Που είσαι μεγάλε Σίλβιο...

Που είσαι μεγάλε Σίλβιο...


Η ΑΕΚ έπρεπε να κερδίσει τη Μίλαν. Δεν έχασε τεράστιες ευκαιρίες, πιθανότατα δεν τρόμαξε όσο θα μπορούσε την άμυνα των Ιταλών, αλλά ήταν πιο ομάδα, ήθελε τη νίκη περισσότερο και προσπάθησε για αυτή μέχρι το τέλος. Την άξιζε τη νίκη η ΑΕΚ και γιατί ο κόσμος της πλημύρισε το γήπεδο και θα πρεπε να χει να θυμάται κάτι σπουδαίο, αλλά το ποδόσφαιρο είναι καμιά φορά πολύ άδικο. Η Μίλαν, όπως και στο Σαν Σίρο, είχε μια μικρή βελτίωση στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου, γιατί στην ανάπαυλα οι παίκτες τα άκουσαν από τον Μοντέλα, αλλά όσο κυλούσε το ματς έμοιαζαν απολύτως συμβιβασμένοι με την ισοπαλία, που τους επιτρέπει να κρατήσουν πρωτιά στον όμιλο. Η Μίλαν θα υποφέρει για χρόνια ακόμα, γιατί πλέον δεν έχει ταυτότητα. Για την ακρίβεια δεν έχει στο τιμόνι της ένα άνθρωπο σαν τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που για μια εικοσαετία τουλάχιστον έδειχνε σε όλη την Ευρώπη τι σημαίνει να διοικείς μια ποδοσφαιρική ομάδα.

Ποιοι είναι αυτοί οι Κινέζοι;

Το σκεφτόμουν μετά το πρώτο ματς της Μίλαν με την ΑΕΚ στο Μιλάνο: οι αληθινά καλές ομάδες αποκτούν τα χαρακτηριστικά του ηγέτη τους. Οσες ηγέτη δεν έχουν, απλά δεν είναι καλές ομάδες. Ο ηγέτης μπορεί να είναι ένας ποδοσφαιριστής: η Μπαρτσελόνα π.χ είναι του Μέσι και η Ρεάλ Μαδρίτης του Ρονάλντο, όσοι σπουδαίοι παίκτες κι αν υπάρξουν στις τάξεις τους. Μπορεί επίσης να είναι ένας προπονητής με προσωπικότητα: ο Πεπ Γκουαρντιόλα και ο Μουρίνιο π.χ από όπου περνάνε βάζουν την σφραγίδα τους κι αυτή φαίνεται. Στη Νότια Ευρώπη, ακριβώς επειδή οι προπονητές αλλάζουν και ευκολότερα, συχνά οι μεγάλες ομάδες έχουν τα στοιχεία του ιδιοκτήτη τους. Η μεγάλη Μαρσέιγ ήταν του Ταπί, η Ιντερ του Μοράτι, η Γιούβε είναι η κορυφαία επιχείρηση της οικογένειας Ανιέλι και φυσικά η σπουδαία Μίλαν ήταν του Μπερλουσκόνι. Για την ακρίβεια η Μίλαν ήταν σπουδαία όσο ο Μπερλουσκόνι μπορούσε να ασχοληθεί με την επικαιρότητα της. Όταν σταμάτησε να το κάνει, μετά το 2010 διότι δεν είχε πλέον και τα χρήματα που η ομάδα χρειαζόταν, η φθορά της Μίλαν υπήρξε τεράστια. Σήμερα χρήματα υπάρχουν. Αλλά κανείς δεν ξέρει τα ονόματα των Κινέζων που τα βάζουν – πόσο μάλλον τις ιδιοτροπίες, τις φάτσες τους και τις ιστορίες τους. Ενώ τον καιρό του «Μπερλούσκα» όταν μιλούσαμε για τη Μίλαν ήταν σαν να τον βλέπουμε μπροστά μας. Η Μίλαν είχε την φιλοδοξία του, την επιθετικότητα του, την αλαζονεία του ίσως, αλλά και την αρχοντιά του. Κι όταν αυτός γέρασε, γέρασε μαζί του και η Μίλαν.   

 

 

Το 2007 ένας βρετανός δημοσιογράφος είχε ρωτήσει τον Μπερλουσκόνι αν αισθάνεται πολιτικός περισσότερο από επιχειρηματίας. Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι χαμογέλασε και απάντησε ότι αισθάνεται πάνω απ’ όλα πρόεδρος της Μίλαν. Η απάντηση έμοιαζε ωραία εξυπνάδα, ήταν όμως λογική και ειλικρινέστατη: η Μίλαν υπήρξε το μεγαλύτερο επιχειρηματικό του δημιούργημα και το καλύτερο όχημά του για να κάνει πολιτική καριέρα. Μπορεί για τις πολιτικές ικανότητες του Μπερλουσκόνι να υπάρχουν λογιών λογιών διαφωνίες και μπορεί ο λαϊκίστικος και απλοϊκός πολιτικός του λόγος να μην είναι αρεστός σε πολλούς, κανείς, όμως, ποτέ δεν αμφισβήτησε τις ποδοσφαιρικές τους γνώσεις και την ικανότητα του στο management.

Μέρες διάλυσης, μέρες δόξας

Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Μπερλουσκόνι για να εξηγήσουν την παρουσία του και την επιτυχία του στην ιταλική πολιτική σκηνή στέκονταν για χρόνια, κυρίως στο γεγονός ότι έλεγχε και ελέγχει τρία τηλεοπτικά κανάλια: αυτή ήταν πάντα μια λάθος ανάγνωση. Ο Μέρντοχ ελέγχει πολύ περισσότερα, αλλά δε θα έβγαινε πρωθυπουργός σε καμία από τις χώρες που οι δορυφόροι του μεταδίδουν. Η ιταλική Αριστερά ισχυριζόταν  ότι ο Μπερλουσκόνι είχε δια μέσου της τηλεόρασης την ενημέρωση: πρόκειται για υπερβολές. Το πρώτο δελτίο ειδήσεων καναλιού του Μπερλουσκόνι μεταδόθηκε μόλις το 1992 – από τα κανάλια του μέχρι το 1996 απουσίαζαν εντελώς οι πολιτικές εκπομπές και όταν ξεκίνησαν ήταν περισσότερο εκπομπές τηλεοπτικής φασαρίας, παρά ενημερωτικές εκπομπές που περνούσαν κάποιου τύπου γραμμή: τα κανάλια του είχαν πάντοτε κάμποση σάχλα, ενώ αντιθέτως η Μίλαν του ήταν μια πολύ σοβαρή ιστορία.

 

 

Ο Μπερλουσκόνι χρωστάει στην Μίλαν την δημοφιλία, που κέρδισε στη δεκαετία του ΄90, αλλά και η Μίλαν χρωστά σε αυτόν τις μέρες της δόξας της. Την απέκτησε το 1987 όταν βρίσκονταν στα όρια της διάλυσης και την μετέστρεψε σε μια πραγματική επιχείρηση – την πρώτη ευρωπαϊκή ομάδα που οργανώθηκε με κανόνες σύγχρονου management. Κυρίως της έδωσε ευρωπαϊκή κατεύθυνση. Μου αρέσει πάντα να θυμίζω το πώς ο ίδιος εξηγούσε σε κάθε ποδοσφαιριστή ότι ο πρώτος και βασικός στόχος της ομάδας είναι η ευρωπαϊκή διάκριση. «Όταν αποκτάμε ένα ποδοσφαιριστή του εξηγούμε ότι ο πρώτος στόχος της ομάδας είναι η κατάκτηση του Τσάμπιονς λιγκ, ο δεύτερος η συμμετοχή στον τελικό του Τσάμπιονς λίγκ και ο τρίτος η συμμετοχή στον ημιτελικό! Αυτά και όχι η κατάκτηση του πρωταθλήματος κάνουν την σεζόν μας αληθινά επιτυχημένη» έχει πει σε μια συνέντευξή του το 2007: ακριβώς τα ίδια είχε δηλώσει κι όταν απέκτησε την ομάδα είκοσι χρόνια πριν! Ο Μπερλουσκόνι δεν προσπάθησε ποτέ να γίνει ο απόλυτος δυνάστης του ιταλικού ποδοσφαίρου: στα χρόνια που μεσουρανούσε δεν είχε ποτέ τον έλεγχο της ομοσπονδίας κι ο σταθερότερος αντίπαλός της Μίλαν, ήταν ο Λουτσιάνο Μότζι που εμφανιζόταν σε όποια ομάδα ήθελε να της πάρει το πρωτάθλημα. Της το πήρε με την Νάπολι, την εκθρόνισε όταν βρέθηκε στη Γιούβε, αλλά όλες οι άλλες νίκες ήταν του Δον Σίλβιο.

«Θα τους βάλεις όλους».

Η Μίλαν υπήρξε στον καιρό του Μπερλουσκόνι μια ιδιαίτερα συμπαθητική ομάδα, γιατί διακρινόταν στην Ευρώπη και δεν προκαλούσε στην Ιταλία. Κυρίως ξόδευε πολύ και συνήθως σωστά. Την τριετία 1990 -93 όταν ήταν η ακριβότερη ομάδα του κόσμου. Στο διάστημα εκείνο έμεινε για 54 ματς αήττητη στο Καμπιονάτο. Σε αυτά τα ματς χτύπησε μόνο ένα πέναλτι –  δεν υπάρχει αγώνας που αντίπαλός της να μπορεί να υποστηρίξει σοβαρά ότι αδικήθηκε, το αντίθετο! Το σπουδαιότερο κατόρθωμα του Μπερλουσκόνι ήταν ότι έπεισε τους Ιταλούς ποδοσφαιρόφιλους ότι η ομάδα του έπαιζε ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας, αφήνοντας στην άκρη το φρικτό παραδοσιακό κατενάτσιο, γιατί αυτός το απαιτούσε από τους προπονητές του, στους οποίους έκανε πάντα παρεμβάσεις με σκοπό η ομάδα να παίζει ωραιότερη μπάλα. Ο Μπερλουσκόνι έκανε προπονητή τον Σάκι, που τον βρήκε στην Πάρμα. Αυτός έκανε προπονητή τον Καπέλο, που ήταν τηλεσχολιαστής στα κανάλια του. Αυτός εμπιστεύθηκε την ομάδα στον Αντσελότι, παρόλο που ο Καρλέτο ερχόταν από μέτριες σεζόν. Από τον Σάκι ζητούσε να παίζει ζώνη στην άμυνα και να μην φοβάται. Τον Καπέλο τον πίεζε να χρησιμοποιεί τον αρτίστα Σαβίσεβιτς, που ο κόουτς δεν ήθελε και μετά του έφερε με το ζόρι και τον Ρομπέρτο Μπάτζιο. Στον Αντσελότι είχε πει ότι δεν γίνεται να κάθεται στον πάγκο κάποιος από τους Πίρλο, Ρουι Κόστα, Ζέεντορφ και Κακά και ότι φυσικά ο Σεφτσένκο κι ένα φορ πρέπει να παίζουν πάντα! Ο Αντσελότι είχε πει ότι αυτά δεν γίνονται: τα έκανε, όμως. Κι έτσι γεννήθηκε η τελευταία μεγάλη Μίλαν, αυτή των τεσσάρων δεκαριών.    

 

Πλέον μεγάλωσε

Όταν για πρώτη φορά ο Μπερλουσκόνι πολιτεύτηκε, έλεγε ότι ο μέσος Ιταλός θα θελε μια Μίλαν, δηλαδή μια καλοοργανωμένη ομάδα που να προκαλεί θαυμασμό, και στην οικονομία και στην παιδεία και στην υγεία και στην εξωτερική πολιτική: είχε δίκιο. Ο Μπερλουσκόνι όχι τυχαία ονόμασε το κόμμα του Forza Italia – το σύνθημα Forza Milan είχε κάνει όλο τον κόσμο να το φωνάζει. Όταν πούλησε τη Μίλαν είπε ότι το έκανε με πόνο αλλά θα παραμείνει ο πρώτος οπαδός της. Δεν είναι το μοναδικό ψέμα που έχει πει: πλέον δεν πηγαίνει να τη δει. Και δεν έχει όρεξη πια και για ‘κανα μπούγκα μπούγκα πάρτι. Μπορεί το μαλλί του να παραμένει κομοδινί, αλλά ο γέρο Σίλβιο μεγάλωσε…