Οποιος άκουσε ότι έφυγε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης ένοιωσε αρχικά το είδος της έκπληξης που προκαλεί μια είδηση που μοιάζει απίστευτη: οι περισσότεροι πιστεύαμε ότι ο Λουκιανός ανήκει στο είδος των ανθρώπων που παραμένουν πάντα νέοι, έχοντας υπογράψει μια ειδική σύμβαση με το χρόνο. Στο μυαλό του καθενός μας ο Λουκιανός ήταν ένας υπέροχος μαλλιάς που έπαιζε και τραγουδούσε μπροστά στο πιάνο του τα τραγούδια που είχε σκαρώσει κάποτε – τραγούδια που είχαν πάντα τη δύναμη του ίδιου του δημιουργού τους: όπως κι αυτός δεν γερνάνε ποτέ. Δεν είναι τραγούδια που τα ακούς κάθε μέρα ή που τα αναζητάς – ίσως να μην τα έχεις συνδέσει ποτέ με αγάπες και πίκρες ή έρωτες, αλλά όλα τους είναι μικρά παράθυρα που σε βοηθάνε να κοιτάξεις προς τα πίσω αναζητώντας μόνο τα ωραία της νιότης σου πράγματα. Ο Λουκιανός έγραψε λίγα γιατί τα ωραία είναι λίγα και έγραψε για όλα.
Μετράει μόνο η αφήγηση
Ο όρος «τραγουδοποιός» μας έρχεται από τη δεκαετία του ’70. Ο τραγουδοποιός είναι και συνθέτης και στιχουργός και ερμηνευτής, αλλά τα κάνει όλα με ένα δικό του τρόπο, που περιέχει κυρίως το στοιχείο της αφήγησης. Ο συνθέτης δημιουργεί: ο καλός σου δίνει κάτι ολοκληρωμένο, γραμμένο πάνω σε παρτιτούρες, που αν είσαι οργανίστας μπορείς να το αναπαράγεις, να το απολαύσεις ή να δώσεις την ευκαιρία σε άλλους να το χαρούν. Ο στιχουργός σκαρώνει ρίμες πάνω σε νότες, ή γράφει ποιήματα των οποίων ο συνθέτης πρέπει να βρει την εσωτερική μελωδία. Ο τραγουδιστής είναι ο χαρισματικός μεσάζοντας που θα αναδείξει τη δουλειά των προηγούμενων: μπορεί να απογειώσει μια μελωδία, να δώσει αληθινή ζωή σε ένα στίχο, να φωτίσει τις νότες και να ζωντανέψει τις λέξεις – η καμιά φορά και να τα καταστρέψει όλα με την ερμηνευτική υπερβολή του. Ο τραγουδοποιός τα κάνει όλα, χρησιμοποιώντας ό,τι μπορεί από τις Τέχνες αυτές απλά για να σου πει τα δικά του. Η συνθετική δημιουργία δεν τον καταπιέζει ως ένα είδος εσωτερικής ανάγκης, ο στίχος δεν είναι πάντα κομψός, η φωνή, που είναι συνήθως το μυστικό του, συνοδεύει το μουρμουρητό του χωρίς εκτάσεις και εντυπωσιακά σκαμπανεβάσματα. Χάνει ή κερδίζει το παιγνίδι μόνος. Ο τραγουδοποιός δεν σε κατακτά, δεν σε εντυπωσιάζει, δεν σε πιάνει από το λαιμό με τις νότες ή τις λέξεις του: απλά σε φλερτάρει, δηλαδή σου λέει όσα χρειάζονται για να τραβήξει την προσοχή σου. Μετά μόνος σου μαθαίνεις να τον αγαπάς ή τον απορρίπτεις: αυτό έκανε ο Λουκιανός.
Είπε με λίγα πολλά
Είχε μια χρυσή δεκαπενταετία έμπνευσης ο Κηλαηδόνης. Από το 1973 που έβγαλε τα «Μικροαστικά», μέχρι το 1986 που τραγούδησε «Τραγούδια για κακά παιδιά» έγραψε για όλα και μίλησε για όλα: μερικά από τα θέματα του υπήρξαν τόσο προσωπικά που κανείς άλλος δεν αναμετρήθηκε μαζί τους. Δεν σταμάτησε να γράφει και μετά το 1986: τα «Φανταρίστικα» πχ, ένας δίσκος βασισμένος στα στιχάκια των φαντάρων που δημοσιεύονταν στην στήλη της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας «Φαντάρε που πας;», είχαν κάμποσο ενδιαφέρον, αλλά δεν ήταν ακριβώς δικά του τραγούδια. Δικό του ήταν το «Αχ πατρίδα μου Γλυκιά» (του 1992), αλλά και δυο τραγούδια στα «Μαθήματα Πατριδογνωσίας» που είχαν βγει ένα χρόνο πριν, όμως όλα αυτά ήταν επιλεκτικές δουλειές, που ένοιωθες ότι τις έκανε για να μας θυμίζει ότι αν έχει όρεξη μπορεί να σκαρώνει ακόμα τραγούδια: στην πραγματικότητα ο Κηλαηδόνης είπε όλα όσα είχε μέσα του νωρίς και γρήγορα, με τη φρεσκάδα της νιότης του, και καλά έκανε. Μέσα σε έξι προσωπικούς δίσκους μοιράστηκε μαζί μας ό,τι θεωρούσε σημαντικό να μας πει – όλα τα υπόλοιπα, που λίγα δεν ήταν, ήταν απλά καλές δουλειές, αλλά εμείς τον αγαπήσαμε κυρίως για τις εξομολογήσεις του. Μας είπε για τη Ρίτα που κάποτε μιλούσε για πολλά, για την ανάγλη του να κάνει ένα βράδυ ένα μεγάλο του πάρτι, που το είχε στο μυαλό του πολύ πριν το κάνει στη Βουλιαγμένη το 1982, για την παρέα του που συζητούσε για τον Τραβόλτα, για τη Μαίρη, μια εργαζόμενη μητέρα μια καλή νοικοκυρά, για τη μηχανή του. Μας διηγήθηκε μια νύχτα καταστροφής, μας εξήγησε γιατί μας ενώνει και μας δονεί του Διακογιάννη η φωνή, μας εκμυστηρεύτηκε την αγάπη του για το κλαρίνο, τους καυγάδες του με τους γονείς του, την απόφασή του να κάτσει σπίτι, τη δυσκολία του να βγάλει «Δελτίον Ταυτότητας» ως αναρχοκομμουνιστής, την ανάγκη του να πει και Ναι και Όχι. Δεν μας είπε πολλά, αλλά μας είπε για πολλά και μας τα είπε πολύ ανθρώπινα - σχεδόν στα ίσια. Συνήθως με τη συνοδεία ενός πιάνου και λίγη μελαγχολία στη φωνή – τη μελαγχολία για ένα παρών που γίνεται παρελθόν σε χρόνο ρεκόρ, ένα παρών που κατά κάποιο τρόπο το νοσταλγούσαμε, ενώ το ζούμε ήδη. Αυτή η ικανότητα του να μουρμουράει για τη μαγεία της νοσταλγίας, πριν καν αυτή μας προκύψει, βρίσκεται όλη μαζεμένη στα Θερινά τα Σινεμά, στο καλύτερο ίσως τραγούδι του, ένα αληθινό απολογισμό χωρίς ίχνος παράπονου. Οι νύχτες με φεγγάρι, που αφήνουν πίσω τα καλύτερα μας χρόνια, μας μένουν τελικά όσο και τα τραγούδια του Λουκιανού: κι αρκεί που υπάρχουν.
Πάμε Ντόλυ
Τον είχα γνωρίσει τον Λουκιανό – όλοι τον ξέρανε, αρκούσε να πας για ένα ποτό στο «Μεταξουργείο», η κατάληξη ήταν να τα πιείτε παρέα. Εφυγε ένα πρωί μιας μέρας ενός Φεβρουαρίου κι ας αγαπούσε πάντα λίγο πιο πολύ τη νύχτα. Ολοι όσοι μαζί του μουρμουρήσαμε, στεναχωρηθήκαμε. Ας πιστέψουμε ότι απλά πήρε τα άλογό του και πήγε στα βουνά, όπως χρόνια πριν μας είχε προειδοποιήσει. Όταν έλεγε «πάμε Ντόλυ» γελούσαμε. Τελικά σοβαρολογούσε…