Εφτασαν στα προημιτελικά με συνταγή 2006: τρέξιμο, καλός προπονητής, ήρωες της μιας βραδιάς. Πολλά θυμίζουν Λίπι.
Το 2006 είχα γράψει ένα κομμάτι με τίτλο ο «Θρίαμβος του ακατανόητου», μετά την κατάκτηση του μουντιάλ από τους Ιταλούς, σε ένα καλοκαίρι που γιόρταζαν και την ίδια στιγμή αυτόμαστιγώνονταν μοιράζοντας υποβιβασμούς και τιμωρίες σε ομάδες τεράστιες. Μερικές παρατηρήσεις που έγραφα τότε ισχύουν και για την τωρινή ομάδα των Ιταλών, που έχει πολλά κοινά με εκείνη.
Κάποτε, δηλαδή το 2006
Εγραφα τότε: «Οι Ιταλοί ζουν τις μεγάλες διοργανώσεις με βασανιστική μαζοχιστική εσωστρέφεια. Οι Βραζιλιάνοι τις αντιλαμβάνονται ως επιδείξεις, οι Γερμανοί θέλουν να τις κερδίζουν, οι Αγγλοι παίρνουν μέρος περιμένοντας το δράμα, οι Γάλλοι και πολλοί άλλοι θέλουν να βλέπει ο κόσμος την πρόοδό τους. Οι Ιταλοί αδιαφορούν για το τι πιστεύει ο κόσμος για αυτούς, δε ψάχνουν συμπάθειες, θέλουν στις τραγωδίες και στους θριάμβους τους, δίπλα τους μόνο εκείνους που τους καταλαβαίνουν. Γνωρίζουν μάλιστα ότι το να τους καταλάβεις είναι δύσκολο.
Περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ομάδα, η Ιταλία αντιπροσωπεύει ένα ποδόσφαιρο στο οποίο δεν υπάρχει ο όρος «λογική εκτίμηση» - για να το πω αλλιώς στην εκτίμηση για τους ίδιους δε χωράει λογική. Είναι ένα ποδόσφαιρο στο οποίο συχνά κερδίζει ο χειρότερος, ένα ποδόσφαιρο στο οποίο ενώ θες να πεις «δεν αντέχω», λες «θέλω κι άλλο». Σε αυτό το ποδόσφαιρο οι προσωπικότητες είναι πάντα σημαντικές: καμία Εθνική Ιταλίας δεν κέρδισε κάτι χωρίς να έχει αληθινά μεγάλους παίκτες και σε φόρμα. Όμως πιο πολύ κι από αυτό μετρά η προετοιμασία, η στρατηγική, η όρεξη να παίζεις για τον συμπαίκτη, η ικανότητα να επιβιώνεις χωρίς δυνάμεις καμιά φορά, αλλά με το μυαλό πάντα σε εγρήγορση. Αν θες να καταλάβεις τους Ιταλούς, πήγαινε πέρα από το προφανές και ξέχνα αναφορές σε ποιότητα, απόδοση, τεχνική κτλ. Μετράνε άλλα: η πίστη, η θέληση, η χαρά του να υποφέρεις.
Πως είναι δυνατόν να τα κατάφεραν ο Ζαμπρότα, ο Περότα, ο Μετεράτσι, ο Καμορανέζι και να μην ανέβηκαν στο μεγάλο σκαλί ο Μαλντίνι, ο Ντοναντόνι, ο Μπάτζιο, ο Βιάλι; Είναι κι αυτό ένα από τα άλυτα γοητευτικά μυστήρια του ιταλικού ποδοσφαίρου ή μήπως τελικά η προσήλωση και η αυτοθυσία είναι αξίες μεγαλύτερες από την κλάση και την ποιότητα; Το παγκόσμιο κύπελλο του 2006 τελικά, το κέρδισε ο ιδρώτας του Γκρόσο, ενός παιδιού της ιταλικής επαρχίας που περίμενε τα 28 του για να παίξει στην Εθνική. Αυτός ο τυπάκος που πήρε την ευθύνη του τελευταίου κρίσιμου πέναλτι στον τελικό είναι το σύμβολο μιας ομάδας σκληρών παιδιών που έβαλαν στόχο να αποδείξουν ότι ξέρουν να παίζουν ο ένας για τον άλλο. Ο Γκρόσο είναι το απόλυτο σύμβολο της ακατανόητης γοητείας του ιταλικού ποδοσφαίρου, που σήμερα γιορτάζει και δικάζεται. Χωρίς αιδώ, χωρίς να ζητάει έλεος. Και με τα μάτια όσων το καταλαβαίνουν στυλωμένα πάνω του με λίγη ζήλια...».
Και σήμερα όλα ισχύουν
Όλα αυτά ισχύουν πολύ και για την σημερινή Σκουάντρα Ατζούρα, που ακόμα κι αν αποκλειστεί από τους πανίσχυρους πρωταθλητές κόσμου Γερμανούς έκανε το καθήκον της, δηλαδή έδωσε σε όλο τον κόσμο ένα μεγάλο ποδοσφαιρικό μάθημα. Παίζοντας με μια ομάδα πολύ μεγάλων παιδιών (η Ιταλία έχει το μεγαλύτερο μέσο όρο ηλικίας στο τουρνουά), η Ιταλία όχι μόνο δεν κατάρρευσε σε κανένα από τα τρία σοβαρά ματς που έδωσε μέχρι στιγμής, αλλά σκόραρε τρεις φορές στο τέλος! Κυρίως αρέσει στον κόσμο η συγκέντρωση όλων, η ομαδικότητα τους, η όρεξη να παίξουν ο ένας για τον άλλο – κι όχι μόνο στην άμυνα, ο Κόντε που χειρονομεί και φωνάζει «βγείτε» μουσκεμένος κι ενώ βλέπει ότι για να κερδίσει κάποιος ένα πλάγιο άουτ πρέπει να μαρτυρήσει. Ο κόσμος έχει την αίσθηση ότι διάφοροι ξεχασμένοι από την επιτυχία γερόλυκοι (ο Πελέ, ο Εντερ, ο Τζιακερίνι, ο Μπαρτζάλι, ο Μπονούτσι κτλ), υπό την αιγίδα κάποιων που τα έχουν δει κυριολεκτικά όλα (ο Μπουφόν, ο Ντε Ρόσι, ο Τιάγκο Μότα, ο Κελίνι κτλ), πήγαν στην Γαλλία για ν αποδείξουν ότι δεν χρειάζεται να είσαι ο καλύτερος στον κόσμο ή στην Ευρώπη για να κερδίζεις, αρκεί να είσαι καλός στα ματς που δίνεις. Αυτή είναι η λογική του ποδοσφαίρου τους και με αυτή πορεύονται δεκαετίες τώρα.
Στις γιορτές των ιταλικών ομάδων βραβεύονται πάντα οι ενδεκάδες που έχουν κερδίσει τίτλους – σχεδόν κάθε ιταλική ομάδα έχει τους πρωταθλητές της. Υπάρχει, όμως, πάντα μια ιδιαίτερη στιγμή που βραβεύονται κάποιοι που δεν κέρδισαν τίποτα – ή που για να το πω σωστά - έχουν κερδίσει τις καρδιές των οπαδών, καταθέτοντας κάποια στιγμή ό,τι στη δική τους καρδιά κουβαλούσαν. Είναι ομάδες φτιαγμένες με παίκτες που σώθηκαν ενώ όλοι τις θεωρούσαν καταδικασμένες, ομάδες που ανέβηκαν από τη β Εθνική παρά τα οικονομικά προβλήματα, ομάδες που έχασαν ευρωπαϊκούς τελικούς στους οποίους, όμως, για να βρεθούν έκαναν θαύματα, ομάδες που, ναι το έχασαν το ρημάδι το πρωτάθλημα, αλλά κανείς δεν έχει ξεχάσει το σερί από νίκες χάρη στο οποίο το διεκδίκησαν. Όταν φτάνει αυτή η στιγμή κι εμφανίζονται στο γήπεδο οι μαχητές, οι άγνωστοι που έπαιξαν για τη φανέλα, και οι perdenti di successo, το γήπεδο πέφτει από το χειροκρότημα. Στο πρόσωπο του σκληρού, του πονηρού που κάνει διαβολιές, του μυαλωμένου, του ταπεινού που δεν τα παρατάει, του πολεμιστή που έχασε αλλά όμως έδωσε ό,τι είχε, ο μέσος Ιταλός, που κατά τα άλλα αποθεώνει τον χαρισματικό και τον νικητή, βλέπει κάτι από τον εαυτό του. Δεν χρειάζεται να σηκώνεις τρόπαια για να σε αγαπούν, σε αγαπούν όταν δίνεις ό,τι μπορείς – λίγο δεν υπάρχει στον πόλεμο και στην αγάπη.
Ο Πελέ, ο Μπονούτσι, ο Παρόλο, ο Ντε Σίλιο, ο Τζακερίνι και οι άλλοι από χθες βράδυ εξασφάλισαν δια παντός αυτό το χειροκρότημα κι ίσως όχι μόνο από τους Ιταλούς, αλλά από όλους όσους καταλαβαίνουν πως χωρίς καρδιά και χωρίς λίγη άγια τρέλα, από αυτή που τη λογική τη σκοτώνει, στο ποδόσφαιρο και στη ζωή δεν κάνεις τίποτα...