Θα ρθει στον Ολυμπιακός ως προπονητής ο Ρίνο Γκατούζο; Ειλικρινά δεν το ξέρω. Ξέρω ότι υπήρξε μια συζήτηση του Ολυμπιακού μαζί του, προ λίγων ημερών, κι ότι υπάρχουν ανάμεσα στον Ιταλό προπονητή και τον πρόεδρο του Ολυμπιακού αρκετοί κοινοί φίλοι που σε αυτές τις περιπτώσεις συνοικεσίων είναι πάντα σημαντικοί. Αλλά δεν ξέρω κάτι παραπάνω κι απλά θεωρώ την είδηση διδακτική. Και γιατί βοηθά να καταλάβει κανείς τι προπονητή φαίνεται να ψάχνει ο Ολυμπιακός, αλλά και τι προπονητή περιμένει μερίδα των οπαδών του. Αναφέρομαι στους πολλούς που κατέθεσαν αμέσως την δυσπιστία τους για τον Γκατούζο και την πιθανότητα να κάνει εδώ μια κάποια καλή δουλειά. Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Το μικρότερο δυνατό ρίσκο
Εχει μεγάλες διαφορές μια πιθανή επιλογή του Γκατούζο από αυτές του Κορμπεράν και του Μίτσελ που προηγήθηκαν; Εχει και δεν έχει. Αν σταθούμε στο ποδόσφαιρο που αγαπάνε αυτοί οι τρεις και θα ήθελαν να παίζουν οι ομάδες τους, θα βρούμε ελάχιστα κοινά. Ο Κορμπεράν ήθελε πίεση στην μπάλα, μια οργανωμένη άμυνα και άμεσο ποδόσφαιρο – αν δει κάποιος τις ομάδες που έφτιαξε στην Αγγλία όλες έτσι παίζουν και το κάνουν και καλά. Στη Γουέστ Μπρόγμουιτς που πήγε, αφότου έφυγε από τον Ολυμπιακό, τα πηγαίνει αρκετά καλά κι έχει φτάσει να κυνηγάει μια άνοδο που έμοιαζε κάτι απίθανο πριν λίγους μήνες. Ο Μίτσελ από την άλλη πιστεύει σε ένα ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας που παίζεται από επαγγελματίες με προσωπικότητα κι όχι από πιστά στρατιωτάκια – πιστεύει ότι η προετοιμασία μετρά πιο πολύ από την στρατηγική και η αφοσίωση στο σκοπό πιο πολύ από την τήρηση οδηγιών κτλ. Ο Γκατούζο είναι κάτι ανάμεσα στους δυο, πλην όμως η όποια ομοιότητα των περιπτώσεων αφορά το κριτήριο επιλογής τους από τον Ολυμπιακό: και οι τρεις είναι προπονητές που για τον Μαρινάκη και τους συνεργάτες του έμοιαζαν επιλογές μικρού ρίσκου. Τον Κορμπεράν τον γνώριζαν καλά από τη δουλειά του στην Τσάμπιονσιπ και τον είχαν εκτιμήσει ως αντίπαλό της Φόρεστ, όταν δούλευε στην Χάντερσφιλντ. Ο Μίτσελ είχε ξαναπεράσει από τον Ολυμπιακό και πίστευαν πως δεν θα έχει δυσκολίες προσαρμογής: εκτιμούσαν (και σωστά) ότι δεν θα είχε και αναστολές στο να καταλήξει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Το ό,τι οι δύο δεν έβγαλαν την σεζόν δείχνει πως επιλογές μικρού ρίσκου δεν υπάρχουν – κάθε προπονητής είναι ένα στοίχημα και μπορεί να έχουν προβλήματα που δεν περιμένεις. Ετσι κι ο Κορμπεράν και ο Μίτσελ πχ αποδείχτηκε ότι είχαν κυρίως προβλήματα χαρακτήρα. Ο Κορμπεράν δεν απαίτησε το παραμικρό, νομίζοντας πως έτσι θα κερδίσει πόντους. Ο Μίτσελ, από την άλλη, πίστευε πως αρκεί το όνομά του και η άνεσή του για να λειτουργεί υπεράνω κριτικής. Και οι δυο δεν άντεξαν να κάνουν πρωταθλητισμό έχοντας ένα Ολυμπιακό που δεν μπορείς να πεις ότι ήταν ακριβώς δικός τους: ο Κορμπεράν, εξαιτίας της ανασφάλειας, επέτρεψε να δημιουργηθεί ο Ολυμπιακός των 45 παικτών, ο Μίτσελ κάπου νόμιζε πως από τη στιγμή που κατέληξε σε ένα σχήμα και κάποιους συγκεκριμένους παίκτες, (όχι πιο πολλούς από 15-16), η δουλειά του τελείωσε κι όλα πλέον ήταν θέμα παικτών. Από όλα αυτά καταλαβαίνεις ποια είναι η προσδοκία που οδήγησε στις συζητήσεις με τον Γκατούζο. Ελπίζουν πως ο Ιταλός έχει την προσωπικότητα, τις παραστάσεις, το τουπέ και το όνομα για να χρεωθεί αποφάσεις (πράγματα που δεν είχε ο εργατικός Κορμπεράν) και ότι είναι πιο μοντέρνος, πιο παρεμβατικός, πιο προπονητής από τον Μίτσελ. Αυτή τη φορά το μικρό ρίσκο το εγγυούνται όσοι τον Γκατούζο τον γνωρίζουν από το πέρασμα του από την Ελλάδα, αλλά και ως ποδοσφαιριστή κυρίως.
Αυτό που εγώ κατάλαβα από την ιστορία της διαρροής του ονόματος του Ιταλού είναι σε ποια κριτήρια ο Ολυμπιακός θα βασίσει την επιλογή του. Και αν δεν είναι προπονητής ο Ιταλός, θα είναι κάποιος ανάλογος: κάποιος που θα καταλάβει την ανάγκη για γρήγορα αποτελέσματα, θα ξέρει την ελληνική πραγματικότητα, δεν θα ζητήσει πολυετές συμβόλαιο και έχει την δυνατότητα να κάνει και λίγες υποδείξεις για παίκτες χάρη στη γνώση κάποιων αγορών που μπορείς να βρεις παίκτες σε λογικές τιμές. Καλώς ή κακώς στην Ελλάδα επικρατεί η αντίληψη πως ό,τι έχει κάνει ένας προπονητής αλλού, είναι δύσκολο να το κάνει εδώ, διότι εδώ είναι διαφορετικές οι συνθήκες, οπότε το τι ποδόσφαιρο έπαιζαν οι ομάδες του πχ μικρή σημασία έχει.
Στον Ολυμπιακό ένας προπονητής πρέπει να κερδίζει συνέχεια και να ξέρει πως αυτομάτως θα φταίει ο ίδιος, αν η ομάδα δεν κερδίζει. Δεν ξέρω πουθενά στον κόσμο να υπάρχει προπονητής που να έχει προπονήσει τέτοια ομάδα ώστε να πάει ο Μαρινάκης να τον πάρει. Εδώ η «πίστωση χρόνου» ή το «χτίσιμο» είναι πολυτέλειες. Ο Κορμπεράν έφυγε μετά την πρώτη του ήττα στο πρωτάθλημα, με τον Μίτσελ έγινε χαμός για μια ισοπαλία εντός έδρας. Κι ο Μαρτινς έφυγε με τρία πρωταθλήματα, δυο συμμετοχές σε ομίλους Τσάμπιονς λιγκ και τέσσερις συμμετοχές του Ολυμπιακού σε ευρωπαϊκά ματς που γίνονται Φεβρουάριο. Ενας αποκλεισμός από τα προκριματικά του Τσάμπιονς λιγκ (ούτε καν από την Ευρώπη…) τα έσβησε όλα.
Το κάτι άλλο
Το δεύτερο που έκανε κατανοητό αυτή η ιστορία είναι ότι υπάρχει μια μερίδα οπαδών του Ολυμπιακού που στη θέση του προπονητή περιμένει κάτι άλλο – ένα μεγάλο όνομα πχ. Σε πολλούς ο Γκατούζο δεν μοιάζει επιλογή από το «πάνω ράφι». Πρέπει να πω ότι κι εγώ θα ήθελα ένα προπονητή που να κοστίζει εκατομμύρια, να έχει στο βιογραφικό του ευρωπαϊκούς θριάμβους και να έχω στηθεί πολλές φορές στην τηλεόραση για να δω τα παιγνίδια των ομάδων του. Μόνο που το να συμβαίνουν όλα αυτά και να είναι ο προπονητής άνεργος και να θέλει να ρθει και στην Ελλάδα είναι σπάνιο. Το να θέλει δε να ρθει σε μια ομάδα που άλλαξε τρεις προπονητές σε ένα χρόνο και πορεύεται με τον τέταρτο μου μοιάζει αδύνατο. Δεν βλέπω άλλωστε και κανένα τέτοιο προπονητή στο ελληνικό πρωτάθλημα. Ο ΠΑΟ έχει τον καλό Γιοβάνοβιτς με καριέρα στην Κύπρο. Η ΑΕΚ τον Ματίας Αλμέιδα που έψαχνε μια ευκαιρία να δουλέψει στην Ευρώπη. Ο ΠΑΟΚ έχει τον Λουτσέσκου που τον απέκτησε από την Ξάνθη. Ο Αρης δεν έχει προπονητή αλλά τον Τόλη Τερζή που δουλειά του είναι το «υπηρεσιακός»: πήρε τον Μπούργος και τον Πάρντιου και στο «Βικελίδης» νοσταλγούν τον Ακη Μάντζιο. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλοι οι ξένοι προπονητές που ήρθαν στον Ολυμπιακό τα χρόνια του Μαρινάκη εδώ έφτιαξαν την καριέρα τους. Η δεν έκαναν τίποτα – διότι έχει συμβεί και αυτό.
Πόσοι γνώριζαν το είδος της δουλειάς του Σίλβα, του Μαρτίνς, του Μίτσελ, του Μπέντο; Ηταν νομίζετε αυτοί οι προπονητές που εδώ πέτυχαν, αρκετά διαφορετικοί από τον Γκαρσία, τον Βίκτορ, τον Κορμπεράν, τον Ζαρντίμ που δεν τα κατάφεραν; Δεν το νομίζω. Απλά έτυχαν σε περιόδους που ο Ολυμπιακός λειτουργούσε καλύτερα. Είχε για παράδειγμα περισσότερους στόχους και λιγότερες ψυχώσεις. Είχε καλύτερη εσωτερική οργάνωση και λιγότερη ένταση. Διαμόρφωσε ένα περιβάλλον που έδωσε τη δυνατότητα στους προπονητές να δουλέψουν και εισέπραξε τα αποτελέσματα της καλής τους δουλειάς.
Δύσκολη δουλειά
Καταλαβαίνω τον κόσμο που λέει ότι ο Ολυμπιακός είναι σε μια φάση που χρειάζεται ένα προπονητή για να τον φτιάξει κι όχι στους καιρούς που είχε την πολυτέλεια να φτιάξει ο ίδιος προπονητές: δεν διαφωνώ. Πλην, όμως, κανείς προπονητής δεν θα καταφέρει να προσφέρει αν βρεθεί να δουλεύει στις εφετινές συνθήκες, δηλαδή σε μια ομάδα με 45 παίκτες, με πίεση για κατάκτηση πρωταθλήματος εδώ και τώρα και με την ΕΠΟ να την κυνηγάει κιόλας! Για αυτό θα έλεγα σε όσους μουρμουράγανε πασχαλιάτικα να ελπίζουν πως θα αλλάξουν οι συνθήκες: το θέμα δεν είναι ούτε να μην έρθει ο Γκατούζο (διότι κάλλιστα μπορεί να ρθει κάποιος με λιγότερες εμπειρίες πχ),ούτε να βρεθεί κάποιος με μαγικό ραβδάκι (διότι κάτι τέτοιο δεν υπάρχει). Η ελπίδα είναι να αλλάξουν οι συνθήκες. Και το λέω γιατί είμαι από αυτούς που πιστεύουν πως στις ίδιες συνθήκες προκύπτει πάντα το ίδιο αποτέλεσμα.
Αν ποτέ ανακοινωθεί ο Γκατούζο θα σας γράψω τη γνώμη μου για αυτόν, για το ποδόσφαιρο στο οποίο πιστεύει, για τις επιρροές του, για τις ιστορίες του. Αλλά πιστέψτε με: δεν υπάρχει λόγος ούτε αποθέωσης μια πιθανής επιλογής του, ούτε μουρμούρας για την εξέλιξη. Υπάρχει μπροστά ένα ματς με την ΑΕΚ που στον Ολυμπιακό πιστεύουν πως είναι τελικός. Και υπάρχουν και παίκτες που πιστεύω πως σε αυτά τα τελευταία ματς των play off θα δώσουν εξετάσεις παραμονής. Αλλιώς το καλοκαίρι θα ισχύει το «πάμε από την αρχή». Που με ή χωρίς τον Γκατούζο είναι δύσκολη δουλειά.