Δεν πίστευα ποτέ πως ο Γιάννης Μπουρούσης θα πάει στο NBA. Αν ήθελε να πάει στο NBA για να παίζει αγκωνιές με κάτι θεόρατα σέντερ θα πήγαινε να δοκιμάσει όταν ήταν 25 χρονών, ελεύθερος και έτοιμος να κάνει κάθε δουλειά στο γήπεδο. Στα 32 του, παντρεμένος και μπαμπάς και με την απαίτηση σε κάθε επίθεση να παίρνει τη μπάλα, ο προορισμός του Μπουρούση ήταν υποχρεωτικός: μια ομάδα καλύτερη από τη Λαμποράλ από την οποία να πάρει τα χρήματα που πέρυσι στην Ισπανία δεν πήρε. Ο Παναθηναϊκός, που άφησε το Ραντούλιτσα και τον Κούζμιτς κι έχει έλληνα προπονητή και θαυμαστή του, τον Αργύρη Πεδουλάκη, ήταν μια χαρά προορισμός εξ αρχής. Μένει να δούμε τι θα κάνει φέτος γιατί τα δυο τελευταία χρόνια του Μπουρούση έχουν το εξής παράδοξο: πρόπερσι, που στη Ρεάλ Μαδρίτης έπαιζε λίγο τα κέρδισε όλα, και πέρυσι που στη Λαμποράλ μετέτρεπε τα ματς σε one man show δεν κέρδισε τίποτα. Φέτος θα παίζει πολύ, όπως γουστάρει δηλαδή, και μένει να δούμε αν μπορεί επιτέλους να είναι και καθοριστικός – στο πεδίο της ηγεσίας πρέπει να διαδεχτεί κοτζάμ Διαμαντίδη, απλό δεν είναι. Αυτή είναι η απλή ιστορία της επιστροφής του Μπουρούση και δεν υπάρχει τίποτα το παράξενο, που ένας πρώην παίκτης του Ολυμπιακού πάει στον ΠΑΟ – το μπάσκετ είναι γεμάτο από τέτοια πάρε δώσε.
Το ενδιαφέρον στην ιστορία
Αν η ιστορία έγινε ενδιαφέρουσα είναι γιατί ανασύρθηκαν παλιές δηλώσεις μίσους του Μπουρούση για τον ΠΑΟ, όρκοι ότι εκεί δεν θα πάει ποτέ και άλλα τέτοια, που σε συνδυασμό με τις νέες δηλώσεις του Μπουρούση («ήρθα στην μεγαλύτερη ομάδα της εικοσαετίας κτλ») δημιούργησαν αφορμές για αντιπαραθέσεις, μουρμούρες, κατάρες και άλλα πολλά. Αυτό μου τράβηξε την προσοχή πιο πολύ και από τη μεταγραφή, που είναι μια λογική επαγγελματική επιλογή και του παίκτη και του ΠΑΟ.
Λόγια μεγάλα και εύκολα
Ματαίως προσπαθώ να πείσω χρόνια τώρα όποιον με διαβάζει, ειδικά τους πιο μικρούς που καίει και το αίμα τους, να μην δίνουν καμία βάση σε όρκους και δηλώσεις αθλητών που γίνονται για να χαϊδέψουν αυτιά. Καλώς η κακώς στην Ελλάδα έχουμε φτάσει οι δηλώσεις να είναι για διάφορους αθλητές μέρος της δουλειάς τους – δεν αναφέρομαι στις συμβατικές υποχρεώσεις που έχουν μετά τα ματς ή στις υποχρεωτικές συνεντεύξεις: μιλάω για τις γνωστές «καταθέσεις ψυχής», που γίνονται συνήθως μετά από μεγάλες ήττες ή μετά από μεγάλες νίκες και που σκοπό έχουν να κολακέψουν ή να παρηγορήσουν ένα συγκεκριμένο οπαδικό ακροατήριο. Ομολογώ ότι τα κλισέ των αθλητών μετά τα ματς με ενοχλούν πολύ λιγότερο από τις καταγγελίες για τη διαιτησία και τα λόγια συμπόνιας. Όταν τα ακούω αυτά τα μεγάλα λόγια, καχύποπτα σκέφτομαι συνήθως ότι είναι επικοινωνιακά κολπάκια με στόχευση – ωραία πλασαρισμένα, ώστε να κάνουν τον αθλητή πολύ αγαπητό σε ένα συγκεκριμένο κοινό.
Οι αθλητές που προσπαθούν να μειώσουν την επιτυχία του αντιπάλου μιλώντας για διαιτητές και άλλες φαιδρότητες, ή που προσπαθούν να κερδίσουν την προσοχή και την εκτίμηση του οπαδού με δηλώσεις πίστης, στην καλύτερη των περιπτώσεων κουβαλάνε τόνους προσωπικής ανασφάλειας και προσπαθούν να χτίσουν μια σχέση εμπιστοσύνης με τον οπαδό λέγοντας του αυτό που θέλει ν ακούει. Εκτός από μεθοδευμένο είναι και εύκολο.
Τα μεγάλα λόγια αρέσουν
Δεν μιλάω για τον Μπουρούση – μιλάω γενικά. Ο Μπουρούσης, ίσως να ήταν ειλικρινής όταν δήλωνε ότι δεν θα πάει ποτέ στον ΠΑΟ: θυμίζω ότι το κανε σε συνέντευξη στο Βήμα (κι όχι μετά από ένα ματς με 300 χιλιάδες σφυγμούς, όταν μια υπερβολή παραπάνω επιτρέπεται). Ισως στο μεταξύ να θύμωσε με τον Ολυμπιακό γιατί το συμβόλαιο του δεν ανανεώθηκε, ίσως απλά να ήθελε να πικάρει τους ιδιοκτήτες του, τους οποίους δεν είχε και σε εκτίμηση, ίσως να τον πείραξαν οι πολλές αποδοκιμασίες στο ΣΕΦ, όταν ως αντίπαλος επέστρεψε. Ισως, όταν είπε ότι δεν θα πάει ποτέ στον ΠΑΟ απλά να βιάστηκε, η ίσως σήμερα να είδε το φως το αληθινό: οι δηλώσεις του και οι αλλαγές της γνώμης του είναι δικαίωμά του. Το ζήτημα είναι ότι δεν χρειάζεται να παίρνουμε ποτέ στα σοβαρά δηλώσεις τόσο κάθετες και κυρίως θεωρώ ότι είναι εντελώς άστοχο να καθορίζουμε τη στάση μας απέναντι σε ένα αθλητή (προπονητή, πρόεδρο κτλ) με βάση τις δηλώσεις του. Το σημειώνω γιατί αυτά τα χρόνια το βλέπω να γίνεται όλο και πιο πολύ: περισσότερο από την προσφορά μετρά η δήλωση, περισσότερο από την αλήθεια μετρά η επικοινωνία, περισσότερο από το τι κάνει ο αθλητής μετρά ο ντόρος που τον συνοδεύει. Ολο αυτό είναι λάθος, αλλά και πολύ άδικο - ειδικά για όλους εκείνους που από σεμνότητα δεν επενδύουν στον επικοινωνιακό θόρυβο που μπορεί να προκαλέσουν. Αν συμβαίνει – και δυστυχώς συμβαίνει και συχνά πλέον - είναι γιατί ο οπαδός αυτά τά θέλει και ο αθλητής (ο προπονητής, ο παράγοντας, ο δημοσιογράφος κτλ) τα θέλω αυτά τα υπηρετεί και τρέχει να του πει κούφια μεγάλα λόγια. Τα οποία μάλιστα, όλοι αυτοί που τα λένε, τα λένε συνήθως και ως συμβατική υποχρέωση. Είναι δηλαδή και πληρωμένα – ενίοτε και ακριβοπληρωμένα.
Κάποτε ο Αναστό
Η επιλογή του ΠΑΟ από τον Μπουρούση θα δώσει στο πρωτάθλημα νέο ενδιαφέρον – μετά το αντίο του Διαμαντίδη ο ΠΑΟ όφειλε να γυρίσει σελίδα: το κάνει διαλέγοντας παίκτες καλούς – ο Μπουρούσης είναι τέτοιος. Το ΣΕΦ θα τον αντιμετωπίσει εχθρικά – πάντα έτσι τον αντιμετώπιζε τελευταία. Το τι έχει πει κατά καιρούς ας γίνει μάθημα σε όσους χαίρονται από παθιασμένες καταγγελίες και όρκους αγάπης – οι όρκοι αγάπης δεν χρειάζεται να γίνονται δημόσια για να έχουν αξία, ίσα ίσα. Η αγάπη πρέπει να δείχνεται με πράξεις – είναι μια υπόθεση καρδιάς, δεν χρειάζεται τελάληδες.
Το 1987 ο Γιώργος Βαρδινογιάννης φώναξε το Νίκο Αναστόπουλο και του έδωσε ένα συμβόλαιο από αυτά που άρεσαν στον Γαλάκο, στο Σαργκάνη, στον Αποστολάκη κτλ. Ο Αναστό, με αφοπλιστική απλότητα, του είπε «πρόεδρε σε ευχαριστώ, αλλά στη ζωή υπάρχουν οι από εδώ και οι από εκεί κι εγώ διάλεξα να είμαι με τους αποδώ». Δεν το δημοσιοποίησε, δεν το είπε σε κανένα, μόνο το έκανε. Και για αυτό ο κόσμος του Ολυμπιακού τον αγαπάει. Για πράξεις, όχι για δηλώσεις. Δηλώσεις μπορείς πάντα να κάνεις, αλλά οι πράξεις και μόνο μετράνε. Ας μάθουμε αυτές να αγαπάμε. Ας μάθουμε να αισθανόμαστε πιο πολύ και ν ακούμε λιγότερο…