To OAKA ήταν χθες βράδυ ζεστό και γεμάτο από πιστούς της ΑΕΚ, που πίστευαν στο θαύμα. Η Μπάγερν είναι ο δυσκολότερος αντίπαλος που έχει η ΑΕΚ στον όμιλο κι ο κόσμος ήθελε να δει την ομάδα του Μαρίνου Ουζουνίδη να τα δίνει όλα και να κάνει αποτέλεσμα. Η ΑΕΚ άντεξε για μια ώρα γιατι ήταν συμπαγής και οργανωμένη στο μισό γήπεδο. Αλλά μια ώρα δεν φτάνει.
Οσο ποτέ φέτος
Ο Μάνταλος ο Μπακασετας κι ο Κλωναριδης έτρεξαν όσο ποτέ φέτος και φυσικά ο Σιμοες και ο Γαλανόπουλος έδωσαν και την ψυχή τους. Στο πρώτο ημίχρονο ο αλάνθαστος Λαμπρόπουλος ήταν ο καλύτερος του γηπέδου, αλλά η Μπάγερν ήθελε το ματς και με την μεθοδικότητα της τα κατάφερε. Εντόπισε την τρύπα που υπήρχε στα δεξιά γιατί ο Μπακάκης δεν είχε από τον Μάνταλο την καλύτερη κάλυψη κι έβαλε δυο γκολ σε τρία λεπτά – πανομοιότυπα. Στο πρώτο ο Μάνταλος δεν είναι στη θέση του κι ο Χούμελς βρίσκει χώρο και πασάρει ανενόχλητος, στο δεύτερο δεν ακολουθεί κανείς τον Ραφίνια που γυρίζει στον αμαρκάριστο Λεβαντόφσκι σαν σε προπόνηση.
Κι ο Νίκο Κόβατς δεν είχε καμία παράξενη έμπνευση: ο Ναμπρί έπαιξε στη θέση του τραυματία Ριμπερί κι ο Σούλε στη θέση του Μπόατενγκ με τον Ραφίνια και τον Τιάγκο να ξεκινούν αντί του Αλάμπα και του Μέλερ που είναι ντεφορμέ. Ο Κόβατς φοβάται αυτό τον καιρό την άμυνά του (η Μπάγερν στη Γερμανία δέχεται συνεχώς γκολ), έχει σε κακή κατάσταση τους πιο πολλούς που έπαιξαν στο μουντιάλ, πειραματίζεται με τις θέσεις του Τιάγκο και του Χάμες, αλλά ξέρει πως αν η ομάδα του κάνει την κατοχή της μπάλας που έκανε χθες, απέναντι σε μια ομάδα που παίζει μόνο άμυνα, γκολ θα βρει. Το ματς είχε την πλέον προβλεπόμενη εικόνα και δυστυχώς για την ΑΕΚ το πλέον προβλεπόμενο αποτέλεσμα. Θα μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό; Ναι, αν η ΑΕΚ είχε π.χ δυο κανονικά εξτρέμ συνηθισμένα να γυρίζουν και να καλύπτουν τους ακραίους αμυντικούς – αλλά τέτοια δεν έχει. Ισως να ήταν πιο σωστά «κουμπωμένη», αν έπαιζε με ένα ακόμα κόφτη, αλλά αυτοί που έχει ο Μαρίνος Ουζουνίδης στα χέρια του (ο Αλεφ, ο Μοράν, ο Αϊντάρεβιτς κτλ) είναι αργοί και η παρουσία τους θα έκανε την ΑΕΚ ακόμα λιγότερο επικίνδυνη. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με ένα ματς χωρίς κανένα μυστικό. Αλλά αν ακούσεις ή διαβάσεις αυτά που λέγονται νομίζεις ότι είδες «παρτίδες σκάκι», «μοιρασμένο παιγνίδι», «μάχη που κρίθηκε στις λεπτομέρειες» κτλ. Υπερβολές και μόνο.
Χρυσώνουμε χάπια
Τα τελευταία χρόνια για να χρυσώνουμε το χάπι στους οπαδούς έχουμε βρει ένα καινούργιο τρόπο να ασχολούμαστε με τα παιγνίδια: τα τεμαχίζουμε για να βρούμε κάτι καλό να πούμε έχοντας την βεβαιότητα ότι το ακροατήριο μας είναι κάτι χαζοί που θέλουν να ακούν μόνο ευχάριστα πράγματα. Υπάρχουν και τέτοιοι σε όλες τις ομάδες, αλλά είναι μια ασήμαντη μειοψηφία, που καλά καλά δεν καταλαβαίνει το ποδόσφαιρο. Ο τρόπος που παρουσιάζεται από χθες το βράδυ το ματς αυτό, (όπως και το παιγνίδι του Ολυμπιακού με τη Μίλαν π.χ), είναι ενδεικτικό της τάσης να διηγηθείς μια διαφορετική πραγματικότητα για να χαρεί όποιος σε διαβάζει ή όποιος σε ακούει. Η ΑΕΚ λένε ήταν καλή για 60 λεπτά. Η ΑΕΚ λένε πλήρωσε 122 δευτερόλεπτά που έχασε τη συγκέντρωσή της. Η ΑΕΚ λένε ήταν σπουδαία στο ξεκίνημα του δευτέρου ημιχρόνου. Αν δεν έχεις δει το ματς νομίζεις ότι έγινε ένα ισορροπημένο παιγνίδι ανάμεσα σε δυο ισοδύναμες ομάδες, που κρίθηκε από μια απροσεξία – άντε δυο. Δεν είναι καθόλου έτσι και το ξέρουμε: ήταν ένα ματς ανάμεσα σε μια ομάδα που ήθελε να κερδίσει και σε μια που έκανε ό,τι μπορούσε για να την δυσκολέψει να το κάνει, χωρίς να έχει ωστόσο καμία απολύτως πιθανότητα να κερδίσει η ίδια. Ηταν ένα ακόμα ημιτελές ματς της ΑΕΚ στο Τσάμπιονς λιγκ – όχι πολύ διαφορετικό από αυτό που έπαιξε με τον Αγιαξ στο Αμστερνταμ. Αν στην ΑΕΚ θες να κάνεις καλό πρέπει να τονίσεις πως για να κάνει τουλάχιστον ένα αποτέλεσμα στον όμιλο που βρίσκεται, θα πρέπει να κάνει ένα κανονικό ματς ποδοσφαίρου διάρκειας 90 λεπτών. Θα πρέπει να έχει την απαραίτητη αγωνιστική ένταση για όλο το ματς και θα πρέπει να έχει και βοήθειες από τον πάγκο της στο τέλος, όταν είναι δεδομένο ότι θα κουραστεί.
Η ΑΕΚ δεν τελείωσε καλά κανένα από τα παιγνίδια της. Στο Αμστερνταμ δέχτηκε γκολ. Με την Μπενφίκα μετά το 2-3 δεν κατάφερε να αντιδράσει μολονότι έπαιζε με παίκτη παραπάνω. Χθες το ματς στο 0-2 τελείωσε: η Μπάγερν έκανε μια χαλαρή προπόνηση χωρίς να νοιώσει την παραμικρή πίεση. Ο πάγκος της ΑΕΚ δεν είναι μεγάλος – ούτε πέρυσι ήταν. Αλλά ο Χιμένεθ κρατούσε κάποιον από τους θεωρητικά βασικούς για να έχει μια τουλάχιστον καλή αλλαγή στο τελευταίο μισάωρο, να έχει δηλαδή κάποιον που να μπορεί να τραβήξει λίγο την ομάδα μπροστά ή να τις δώσει ανάσες. Πέρυσι στα δυο 0-0 με τη Μίλαν από τον πάγκο της ΑΕΚ μπήκαν στο ματς στο πρώτο παιγνίδι ο Μπακασέτας και ο Αραούχο και στο δεύτερο ο Λιβάγια και ο Γαλανόπουλος. Δεν ξεκίνησαν για να μπορούν να μπουν και να βοηθήσουν – όχι γιατί ο Ισπανός ήταν τρελός.
Τεμαχίζοντας την πραγματικότητα
Το να τεμαχίζουμε τα ματς έχει πλάκα, αλλά πρόκειται για παραμόρφωση της πραγματικότητας: στη διάρκεια κάθε παιγνιδιού υπάρχουν διαστήματα που μια ομάδα μπορεί να παίξει λίγο καλύτερα – ειδικά μάλιστα αν ο σκοπός της είναι να παίξει άμυνα και μόνο. Αλλά αν στο τέλος δεν πάρει το αποτέλεσμα που θέλει, το καλό διάστημα της είναι κάτι σχετικό: είναι απλά το κομμάτι του παιγνιδιού στο οποίο ξόδεψε τις δυνάμεις της χωρίς να κουράσει ή να τρομάξει τον αντίπαλο.
Το ποδόσφαιρο δεν είναι μπάσκετ, δεν έχει δεκάλεπτα, ούτε μπορείς να αλλάζεις πέντε παίκτες κάθε τρεις και λίγο – για να βγάλεις ένα ματς πρέπει να μετρήσεις σωστά τις δυνάμεις σου, να ξέρεις τι μπορείς. Η ΑΕΚ μου δίνει την εντύπωση ότι ακόμα ψάχνεται – σαν να μην καταλαβαίνει τη διοργάνωση. Δεν είχα φυσικά την απαίτηση να πάρει βαθμό ή να κερδίσει την Μπάγερν, αλλά η εικόνα της είναι επαναλαμβανόμενη κι αυτό πρέπει να την προβληματίσει: για να μην τελειώσει με έξι ήττες πρέπει να υπάρξει καλύτερη διαχείριση των παιγνιδιών – πιο μυαλωμένη, πιο προσεχτική, πιο έξυπνη. Τα ματς διαρκούν 90 λεπτά, όχι 60 ή 70.
Η ήττα από την Μπάγερν μπορεί να είναι διδακτική ενόψει της συνέχειας. Είναι ανεκτή κι αν αναλυθεί σωστά θα ναι και χρήσιμη. Αν από την άλλη, το συμπέρασμα είναι ότι «η ΑΕΚ κοίταξε την Μπάγερν στα μάτια για 60 λεπτά» (κι ακόμα χειρότερα ότι «την τρόμαξε κιόλας για ένα δεκαπεντάλεπτο…») η συνέχεια θα ναι πιο δύσκολη. Γιατί οι αντίπαλοι της δεν παίζουν για να δίνουν στους δημοσιογράφους λαβές για να παραμορφώνουν την πραγματικότητα, αλλά για να κερδίζουν...