Με τον Μάρτιν Σκορτέζε και τις ταινίες του έχω μια παράξενη σχέση: νοιώθω ότι κάθε ταινία του είναι ένα κινηματογραφικό event που δεν μπορεί να το αγνοήσει όποιος αγαπάει το σινεμά και, από την άλλη, ότι οι ταινίες του είναι συχνά επιτηδευμένα πολύ προσωπικές – σαν ο δημιουργός τους να ήθελε να τις δει στοχευμένα το δικό του κοινό και μόνο.
Τέσσερις ταινίες, πολύ μανιέρα
Πρόσφατα ο φίλος Χρήστος Μήτσης στο Αθηνόραμα με βοήθησε να καταλάβω ακόμα καλύτερα το πρόβλημα μου. Κάνοντας μια κατάταξη όλων των ταινιών του Αμερικάνου δημιουργού κατέδειξε ότι ο Σκορτσέζε ανήκει στην κατηγορία εκείνων που υπήρξαν εμπνευσμένοι στο ξεκίνημά τους και απλά καλοί επαγγελματίες μετά την καθιέρωσή τους. Οι καλύτερες ταινίες του Σκορτσέζε είναι οι πρώτες – απλά μετά την ωριμότητα του ο τύπος απέκτησε το δικαίωμα στο να κάνει ό,τι γουστάρει – όχι ωστόσο χωρίς συμβιβασμούς. Βλέποντας τους τίτλους από τις ταινίες του όλους μαζεμένους διακρίνεις ότι κάνει τεσσάρων ειδών ταινίες:
Α) Κάνει ριμέικ σε ό,τι αγαπάει. Εχει ως γνωστόν πάρει το μοναδικό του Οσκαρ για ένα σπουδαίο ριμέικ, τον «Πληροφοριοδότη» το 2006, αλλά ριμέικ ήταν και το «Cape Fear» και το «Χρώμα του Χρήματος».
Β) Κάνει ταινίες που είναι φόρος τιμής σε όσους έχει θαυμάσει. Στο «Kundun» υπάρχει κάτι πολύ από τον «Τελευταίο Αυτοκράτορα» του Μπερτολούτσι. Στο «Νησί των Καταραμένων» διακρίνεις την λατρεία του για τον Κιούμπρικ. Στο «New York New York» δίνει λάμψη στο σινεμά του 30. Στο «Μετά τα μεσάνυχτα» μας λέει πόσο αγαπάει το Χίτσκοκ.
Γ) Διηγείται ιστορίες που έχουν ως πρωταγωνιστές ιταλοαμερικάνους, που γνωρίζει καλά: τα «Καλά Παιδιά», το «Καζίνο», το «Οργισμένο Είδωλο» και ο «Ταξιτζής» είναι πιθανότατα οι καλύτερές του ταινίες, γιατί διαδραματίζονται σε ένα περιβάλλον στον ίδιο οικείο.
Δ) Εικονογραφεί βιβλία και δουλεύει μανιακά αυτό που λέμε «αναπαράστασης μιας εποχής»: σε αυτό είναι από τους καλύτερους στην ιστορία του σινεμά. Βοηθά και ότι οι επιλογές των βιβλίων είναι αρκετά ψαγμένες: ο «Τελευταίος πειρασμός» του Καζαντζάκη, η «Εποχή της Αθωότητας» της Ιντιθ Γουόρτον, η βιογραφία του Τζόρνταν Μπέλφορντ, του «λύκου» που αναστάτωσε τη Γουολ Στριτ, είχαν εικόνες και ο Σκορτσέζε τις έβγαλε στην επιφάνεια.
Ταινίες σαν κηρύγματα
Σε αυτό το σχήμα των τεσσάρων κατηγοριών μπορεί να εντάξει κανείς όλο το σινεμά του Σκορτσέζε, το οποίο έχει λιγότερη πρωτοτυπία και περισσότερη κινηματογραφοφιλία, πράγμα που δεν είναι κακό, αρκεί να βοηθούσε στο να δούμε συναρπαστικές ταινίες: δυστυχώς στην περίπτωσή του αυτό δεν είναι δεδομένο. Πιο πολύ και από το να αφηγηθεί ιστορίες, κλιμακώνοντας την έντασή τους όπως κάνουν οι καλοί αφηγητές, ο Σκορτσέζε επιδιώκει συχνά να είναι διδακτικός, ως καλός καθολικός, και ίσως για αυτό αγαπάει την εικονογράφηση των βιβλίων: βρίσκει σε αυτά, όχι απλά σενάρια, αλλά στέρεα κείμενα, που τον βοηθάνε συνήθως να ηθικολογήσει. Ισως αυτό να είναι και το πιο μεγάλο μου πρόβλημα μαζί του: κάθε φορά που πηγαίνω να δω μια ταινία του σκέφτομαι πόσο φιλμ έχει χρησιμοποιήσει πάλι για να φτιάξει εξαιρετικά φορτωμένες εικόνες, ώστε να πει απλούστατα, εν τέλει, πράγματα. Ο Σκορτσέζε συνήθως λέει ότι οι άνθρωποι έχουν αδυναμίες, αλλά πρέπει να είναι ηθικοί, ότι ο κόσμος μας είναι άδικος, αλλά εμείς πρέπει να είμαστε ακέραιοι, διαφορετικά θα τιμωρηθούμε για τα κρίματα μας. Ποιος διαφωνεί; Κανείς. Κι ακριβώς επειδή κανείς δεν διαφωνεί, οι ταινίες του μοιάζουν συχνά λιγάκι πομπώδεις, σαν κηρύγματα.
Περίληψη προηγουμένων; Όχι ακριβώς
Στις ταινίες του σπανίως υπάρχουν κορυφώσεις, συχνά η κατασκευή σκηνών είναι σημαντικότερη από την αρτιότητα της ιστορίας, σχεδόν πάντα τον ενδιαφέρουν οι χαρακτήρες, που είναι άνθρωποι, που μπορεί να λυγίσουν. Όταν διάβασα τι πραγματεύεται η «Σιωπή», που παίζεται στις αίθουσες αυτό τον καιρό, μου φάνηκε ότι η ταινία ήταν μια περίληψη προηγουμένων των ταινιών του Σκορτσέζε: το βιβλίο του Σιουσάκου Εντο έχει πεισματάρηδες ήρωες που δοκιμάζονται, είναι γεμάτο από εξωτικά τοπία που επιτρέπουν στο σκηνοθέτη να γυρίσει σκηνές ανθολογίας στην Απω Ανατολή και περιέχει μια ιστορία, που, από μόνη της, θα μπορούσε να είναι χριστιανική παραβολή. Περίμενα πάλι ένα συμπέρασμα ηθικά γλυκανάλατο και γνωρίζοντας πως το θέμα της ταινίας είναι η αποτυχία της μεταλαμπάδευσης του Χριστιανισμού στην Ιαπωνία είχα προετοιμαστεί για κάμποσα χασμουρητά. Αλλά ευτυχώς δεν ήταν έτσι.
Η πίστη και η ζωή
Ναι, στη «Σιωπή» υπάρχουν πρωταγωνιστές, και μάλιστα ιεραπόστολοι, των οποίων η πίστη δοκιμάζεται, όπως συχνά συμβαίνει στο σκορτσεζικό σύμπαν. Ναι, για μια ακόμα φορά ο σκηνοθέτης δεν αντιστάθηκε στη γοητεία του φολκλόρ – η Ιαπωνία του, αυτός «ο βάλτος στον οποίο τίποτα δεν ευδοκιμεί», δεν έχει τίποτα το εφιαλτικό, αν εξαιρέσεις κάποιους ανθρώπους της. Ναι, πάλι η αγάπη για τις ταινίες των άλλων μοιάζει να καθοδηγεί την έμπνευσή του – μπορεί να δεις κάμποσο από «Mission», και αρκετή «Αποκάλυψη Τώρα» στη δραματουργία. Ναι, πάλι δουλεύει με δυο εκκολαπτόμενους σταρ του Χόλυγουντ, γιατί πιθανότατα του το ζήτησαν οι παραγωγοί – και φυσικά ο Ανταμ Ντράιβερ είναι καλύτερος από τον Αντριου Γκάρφιλντ. Ομως αυτή τη φορά ο κεντρικός του προβληματισμός είναι αρκετά επίκαιρος και αυτό έχει τη σημασία του: χρησιμοποιώντας μια κάπως φλύαρη μανιέρα ο Σκορτσέσε επισημαίνει ότι ο καθένας μας έχει το δικαίωμα να λατρεύει το Θεό του όπως θέλει, κι όχι όπως είναι ορθό και προβλεπόμενο και την ίδια στιγμή αναρωτιέται αν έχουμε το δικαίωμα στο όνομα των δικών μας αξιών να παίρνουμε στο λαιμό μας ως καθοδηγητές, όσους μας εμπιστεύονται. Ο ίδιος απαντάει «όχι». Αυτό το όχι δεν αφορά μόνο τη θρησκεία και την πίστη, όπως στην ταινία σε πρώτο επίπεδο, φαίνεται, αλλά οτιδήποτε εμπεριέχει κάτι της το ιδεολογικό: για το Σκορτσέζε η όποια πίστη σε οτιδήποτε ιδανικό δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη θυσία της ανθρώπινης ζωής ή και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Σε μια εποχή φανατισμών, κι όχι μόνο θρησκευτικών, ο Σκορτσέζε λέει πολύ ξεκάθαρα ότι κάθε θάνατος στο όνομα ενός δόγματος είναι άδικος και ότι ο πιστός πρέπει ανάμεσα στην ζωή και την πίστη στο δόγμα να διαλέγει το σεβασμό στη ζωή. Το λέει σε μια εποχή που ένα μεγάλο μέρος του κόσμου θαυμάζει μάρτυρες και φανατικούς, νοσταλγεί όσους πέθαναν για ιδανικά, παθιάζεται από ιεραπόστολους που απαιτούν λογιών λογιών θυσίες. Δεν θαύμασα την ταινία του, που είναι υπερβολικά μεγάλη, πολύ μπαρόκ και υπερβολικά φορτωμένη από συμβολισμούς, όμως ομολογώ ότι θαύμασα το κουράγιο του: το να πεις σε μια εποχή φανατισμών όπως η δική μας ότι η ζωή μετρά πιο πολύ από την ιδεολογία δεν είναι και τόσο απλό.
Επιβάλει κάμποση σκέψη
Δυστυχώς την ταινία του δύσκολα θα τη δουν αυτοί που πρέπει να τη δουν και δύσκολα θα την εκτιμήσουν οι περισσότεροι που θα την παρακολουθήσουν – ίσως οι πολλοί να διαφωνήσουν και με το συμπέρασμά της, ομολογώ ότι κι εγώ έμεινα αμήχανος. Ωστόσο η «Σιωπή» επιβάλει μια στιγμή σιωπής και κάμποση σκέψη. Κι αυτό στο σινεμά του καιρού μας είναι κομμάτι σπάνιο, οπότε μπράβο σου που αυτή τη φορά μας βούβανες κύριε Μάρτιν Σκορτσέζε…