Υποθέτω πως λίγοι είδαν χθες το ματς μεταξύ της Εθνικής Ελλάδος των Νέων Ανδρών και της Λιθουανίας, που έγινε στην Κρήτη στα πλαίσια του πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Ο κόσμος αγαπάει το μπάσκετ, αλλά βρισκόμαστε στο τελευταίο δεκαήμερο του Ιουλίου και το να βγεις για μια βόλτα επιβάλλεται: η τηλεόραση είναι για το χειμώνα. Η είδηση είναι ότι η Εθνική Ελλάδος, χάρη στη νίκη της με 76-72, έφτασε στα ημιτελικά, γεγονός που δεν είναι έκπληξη, αφού στο μπάσκετ στους μικρούς πάμε συνήθως καλά: η ίδια περίπου ομάδα πέρυσι κέρδισε το πανευρωπαϊκό στο Βόλο ως Εθνική Εφήβων – τα παιδιά μεγάλωσαν κι ανέβηκαν κατηγορία. Ωστόσο η είδηση και η νίκη έχουν μικρότερη σημασία από το ίδιο το παιγνίδι, που θα ήταν από μόνο του ένα κεφάλαιο στη μεγάλη Βίβλο των κατορθωμάτων των ελληνικών Εθνικών ομάδων στο μπάσκετ, αν κάτι τέτοιο υπήρχε. Ο,τι έγινε σε αυτό το καταπληκτικό παιγνίδι δεν θυμάμαι να έχει προηγούμενο.
Τριάντα πόντους σε δώδεκα λεπτά
Πρώτα οι αριθμοί. Η Εθνική μας ήταν πίσω στο σκορ δώδεκα λεπτά πριν να τελειώσει το ματς με 15 ολόκληρους πόντους, έχανε με 46-61. Για να γίνει κατανοητό το είδος της δυσκολίας σκεφτείτε ότι το ντεζάβαντάζ της ισοδυναμούσε με το ένα τρίτο των πόντων που είχε πετύχει: δεν γινόταν ένα ματς στο οποίο όλοι έβλεπαν το καλάθι σαν βαρέλι, ώστε να ελπίζεις σε μια ανατροπή – η Εθνική μας σκόραρε πραγματικά πάρα πολύ δύσκολα. Η Εθνική για να γυρίσει το ματς πέτυχε 30 πόντους σε 12 λεπτά, κι όχι γιατί εκτέλεσε 10 βολές στο τέλος, όταν οι Λιθουανοί προσπαθούσαν να παγώσουν το χρονόμετρο: δεν συνέβη παρά μόνο μια φορά, όταν ο Δίπλαρος με 2 στα 2 έγραψε το τελικό σκορ. Η Εθνική μας δεν είχε απέναντί της ένα αντίπαλο στα μέτρα της: το ακριβώς αντίθετο. Η πανύψηλη Λιθουανία είχε ένα παίκτη 2,15, τον Μπεϊρούτις, που θα πάει στο ΝΒΑ και θα χαλάσει κόσμο, είχε ένα δεύτερο ψηλό, τον Εχοντας, που πήρε 12 ριμπάουντ και έκανε πάρτι κάτω από τα δυο καλάθια, είχε καλούς σουτέρ, όπως ο Ντιενίνις, είχε τα πάντα! Η δε δική μας ομάδα δεν έχει από την αρχή του τουρνουά τον Παπαγιάννη, αλλά ούτε και τον Κώστα Αντετοκούνμπο, για τον οποίο λέγονται τα καλύτερα. Προσπαθώ να πω ότι η Εθνική μας γύρισε ένα ματς, μολονότι δεν ήταν πληρέστερη από την αντίπαλό της, δεν ήταν ποιοτικά καλύτερη και δεν ήταν ούτε καν πιο εύστοχη ή έστω πιο δυνατή. Το ποιοτικό της έλλειμμα, η δυσκολία της στην επίθεση (σκόραραν μόνο έξι παίκτες…) και η αδυναμία της στην άμυνα απέναντι στους Λιθουανούς ψηλούς, μετέτρεψαν αυτό το αληθινά σπάνιο ματς σε ένα είδος μπασκετικής εποποιίας, που όποιος την είδε δύσκολα θα την ξεχάσει: όλα ολοκληρώνονται με ένα «τρίποντο- μυθιστόρημα» του Κόνιαρη που πρώτα παίρνει ένα ριμπάουντ από δυο παίκτες 20 πόντους ψηλότερους! Η Εθνική μας έπαιξε για πάνω από δέκα λεπτά με σέντερ φορ τον Χαραλαμπόπουλο (!) και τέσσερα γκαρντ – αν υπάρχει extra small ball το ανακάλυψε ο Ηλίας Παπαθεοδώρου. Κέρδισε ένα ματς κόντρα στη λογική – αλλά αυτό είναι αληθινά το λιγότερο που μπορεί να πεις. Κέρδισε ένα ματς που δεν περιγράφεται!
Ακόμα περισσότερα μυστικά
Τον τελευταίο καιρό έχει ξεκινήσει υπογείως εντός της οικογένειας του ελληνικού μπάσκετ μια συζήτηση που αφορά την άμυνα: διάφοροι έλληνες προπονητές επικρίνονται (;) για το γεγονός ότι το παρακάνουν – και όντως, κατά τη γνώμη μου, το παρακάνουν. Ωστόσο παιγνίδια σαν το χθεσινό δείχνουν το δρόμο για μια πραγματικά ελληνική σχολή – μια σχολή στην οποία δεν (θα) παίζει ρόλο, τόσο η άμυνα και η επίθεση, όσο το πείσμα, η θέληση για νίκη, η τακτική ανωτερότητα κυρίως. Το ματς με τη Λιθουανία ήταν, υπό αυτό το πρίσμα, αρκετά ενδεικτικό του τι πρέπει μελλοντικά να κάνουμε, αν θέλουμε να έχουμε καλές ομάδες μπάσκετ: πρέπει οι προπονητές να μαθαίνουν στα παιδιά ακόμα περισσότερο τη λογική του σπορ και τα μυστικά του –αναφέρομαι για μυστικά σε επίπεδο ομαδικό και όχι ατομικό. Με τους Λιθουανούς έβλεπες ότι οι κατώτεροι σε προσόντα Ελληνες παίκτες ήταν όλοι μικροί προπονητές! Ηξεραν πως πρέπει να ξοδέψουν τα φάουλ, πώς να παίξουν σύνθετες άμυνες, πότε πρέπει να επιτεθούν. Οι αντίπαλοί τους, ψηλότεροι, δυνατότεροι, αλτικότεροι, έχασαν ένα ματς δικό τους προσπαθώντας άγαρμπα να εκμεταλλευτούν τους ψηλούς τους: το μονοδιάστατο παιγνίδι τους στο τέλος τιμωρήθηκε, γιατί σ’ ένα σπορ όπως το μπάσκετ απαγορεύεται η απλοϊκή τακτική προσέγγιση. Αυτό είναι το αβαντάζ των ελληνικών ομάδων: είτε μιλάμε για τις Εθνικές, είτε για τον ΠΑΟ και τον Ολυμπιακό στην Ευρωλίγκα, είτε για τον Κολοσσό και τα Τρίκαλα στην Α1. Σχεδόν πάντα πρόκειται για ομάδες διαβασμένες, τακτικά σοβαρές, με λογική ξεκάθαρη. Μπορεί να χάσουν γιατί δεν τους έχει βγει το παιγνίδι ή γιατί ο αντίπαλος είναι ποιοτικά ανώτερος τόσο, ώστε καμία διαβολιά δεν μπορεί να τον περιορίσει. Σπανίως όμως οι ελληνικές ομάδες χαρίζουν ματς, χωρίς να επιχειρήσουν ό,τι μπορούν.
Να βγάλουμε επιστήμονες
Δεν προσεγγίζουν όλοι αυτό το σπορ έτσι. Στις πιο πολλές χώρες οι προπονητές δουλεύουν τους παίκτες ατομικά, βοηθώντας τους να εξελιχτούν. Υπάρχουν χώρες, που όταν βλέπεις τις Εθνικές τους, καταλαβαίνεις ότι ο σκοπός είναι η εξέλιξη του παίκτη, η απελευθέρωση του ταλέντου και όχι η δημιουργία μιας ομάδας. Οι χώρες αυτές (η Ισπανία, η Γαλλία, η ίδια η Λιθουανία, η Ρωσία ακόμα και η Γερμανία) μπορεί να βγάζουν περισσότερους παίκτες από την Ελλάδα μας – το ζήτημα δεν είναι, όμως, τι κάνουν αυτοί, αλλά τι γίνεται εδώ. Μπασκετικές ιδιοφυίες όπως ο Γιαννάκης, ο Διαμαντίδης, ο Σπανούλης βγαίνουν μια φορά στα δεκαπέντε χρόνια: η χώρα μας είναι μικρή. Πέρα, όμως, από την ιδιοφυία προκόβεις και με την δουλειά και κυρίως με την εξειδίκευση: παίκτες με ταλέντο είναι δύσκολο να έχουμε πολλούς, «ειδικούς» του μπάσκετ, όμως, μπορούμε να βγάζουμε. Αυτή η ομάδα π.χ που προσπαθεί να κάνει ένα θαύμα στην Κρήτη, κερδίζοντας αποδεκατισμένη ένα μετάλλιο με ένα μόνο αληθινά πολυτάλαντο παίκτη, τον Χαραλαμπόπουλο, είναι γεμάτη από μικρούς επιστήμονες του μπάσκετ: το βλέπεις στα μάτια τους ότι παίκτες όπως ο Κόνιαρης, ο Δίπλαρος, ο Μουράτος, ο Σκουλίδας το έχουν σπουδάσει το μπάσκετ – μην πω ό,τι στα 20 έχουν και μεταπτυχιακό! Κι ας παίζουν – κακώς βέβαια – λίγο στις ομάδες τους.
Εικόνα από το μέλλον
Το ματς με την Λιθουανία ήταν μια ωραία εικόνα από το μέλλον. Αν κάποιος μπορεί να προικίσει με αυτοπεποίθηση αυτούς τους μικρούς επιστήμονες του μπάσκετ, μπορεί να φτιάξει μια καλή ομάδα: γνώση, πίστη στο σκοπό, αυτοπεποίθηση πρέπει να είναι τα εφόδια του καλού έλληνα μπασκετμπολίστα και της καλής ελληνικής ομάδας σε όποια διοργάνωση κι αν παίρνει μέρος. Οι αντίπαλοι θα έχουν πάντα πιο πολλά χρήματα, πιο πολύ ταλέντο, μεγαλύτερη ποιότητα – για να σταθούν απέναντί τους οι δικοί μας χρειάζεται να είναι προικισμένοι με μυαλό και καρδιά. Το ξέρω ότι αυτά δεν φτάνουν πάντα. Το πιθανότερο είναι ότι τα παιδιά για υιοθέτηση του Παπαθεοδώρου θα χάσουν από τους ταλαντούχους, επιθετικούς και θεαματικούς Ισπανούς που έχουν βρει χρόνια τώρα το δικό τους δρόμο. Αλλά το σημαντικό είναι ότι ένα δρόμο μπορούμε να τον βρούμε κι εμείς: θαύματα της μιας βραδιάς όπως αυτό κόντρα στη Λιθουανία, μετράνε εντέλει όσο και τα μετάλλια…