Στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ υπάρχει το εξής γλυκό παράδοξο: οι παίκτες που εκτόξευσαν την αγάπη του κόσμου για αυτό, μιλάω για τους Ελληνες, ήταν πάντα μεγαλύτεροι από τις ομάδες τους – έστω κι αν οι φανατικοί με αυτό διαφωνούν. Ο λόγος είναι απλός: αντίθετα με τους ποδοσφαιριστές πχ οι σπουδαίοι μπασκετμπολίστες μας ήταν αστέρια τουλάχιστον πανευρωπαϊκού επιπέδου. Κέρδιζαν μετάλλια με την Εθνική, θα μπορούσαν να είναι πρωταγωνιστές σε όλες τις ευρωπαϊκές ομάδες κι απέναντι στις καλύτερες τέτοιες υπέγραψαν νίκες και θριάμβους. Αυτό το γεγονός, που οι παίκτες σαφώς και το καταλάβαιναν, μας επέτρεψε να δούμε και διάφορους που έκαναν καριέρες χωρίς να χρειάζεται να παριστάνουν τους υπεροπαδούς, χωρίς να ψάχνουν την κατάλληλη δήλωση για να φανατίσουν τον κόσμο, χωρίς να προκαλούν: κυρίως να κάνουν καριέρες μένοντας αυθεντικοί και ξεχωριστοί κι ωραίοι – ο καθένας με τον τρόπο του. Ενας από τους πιο ωραίους υπήρξε ο Γιώργος Πρίντεζης.
Με τη δική του ταυτότητα
Ο Πρίντεζης υπήρξε ένας καλλιτέχνης του λόου πόστ, ένας φανταστικός δίμετρος χορευτής, ένας σπάνιος αρτίστας στα παρκέ: καλά καλά το παιγνίδι του δεν συγκρίνεται με το παιγνίδι κανενός άλλου, σε μια θέση μάλιστα που παίκτες σπουδαίους το ελληνικό μπάσκετ έβγαλε πάρα πολλούς και θα βγάλει κι άλλους. Δεν ξέρω αν ο Πρίντεζης ήταν ο καλύτερος παίκτης στη θέση 4 που έχει βγει στην Ελλάδα – δεν είχε πχ την ποικιλία που είχε στο παιγνίδι του ο Φάνης Χριστοδούλου, δεν είχε την ταχύτητα του Νίκου Φιλίππου, δεν είχε τον όγκο του Κώστα Τσατσαρή ή την δύναμη του Δήμου Ντικούδη ή το φαρμακερό σουτ του Αντώνη Φώτση. Αλλά είχε δική του ταυτότητα αξιοζήλευτη: από τη μια είχε μία εξαιρετική και σπάνια εξέλιξη κι από την άλλη ένα χαρακτήρα που σπανίως συναντάς σε γήπεδα. Ο Πρίντεζης υπήρξε ένα τύπος που δούλεψε για να γίνει πρωταγωνιστής – δεν γεννήθηκε πρωταγωνιστής. Και ως τέτοιος ήταν ένας ιδανικός συμπαίκτης. Μοναδικός νομίζω.
Μαθήματα ζωής
Ο Πρίντεζης παράλληλα με το ωραίο μπάσκετ που έπαιξε έδωσε και τεράστια μαθήματα ζωής σε όλους όσους είχαν την τύχη να σταθούν δίπλα του. Δεν τα παράτησε όταν ο Ολυμπιακός του τον έστειλε δανεικό στην Λάρισα – ποτέ και για κανένα χαρισματικό παιδί ένας δανεισμός δεν είναι καλοδεχούμενος. Πήγε κάποτε στην Ισπανία έχοντας στο μυαλό του μόνο το πώς θα προοδεύσει και θα γυρίσει στην ομάδα που ήθελε να κάνει καριέρα. Δεν σταμάτησε να βελτιώνεται ούτε κι όταν καταξιώθηκε: έφτιαξε πχ το σουτ του μεγαλώνοντας. Αλλά αυτά είναι εύκολα και θα τα κάνουν κι άλλοι. Τα δύσκολα και τα σπάνια που θα θυμάμαι από τον Πρίντεζη είναι άλλα.
Ποτέ δεν υπήρξε παίκτης που να αψηφά τον πόνο πιο πολύ από αυτόν. Τα παιγνίδια που αγωνίστηκε με προβλήματα στη μέση είναι αμέτρητα. Οι σκηνές που ο φυσικοθεραπευτής του έκανε μαλάξεις, όταν καθόταν στον πάγκο, υπήρξαν για μένα πάντα ανατριχιαστικές: απτές αποδείξεις μια θέλησης, που ξεπερνά τα συνηθισμένα. Οι χρονιές που σήκωσε το βάρος της θέσης μόνος (πιθανότατα γιατί πολλοί στον Ολυμπιακό πίστεψαν πως είναι σούπερ ήρωας) ήταν τόσες πολλές, ώστε το να μην έχει αναπληρωματικό έμοιαζε για χρόνια δεδομένα. Κι αυτά ωστόσο ίσως τα ξαναδούμε: άλλα όχι.
Το πρωτάθλημα του μπαμπά
Το 2016 ο Ολυμπιακός κέρδισε ένα πρωτάθλημα με αυτόν να παλεύει στα δυο πρώτα ματς σχεδόν μόνος του κι ενώ είχε μόλις κηδέψει τον πατέρα του. Ο Πρίντεζης βρήκε στο παρκέ παρηγοριά για εκείνο τον τεράστιο πόνο αναγκάζοντας όλη την ομάδα – παρέα του να παίξει για αυτόν: δεν ήταν παράδειγμα παίκτη, ήταν παράδειγμα ζωής. Παράδειγμα νοοτροπίας ήταν και εκείνη η απίθανη τελευταία φάση, που έδωσε στον Ολυμπιακό μια Ευρωλίγκα στην Κωνσταντινούπολη, όχι γιατί ο Πρίντεζης πρωταγωνιστεί σκοράροντας στην επικότερη συνεργασία όλων των εποχών με τον Σπανούλη, αλλά γιατί το κάνει έχοντας χάσει ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν το καλάθι του προσπεράσματος που θα έκοβε τα πόδια των παικτών της ΤΣΣΚΑ. Ο Πρίντεζης αστοχεί σχεδόν εξ επαφής, ο Φίλιππος Συρίγος φωνάζει ακόμα ότι τη φάση της ολοκλήρωσης της ανατροπής έπρεπε να την τελειώσει ο Σπανούλης, κι ο Γιώργαρος γίνεται ελάχιστα αργότερα από μοιραίος, κριτής του ματς. Γιατί; Γιατί του το επιτρέπει η ηλιόλουστη καθαρότητα του μυαλού του – η βεβαιότητα του ότι το μπάσκετ είναι ένα παιγνίδι που πρέπει να το αντιμετωπίζεις χωρίς φόβο: δεν υπάρχει δράμα, αλλά μόνο Τέχνη. Και η Τέχνη είναι δημιουργία, λύτρωση, συγκίνηση, αποθέωση. Η απλά μια ανολοκλήρωτη διαδικασία – το ταξίδι μετράει πάντα.
Συναρπαστικό στις λεπτομέρειες
Το ταξίδι του Γιώργου Πρίντεζη υπήρξε βαθιά προσωπικό και για αυτό συναρπαστικό ακόμα και στις μικρές του λεπτομέρειες. Στη διάρκεια του ταξιδιού ο Πρίντεζης έμαθε τον εαυτό του. Εμαθε το «πεταχτάρι» - μια κίνηση μοναδική. Εμαθε να αγαπάει το μπάσκετ σε σημείο που να διοργανώνει στη Σύρο κάθε χρόνο παιγνίδια στο δρόμο για παιδιά (μικρά και μεγάλα) πληρώνοντας από την τσέπη του για να μοιράζεται την χαρά του. Εμαθε να αγαπάει τον Ολυμπιακό του, να θυσιάζεται για αυτόν, να τον πονάει και να πονάει, αλλά όλα τα έκανε με αυτό το έμφυτο coolness, που κανείς άλλος ποτέ δεν θα κουβαλήσει ποτέ στα παρκέ ως πανοπλία του: ακόμα και το περίφημο sms που βγήκε στην δημοσιότητα κάποτε για να καταστρέψει τον Ολυμπιακό, ήταν το μήνυμα ενός ήρεμου ανθρώπου που συνιστούσε ψυχραιμία. Δεν υπήρχε τίποτα το δραματικό γιατί δεν χρειάζεται να βλέπουμε τη ζωή ως δράμα, όταν είμαστε τόσο προικισμένοι, ωραίοι και μας αγαπούν. Όλα περνούν κι όλα θα ξαναρθούν.
Η τελευταία σεζόν
Αληθινό μάθημα ζωής ήταν κι αυτή η τελευταία χρονιά του που πέρασε όπως έπρεπε κι ολοκληρώθηκε καταπληκτικά. Παντα χαμογελούσα όταν άκουγα να αναφέρονται διάφορα ατομικά ρεκόρ του Πρίντεζη: πιστεύω ότι ο ίδιος που τα έχει κάνει δεν τα γνωρίζει καν! Ο Πρίντεζης, αρχηγός ενός ροκ συγκροτήματος και σοφότερος από ποτέ, έκατσε στον πάγκο αυτή τη φορά χωρίς να πονάει και χωρίς φυσικοθεραπευτές να τρέχουν γύρω του. Ηθελε φυσικά να παίζει πιο πολύ: όλοι θέλουν. Αλλά αποδέχτηκε την χρησιμοποίησή του χωρίς την παραμικρή δημόσια γκρίνια και χωρίς την παραμικρή μουρμούρα. Γιατί αρχηγός δεν είναι μόνο αυτός που δεν κρύβεται από την τελική προσπάθεια έχοντας αστοχήσει δευτερόλεπτα πριν: αρχηγός είναι κι αυτός που κάθεται στον πάγκο δίνοντας το παράδειγμα. Η ορθότερα δίνοντας ένα ακόμα μάθημα ζωής.
Στη θέση του Πρίντεζη δεν θα έλεγα αντίο: θα διεκδικούσα την πιθανότητα να βρεθώ στο Πανευρωπαϊκό και να πω το αντίο εκεί. Θα πρότασσα τα γαλόνια μου, θα ζητούσα από τρεις – τέσσερις δημοσιογράφους να κάνουν την παρουσία μου εθνικό θέμα, θα ξεσήκωνα υπέρ μου παλαίμαχους που ο λόγος τους μετράει: θα το κανα με την βεβαιότητα ότι μου αξίζει το τελευταίο χειροκρότημα σε ένα διεθνές παλκοσένικο – θα βοηθούσα και την ομάδα κιόλας, αφού θα λείπει ο Μήτογλου. Αλλά εγώ δεν είμαι ο Πρίντεζης: Πρίντεζης Γιώργος είναι μόνο ένας. Σε αυτόν το μοναδικό και σπάνιο τύπο η μοίρα χάρισε ένα φινάλε με κούπα πρωταθλητή στο χέρι, ένα φινάλε που δεν έζησαν υπερπαίκτες όπως ο Γκάλης, ο Σπανούλης, ο Διαμαντίδης. Ο Πρίντεζης θα έλεγε «μην με συγκρίνεις με αυτούς» - είναι σαν να τον ακούω. Κι αν κάτι θα μπορούσα να του απαντήσω εξ ονόματος όλων όσων καταλαβαίνουν από ανθρώπους κι όχι απλά από αθλητές, είναι «ποιος να συγκριθεί μαζί σου βρε Γιώργο…».