Αν ο αποκλεισμός της Μπάγερν Μονάχου από την Παρί υπήρξε επικός, ο αποκλεισμός της Λίβερπουλ από την Ρεάλ Μαδρίτης υπήρξε εντελώς άδοξος, κυρίως γιατί ήταν αναμενόμενος. Υπάρχουν ομάδες που έχουν καταφέρει να σώσουν την χρονιά τους κερδίζοντας το Τσάμπιονς λιγκ κι ενώ έχουν χάσει νωρίς κι εύκολα το πρωτάθλημα, αλλά η εφετινή Λίβερπουλ δεν θα μπορούσε ποτέ να το πετύχει αυτό. Πρώτον γιατί δεν έχει τη φλόγα που βρήκε στα χρόνια του Γιούργκεν Κλοπ – τη φλόγα που την βοήθησε να πετύχει κατορθώματα που είχε ξεχάσει. Και δεύτερον γιατί δεν έχει τον καλύτερο παίκτη της. Όχι δεν αναφέρομαι στον μεγάλο Φαν Ντάικ: μιλάω για το Ανφιλντ.
Ενας λαός αναντικατάστατος
Αν υπάρχει μια ομάδα στην Ευρώπη που χτυπήθηκε πολύ από τον κορωνοϊό είναι η Λίβερπουλ. Ολες οι άλλες ομάδες έχασαν παίκτες, που όμως μετά από λίγο έγιναν καλά και επέστρεψαν: η Ρεάλ που ήταν χθες αντίπαλος της πρωταθλήτριας Αγγλίας έχασε παραμονές του ματς τον Ράμος, που είναι ο τελευταίος που κόλλησε. Αλλά άλλο είναι χάσεις ένα ή δύο καλούς παίκτες κι άλλο ολόκληρο το λαό που γεμίζει το Ανφιλντ. Ένα λαό αναντικατάστατο.
Η διαφορά της Λίβερπουλ με τις άλλες αγγλικές ομάδες που κάνουν πρωταθλητισμό είναι ότι αυτή κράτησε στο γήπεδό της ένα κοινό που θυμίζει το παλιό αγγλικό ποδόσφαιρο. Το Ανφιλντ παρέμεινε ως έδρα καυτό και υπέροχο, σε καιρούς που σιγά σιγά όλα τα γήπεδα των ομάδων της Πρέμιερ λιγκ μετατρέπονταν σε θέατρα, στα οποία μπορούσε να έχει πρόσβαση ένα ειδικό κοινό αποφασισμένο να ξοδέψει σοβαρά χρήματα για να δει από κοντά ένα σόου. Στο Ανφιλντ ακόμα και τα εισιτήρια ήταν πιο φτηνά- ο κόσμος που το γέμιζε βοηθούσε την ομάδα με τον γνωστό εγγλέζικο παραδοσιακό τρόπο. Με τη βοήθεια αυτού του κόσμου η Λίβερπουλ του Κλοπ έκανε ιστορικές ανατροπές (όπως εκείνη με αντίπαλο την Μπάρτσα του Βαλβέρδε στον ημιτελικό του Τσάμπιονς λιγκ), διέλυσε ομαδάρες ρίχνοντας τους ένα βράδυ ένα τσουβάλι γκολ (η Σίτυ, αλλά και η Ρόμα υπέφεραν εκεί), έμεινε για καιρό αήττητη. Και μετά ο κορωνοϊός έκλεισε το Ανφιλντ αποδεικνύοντας ότι στο περίφημο Υοu ''ll Never Walk Alone χωράνε και εξαιρέσεις: ακόμα και η Λίβερπουλ βρέθηκε να περπατάει μόνη της.
Παίκτες που δεν φοβίζουν
Χθες βράδυ η ομάδα του Κλοπ είχε απουσίες στην άμυνα, αλλά κυρίως είχε απουσίες στην εξέδρα. Με το Ανφιλντ γεμάτο, όσες κι αν ήταν οι απουσίες της, η Λίβερπουλ θα μπορούσε να τα καταφέρει να ανατρέψει το σε βάρος της 3-1: μια νίκη με 2-0 δεν της ήταν ποτέ δύσκολη. Αλλά χωρίς τον κόσμο που τόσο της λείπει η βραδιά της ήταν πάλι απερίγραπτα κουραστική: οι ευκαιρίες δεν αξιοποιήθηκαν, οι παίκτες της έδωσαν ό,τι μπορούσαν, αλλά έμοιαζαν χωρίς λάμψη. Το Ανφιλντ ήταν αυτό που μετέτρεψε τα προηγούμενα χρόνια τον Σαλάχ σε MVP του Τσάμπιονς λιγκ, τον Μανέ σε σούπερ σταρ, τον Βαϊνάλντουμ σε ηγέτη με προσωπικότητα, τον Φιρμίνο σε μεγάλο σκόρερ: όταν αυτό άδειασε, όλοι απέκτησαν την αληθινή τους διάσταση. Είναι όλοι καλοί παίκτες: αλλά χωρίς το κοινό που τους γεμίζει ενέργεια, είναι άδειοι. Δεν φοβίζουν.
Αδειασε μετά το θρίαμβο
Φταίει μόνο το άδειο Ανφιλντ για την κακή χρονιά της πρωταθλήτριας; Θα λεγα ότι η εξέλιξη συντέλεσε καθοριστικά στο να φανεί ένα μεγάλο πρόβλημα: η έλλειψη κινήτρου να κρατηθεί η ομάδα στην κορυφή. Το άδειασμά της μετά τα χρόνια των θριάμβων.
Η Λίβερπουλ, λένε οι ειδήμονες, δεν είχε καμία πιθανότητα να πάρει το εφετινό πρωτάθλημα μετά τον τραυματισμό του Φαν Ντάικ. Προσωπικά αμφιβάλω αν θα τα κατάφερνε και με τον βιονικό Ολλανδό στόπερ παρόντα. Το ότι δεν ενισχύθηκε σημαντικά δείχνει πως κανείς στην ομάδα δεν πίστευε πως θα μπορούσε να κερδίσει δεύτερο πρωτάθλημα στη σειρά και μάλιστα χωρίς τη δύναμη της έδρας της.
Η Λίβερπουλ έμεινε στάσιμη γιατί έχασε το κίνητρο της: την κατάκτηση του τίτλου που τόσο της έλειπε. Ηταν δύσκολο να αντικαταστήσει τον Φαν Ντάικ κάνοντας μια μεταγραφή γιατί παίκτη τέτοιου επιπέδου δύσκολα βρίσκεις. Αλλά δεν τον έψαξε καν. Οποιος χρησιμοποιήθηκε στη θέση του (όπως ο Φαμπίνιο ή ο Φίλιπς που ήταν έτοιμος να φύγει, παρέμεινε τελευταία στιγμή κι έφτασε να γίνει και βασικός ) ήταν μια λύση ανάγκης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όποιος επιστρατεύεται, δίνει αρχικά κάτι παραπάνω κάνοντας μια υπερπροσπάθεια να αγωνιστεί σε μια θέση που δεν είναι δική του, αλλά δεν γίνεται να παίζει συνέχεια στα «κόκκινα». Άλλο είναι κάποιος να ανταποκριθεί σε ένα ματς (κάνοντας κάτι που δεν είναι ακριβώς η δουλειά του) κι άλλο να βγάλει μια σεζόν σε μια θέση που δεν είναι δική του. Σε ένα ματς μια απώλεια μπορεί να είναι διαχειρίσιμη: η Σίτυ στο ματς που συνέτριψε τη Λίβερπουλ με 4-1, ρίχνοντάς την από το θρόνο, δεν είχε τον Ντε Μπρόιν και τον Αγκουέρο. Αλλά ουδείς το κατάλαβε. Και η Ρεάλ έπαιξε χθες χωρίς τον Ράμος, τον Βαράν, τον Καρμπαχάλ και τον Μαρσέλο – μια ολόκληρη άμυνα. Αλλά κράτησε το μηδέν σχετικά εύκολα έχοντας ως καλύτερους όσους έπαιξαν στις θέσεις αυτών που έλειπαν.
Η εφετινή Λίβερπουλ είναι ένα ωραίο παράδειγμα για να καταλάβει κανείς πόσο δύσκολο είναι στα σπορ να κρατηθείς στην κορυφή όσο τίμιος και εντυπωσιακός κι αν είναι ο αγώνας για να φτάσεις σε αυτή. Η Λίβερπουλ πάλεψε με προπονητή τον Κλοπ να κερδίσει το αγγλικό πρωτάθλημα χρόνια ολόκληρα. Για να τα καταφέρει κέρδισε πριν το αγγλικό πρωτάθλημα το Τσάμπιονς λιγκ! Εγινε η κορυφαία ευρωπαϊκή ομάδα χωρίς να είναι η πρωταθλήτρια Αγγλίας. Εφτασε στην περσινή της επιτυχία ξεπερνώντας του κόσμου τα εμπόδια. Και μετά όλα αυτά τα ξαναβρήκε μπροστά της: λέγονται Μάντσεστερ Σίτυ, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Τότεναμ, Αρσεναλ, Λέστερ κτλ.
Η Λίβερπουλ για να φτάσει να γίνει πρωταθλήτρια Αγγλίας χρειάστηκε πρώτα από όλα να ξεπεράσει τον εαυτό της – όχι μια σεζόν, αλλά τουλάχιστον τρεις! Κάθε χρόνο βελτιωνόταν και κάθε χρόνο αγκομαχούσε. Οταν τελικά τα κατάφερε, τα κατάφερε έχοντας εξαντλήσει τα όρια της. Και μετά έπρεπε να ξανακάνει το ίδιο χωρίς τον κόσμο της: ήταν εξ αρχής απίθανο.
Είναι σαν να τους βλέπω…
Όταν έχεις χρόνια να πάρεις ένα πρωτάθλημα και το κυνηγάς σοβαρά και προγραμματισμένα, η κατάκτηση του πρωταθλήματος γίνεται τόσο μεγάλος στόχος που αν τον πιάσεις, σε αδειάζει υποχρεωτικά. Δεν μπορείς πια να συνεχίσεις να κάνεις το ίδιο, διότι τον στόχο τον έπιασες και τον έπιασες γιατί έδωσες για αυτόν τα πάντα. Ανθρώπινα σταματάς για να χαρείς το κατόρθωμα. Κι από τη στιγμή που το κάνεις είναι εύκολο να πετάξεις μια χρονιά. Αυτό έγινε φέτος. Η Λίβερπουλ σταμάτησε και κοιτάχθηκε στον καθρέφτη. Είδε πόσο ωραία έγινε. Καμάρωσε και χαμογέλασε. Περίμενε το χειροκρότημα του κοινού για την ομορφιά της, αλλά δεν άκουσε τίποτα. Κι έχασε την θέληση να συνεχίσει να κερδίζει. Για την ακρίβεια η θέλησή της εξαντλήθηκε. Όχι σε ένα χρόνο. Αλλά στα τρία χρόνια που ξόδεψε μέχρι να φτάσει στην κορυφή.
Δεν ήμουν φυσικά μπροστά στη σκηνή αλλά είναι σαν να τη βλέπω. Φαντάζομαι τους παίκτες της Λίβερπουλ στο ξεκίνημα της εφετινής προετοιμασίας να ακούν τον Κλοπ να οριοθετεί τους στόχους της χρονιάς και να μιλά για την ανάγκη να υπερασπιστούν όλοι τον τίτλο. Είμαι βέβαιος ότι μπροστά στον προπονητή όλοι συμφώνησαν. Κι ότι μόλις αυτός έφυγε είπαν μεταξύ τους πως αν ένα πρωτάθλημα το κερδίζεις μετά από τρεις δεκαετίες, είναι αδιανόητο να σου ζητάνε να το κερδίσεις πάλι αμέσως. Δεν τους δίνω άδικο: το βρίσκω ανθρώπινο. Αλλά αν σταματάς να κερδίζεις στο πρωτάθλημα, είναι αδύνατο να συνεχίσεις να κερδίζεις στο Τσάμπιονς λιγκ. Και μάλιστα συνειδητοποιώντας ότι ο κορωνοϊός μετέτρεψε το Υou ''ll Never Walk Alone, από ύμνο σε όνειρο…