Όχι ακριβώς Αυτό…

Όχι ακριβώς Αυτό…


To 2017 όταν είχα δει το πρώτο μέρος είχα ενθουσιαστεί, είχα γράψει εδώ ένα σημείωμα με τον τίτλο «It, Αυτό ακριβώς». Το «It, Chapter 1» ήταν ένα καλοφτιαγμένο θρίλερ, όπου η αγωνία και ο τρόμος προσφέρονταν στον θεατή σε εξαιρετικές δόσεις: το μόνο που είχες να κάνεις για να περάσεις ωραία ήταν να αφήσεις τη λογική σου στο σπίτι και να μην θες απαντήσεις για όσα έβλεπες. Ήταν επίσης εκείνη η ταινία η απόδειξη ότι ακόμα κι ένα βιβλίο του Στίβεν Κίνγκ (πιθανότατα το δυσκολότερο, σίγουρα το πιο μεγάλο και μάλλον όχι το καλύτερο) μπορεί να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη, ακόμα κι αν η πλοκή του έχει να κάνει με το μεταφυσικό: οι καλές ταινίες που προέκυψαν από βιβλία του συγγραφέα βασίστηκαν σε αυτά στα οποία υπάρχει σεβασμός στην πραγματικότητα. Όποιος αποπειράθηκε να μεταφέρει τα αιματοβαμμένα του θρίλερ (ο Στάνλεϊ Κιούπρικ π.χ) δανείστηκε απλά ιδέες του για να κάνει στο τέλος το δικό του: η Λάμψη είναι το καλύτερο βιβλίο του Κινγκ, αλλά η ταινία ελάχιστη σχέση έχει μ’ αυτό. Οπου το μεταφυσικό δεν υπάρχει (στο «Stand by me» π.χ ή στην «Μίζερι») το σενάριο ακολουθεί το πνεύμα και το γράμμα του βιβλίου και η μεταφορά είναι ευκολότερη. Στο «It Chapter 1»  η μεταφορά της ατμόσφαιρας του ογκωδέστατου βιβλίου ήταν σπουδαία και μου δημιούργησε μια τεράστια προσδοκία για το δεύτερο μέρος. Αλλά το «It, Chapter 2» δεν άντεξε ούτε το βάρος του βιβλίου, ούτε την επιτυχία της πρώτης ταινίας.

Γοητευτικοί πιτσιρικάδες, αδιάφοροι μεσήλικες

Το «Αυτό», όπως είναι ο ελληνικός τίτλος του βιβλίου, είναι ένα από τα πιο περίπλοκα κατασκευάσματα του Στίβεν Κινγκ: κάτι τερατώδες. Ο πρωταγωνιστής του είναι ο κλόουν Πενιγουάιζ – η προσωποποίηση ενός παραφυσικού κακού, ένα είδος θεότητας που στοιχειώνει την πόλη Ντέρι στο Μέιν και που σκοτώνει κυρίως παιδιά. Στο βιβλίο υπάρχουν σελίδες που την ιστορία την αφηγείται ο ίδιος ο κλόουν που είναι σαλεμένος ψυχάκιας και συγχρόνως παντοδύναμος – κυριολεκτικά τρώει παιδιά. Στο Ντέρι εμφανίζεται κάθε 27 χρόνια – σκοτώνει, παίζει με τους ανθρώπους, προκαλεί καταστροφές, κυρίως διασκεδάζει. Ώσπου βρίσκει το μπελά του από μια παρέα πιτσιρικάδων, μέλη της λέσχης των Χαμένων, που 27 χρόνια μετά την πρώτη αναμέτρηση μαζί του επιστρέφουν για να τον τελειώσουν, κουβαλώντας ωστόσο αμφιβολίες, φόβους κι ανασφάλειες μεγαλύτερες από αυτές που είχαν όταν ήταν παιδιά.

 

Αυτό είναι το περίγραμμα της ιστορίας, αλλά όχι το βιβλίο: το βιβλίο είναι φορτωμένο με άλλες παράλληλες ιστορίες που αφορούν τους πρωταγωνιστές, δοξασίες Ινδιάνων, ιστορικά στοιχεία της περιοχής, κρίματα και αμαρτίες που δεν έχουν να κάνουν πάντα με τον Πένιγουάιζ. Το καλό στο πρώτο μέρος ήταν ότι οι σεναριογράφοι πέρασαν από ένα ωραίο σουρωτήρι το κομμάτι του βιβλίου με το οποίο ασχολήθηκαν, κρατώντας τις σκηνές που προκαλούσαν φόβο και τα περιστατικά που διαμόρφωσαν την προσωπικότητα των ατρόμητων πιτσιρικάδων. Είχε προκύψει μια ταινία πολύ μοντέρνα που μιλούσε για το πόσο τρομακτική μπορεί να είναι η ζωή των παιδιών χωρίς να το υποπτευόμαστε: αν ο κλόουν Πένιγουάιζ ήταν το απόλυτο κακό, η ζωή των πιτσιρικάδων είχε κι άλλες φρίκες. Η απώλεια ενός αδερφού, ο ρατσισμός, ο τρόμος που προκαλεί η συμβίωση με ένα δυνάστη πατέρα, το bullying, η καταπίεση, η απόρριψη έτυχαν μιας εξαιρετικής περιγραφής και η μεταφορά της ιστορίας στα 80’ς αποδείχτηκε μια εξαιρετική ιδέα: η ταινία είχε κάτι από τη γλύκα παλιών ταινιών του Σπίλμπεργκ με τις οποίες μεγαλώσαμε – ήταν σαν οι ήρωες του Γκούνις να αποφασίζουν να τα βάλουν με τον Φρέντι Κρούγκερ.

Οι Αμερικάνοι διέκριναν μάλιστα και πολιτικά μνήματα. Ο Πενιγουάιζ που ταλαιπωρεί τους αδύναμους και τους διαφορετικούς από αυτούς βρίσκει τελικά το μπελά του: η παρέα των πιτσιρικάδων που αποτελείται από ένα χοντρό, ένα μαύρο, ένα εβραίο, ένα σπασικλάκι, ένα αρρωστοφοβικό, ένα κακοποιημένο κορίτσι κι ένα αρχηγό που τραυλίζει δείχνει σε όλους πως το μόνο που πρέπει να κάνουν οι νέοι για να κερδίζουν τη ζωή είναι να ξεπεράσουν τους φόβους τους. Το ίδιο πιστεύει και ο Κινγκ: είκοσι επτά χρόνια αργότερα οι μικροί έχουν μεγαλώσει κι όποιοι έχουν κότσια επιστρέφουν. Ολοι τους σχεδόν τα χουν καταφέρει καλά – μολονότι κουβαλάνε και προβλήματα. Για να τσακίσουν για δεύτερη φορά το Κακό πρέπει απλά να θυμηθούν την παιδική τους δύναμη, αυτή που η ενηλικίωση έχει σβήσει. Και φυσικά πρέπει να αναμετρηθούν με τους ίδιους φόβους που χρειάστηκε όταν ήταν μικροί να ξεπεράσουν στο δρόμο που πήραν προς την ωριμότητα, αν όχι και προς την ευτυχία. Η ιδέα δεν είναι κακή, αλλά υπάρχει ένα μεγάλο πρόβλημα: οι ωραίοι και μαχητές πιτσιρικάδες, ως ενήλικες δεν έχουν καμία γοητεία.

Μνήμες και συγκρίσεις

Ο Κίνγκ το ήξερε ότι θα συμβεί και στο βιβλίο για να δώσει ένταση στην ιστορία τοποθετεί τρία επιπλέον πρόσωπα που πρέπει να κάνουν τη ζωή των ενήλικων κυνηγών του κλόουν πιο περίπλοκη. Αυτή τη φορά οι ήρωές του δεν μπορούν να αναμετρηθούν με κάφρους στο σχολείο, ούτε να υποφέρουν από ανώμαλους πατεράδες. Μπορούν όμως να έχουν προβλήματα που έχουν οι ενήλικες – ένα παρανοϊκό σύζυγο, ένα επαγγελματικό χάος, ένα μυστικό. Όλα αυτά για τον Κινγκ ήταν απαραίτητα για να γίνει περίπλοκη η αναμέτρησή τους με το Κακό – πριν ασχοληθούν μαζί του θα πρεπε να βρουν τη δύναμη να ξορκίσουν τις δικές τους αδυναμίες.

Αλλά όλο αυτό το πλαίσιο στην ταινία δεν υπάρχει, μολονότι η διάρκειά της είναι τεράστια. Τι υπάρχει; Μια σειρά από σκηνές τρόμου στις οποίες οι πρωταγωνιστές αναμετρούνται με τις παιδικές τους μνήμες δείχνοντας ότι έχουν χάσει την νεανική τους εξαιρετικότητα: το πράγμα θα είχε ενδιαφέρον (το «που ήσουν νιότη που λεγες πως θα γινόμουν άλλος» πάντα συγκινεί) αν δεν ήταν όλοι τους απερίγραπτες καρικατούρες χωρίς την παραμικρή αλήθεια. Οι σεναριογράφοι γεμίζουν την ταινία με flashback για να μας θυμίσουν τους πιτσιρικάδες που αγαπήσαμε στο πρώτο μέρος κι αυτό προκαλεί μια σύγκριση που κάνει τα πράγματα χειρότερα. Υπάρχει πάντα ο κλόουν Πενιγουάιζ που παίζει εντός έδρας: το μεταφυσικό εισβάλει από την αρχή και οι νόμοι της πραγματικότητας πάνε περίπατο σε χρόνο ρεκόρ. Αλλά ποιος έχει ανάγκη ένα Φρέντι Κρούγκερ με αντιπάλους ένα μέτριο κωμικό που τσιρίζει, ένα συγγραφέα χωρίς έμπνευση κι ένα πρώην χοντρό που έγινε κούκλος;

Μια παρηγοριά

H ταινία με τα παιδιά ήταν για ενήλικες, η ταινία με τους ενήλικες είναι παιδική. Ο Αντι Μουσιέτι το σκηνοθέτησε με όρεξη κάνοντας πάλι πολλά από τα ωραία κόλπα του για να μας τρομάξει. Αλλά η απουσία του σεναριογράφου Κάρι Φουκουνάγκα αποκαλύπτει τι έγινε: οι παραγωγοί προτίμησαν να γίνει κάτι γρήγορα για να εκμεταλλευτούν την κεκτημένη ταχύτητα που δημιούργησε η πρώτη ταινία. Το σενάριο έμεινε τρομακτικά μακριά από το βιβλίο και το θάρρος έλειψε. Δεν περίμενα να δω την θρυλική σκηνή όπου η πιτσιρίκα της παρέας μυεί όλους τους μικρούς στα μυστικά του έρωτα – για αμερικάνικη ταινία μιλάμε, σεξ με έφηβους δεν θα δείχνανε κι ας είναι η σκηνή κομβική για ό,τι ακολουθεί. Αλλά περίμενα κάτι που λίγο να με τρομάξει και δεν το είδα. Γύρισα σπίτι και είδα το πρώτο μέρος πάλι. Ηταν μια παρηγοριά…