησε ότι πίνει τον καφέ της και μαζεύει ήλιο σε μια υπέροχη ξαπλώστρα. «Με μόλις 25 ευρώ» είπε «τα απολαμβάνεις όλα: ήλιο, θάλασσα, καφέ και ξαπλώστρα». Εβαλα τα γέλια αλλά η καλή συνάδερφος είχε δίκιο: τα 25 ευρώ για όλα αυτά αποτελούν τιμή ευκαιρίας. Ακουσα στην πορεία του καλοκαιριού διάφορα τρελά και εξωφρενικά. Τιμές τις τάξεις των 20 ευρώ για μια ξαπλώστρα θεωρούνταν από πολλούς λογικές – προφανώς οι άνθρωποι είχαν ακούσει χειρότερα. Υπήρξαν διάφοροι που πλήρωσαν 100 ευρώ για ένα σετ ομπρέλα και τρεις ξαπλώστρες – χωρίς καμία κατανάλωση. Αλλοι άκουσαν τιμές που τους έκαναν απλά να το βάλουν στα πόδια. Και ν αρχίσουν να ψάχνουν παραλίες «ανοργάνωτες», όπου ανοργάνωτες στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει πως δεν γίνεται κάποια οργανωμένη ληστεία στο πορτοφόλι σου από κάποιον που νοίκιασε από τον τοπικό δήμο ένα χώρο για να βγάλει σε ένα δίμηνο τα έξοδα όλης της χρονιάς του.
Για να είμαι δίκαιος υπάρχουν και οργανωμένες παραλίες – και δεν αναφέρομαι σε αυτές των επιβλητικών μπιτσόμπαρων της Μυκόνου, της Ρόδου, της Σαντορίνης, της Κέρκυρας. Μια σούπερ οργανωμένη είχα επισκεφτεί στα Κύθηρα προ τετραετίας. Έφτανες και σε υποδεχόταν μια κυρία που μιλώντας με γουόκι τόκι (ή στρατιωτικό ασύρματο δεν θυμάμαι καλά). Εδινε αμέσως εντολή στους υπαλλήλους της (ή σε φαντάρους;) να την ενημερώσουν για το αν υπάρχει κάτι διαθέσιμο. Αν δεν υπήρχε, περίμενες στο μπαρ όπου κάτι σε κερνούσαν για να σε καλωσορίσουν. Όταν σε πήγαιναν στις ξαπλώστρες νόμιζες πως περίμεναν πως θα μείνεις ένα τριήμερο τουλάχιστον – σε ξενοδοχείο δεν μου έχει γίνει τέτοιου τύπου εγκατάσταση. Πλήρωσα φυσικά αρκετά, αλλά ένιωσα ευτυχής γιατί πήρα μέρος στο τελετουργικό. Που ήταν πιο οργανωμένο από στρατιωτική άσκηση, αλλά που είναι μάλλον η εξαίρεση στον κανόνα. Γιατί ο κανόνας είναι να παρακαλάς κάτι να βρεθεί, να σε αντιμετωπίζουν κομμάτι σαν πρόβλημα και να σου παίρνουν και το πορτοφόλι φεύγοντας για να σου μείνει η εμπειρία αξέχαστη. Δεν ισχύει φυσικά για όλους, αλλά ισχύει για πολλούς. Με τους οποίους δεν έχω καταλάβει πως ακριβώς μπλέξαμε.
Η ερώτηση δεν είναι αν πληρώνουμε πολλά ή λίγα για ξαπλώστρες: είναι γιατί ακριβώς πληρώνουμε. Οι παραλίες, θα πει κάποιος, νοικιάζονται και οι νοικάρηδες θέλουν να βγάλουν τα κέρδη τους – δεν γεμίζουν το σύμπαν με ομπρέλες και κρεβατογεμίστρες πολυτελείας (σε κάποιες περιπτώσεις…) μόνο για να υπάρχει κάτι που θυμίζει σκηνικό θεατρικής παράστασης ώστε να βγαίνουν θεαματικές φωτογραφίες στο Instagram. Ας πούμε ότι το καταλαβαίνω. Αλλά μήπως τα καταστήματα δεν πληρώνουν και για τα τραπεζοκαθίσμτα; Μήπως για να βγουν άπαξ και δια παντώς πλέον τα τραπεζάκια έξω, δεν εισπράττουν χρήματα οι δήμοι σε σημείο που να μην τους ενοχλεί η κατάληψη των πεζοδρομίων; Μήπως δεν είναι πολύ συχνά τα σετ των τραπεζοκαθισμάτων πλαισιωμένα από σόμπες που το χειμώνα μας επιτρέπουν να πιούμε καφέ έξω; Μήπως δεν γίνονται σε πολλές περιπτώσεις ολόκληρες εγκαταστάσεις (που θυμίζουν θερμοκήπια…) ώστε να υπάρχει δυνατότητα χειμωνιάτικα να κρατήσουν καφέ, μπαρ και εστιατόρια την χωρητικότητα τους; Τι κοστίζει πιο πολύ; Το ενοίκιο της Βαλαωρίτου και της πλατείας Κολωνακίου ή το ενοίκιο μιας κάποτε ερημικής παραλίας στη Χαλκιδική; Και γιατί δεν πληρώνουμε για στέγη και θέρμανση τα καφέ που δημιουργούν καταφύγια και πληρώνουμε για ομπρέλες ψιλοκατεστραμμένες και ξαπλώστρες που αν κάνεις το λάθος να μην στρώσεις πετσέτα θα γίνει η πλάτη σου η Ντίζνεϊλαντ των μικροβίων;
Το θέμα με τις ξαπλώστρες δεν είναι αν τις πληρώνουμε πολύ ή λίγο: είναι ότι δεν θα έπρεπε να τις πληρώνουμε. Τις τοποθετούν για τον ίδιο λόγο που χειμωνιάτικα τα καταστήματα διατηρούν τραπεζάκια έξω: για να μας σαγηνεύουν και να καταναλώνουμε. Αλλά πως γίνεται να κοστολογείται και μάλιστα συχνά πανάκριβα ή σαγήνη; Ο αντίλογος είναι ότι αν δεν χρέωναν τις ξαπλώστρες θα μετακυλούσαν το κόστος στους καφέδες, στα αναψυκτικά, στα κλαμπ σάντουιτς – ίσως και στα ντίσκο μπαρ σάντουιτς αν τέτοια υπάρχουν. Το επιχείρημα είναι λογικό αλλά δεν στέκει. Κυρίως γιατί όσο πιο πολλά σου παίρνουν για ξαπλώστρες τόσο πιο ακριβά είναι και όσα σου σερβίρουν. Είναι λογικό: αν σε βλέπουν ως κορόιδο, δεν θα σου κάνουν έκπτωση στην κοροϊδία που σου κάνουν. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα η αυθαιρεσία δεν έχει τέλος. Ολόκληρες παραλίες καταλαμβάνονται από ξαπλώστρες έτσι ώστε να θες να κολυμπήσεις να είσαι υποχρεωμένος να πληρώσεις – χώρος για να στρώσεις έστω πετσέτα δεν υπάρχει για δείγμα. Με τις ευλογίες της τοπικής αυτοδιοίκησης που συχνά είναι αγκαλιά με την τοπική ρεμούλα.
Ο,τι αυτό που συμβαίνει είναι απαράδεκτο δεν εξηγεί ωστόσο γιατί συμβαίνει. Η μόνη εξήγηση που δίνω είναι ότι οι επιχειρηματίες της άμμου πουλάνε τις υπηρεσίες που μας προσφέρουν ως ένα είδος ειδικής ανάπτυξης του τουρισμού – ή κάτι τέτοιο. Τους έχει εκχωρηθεί το δικαίωμα στο να ξαφρίζουν τον κόσμο διότι κατά κάποιο τρόπο είναι φορείς της ανάπτυξης και η ανάπτυξη στην Ελλάδα είναι κάτι ιερό. Ολο αυτό μου θυμίζει μια επίσκεψη μου στα υπέροχα Ζωνιανά με φίλους πριν χρόνια. «Το μέρος σας είναι υπέροχο» είπε ένας φίλος στο παιδί που μας έφερε καφέδες και ρακές. «Είναι τόσο όμορφο ώστε δεν καταλαβαίνω γιατί σαν κακολογούν» συνέχισε κομμάτι ειρωνικά. «Μας κακολογούν κοπέλι γιατί είναι κατά τσι ανάπτσυξης» απάντησε ο κρητίκαρος.
Το Υπουργείο τσι ανάπτσιξης δεν ξέρω τι λέει για αυτά, αλλά μάλλον ως Υπουργείο τσι ανάπτσιξης είναι υπέρ…
(Βημαγκαζίνο Αυγουστός του 2022)