Η αμηχανία με την οποία το σύνολο σχεδόν του ελληνικού Τύπου (έντυπου και ηλεκτρονικού) αποχαιρέτησε χθες τον Κώστα Γκουσγκούνη που έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών θα μου μείνει αξέχαστη όσο και ο ίδιος. Ο Γκουσγκούνης ήταν πολύ γνωστός και κατά συνέπεια ο θάνατός του δεν ήταν δυνατόν να μην γίνει θέμα δημοσιογραφικό, αλλά από την άλλη μου φάνηκε πως οι πιο πολλοί που έγραψαν κάτι για αυτόν περιορίστηκαν στο να περιγράψουν το πώς οι ίδιοι γνώρισαν τις ταινίες του – στην καλύτερη των περιπτώσεων πρόσθεσαν κάποιες γενικότητες για το βιογραφικό του ή τόνισαν κάποια πολύ δευτερεύοντα πράγματα που σαφώς και δεν τον χαρακτήριζαν. Παντού πχ γράφτηκε ότι εκτός από ήρωας ταινιών πορνό, είχε σποραδικές και μικρές εμφανίσεις σε ταινίες της Finos Film όπως οι «Γαμπροί της Ευτυχίας», ότι έπαιξε στο τηλεοπτικό «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» ή ότι ήταν φωτογράφος, έχοντας μάλιστα μάθει την τέχνη στη Λάρισα από τον πατέρα του. Αυτές οι επισημάνσεις ένιωσα ότι έγιναν για να αποκτήσουν οι επικήδειοι ένα ενημερωτικό χαρακτήρα σαν αυτοί που τους έγραψαν να ήθελαν να μας πουν «κοιτάξτε τον παρεξηγήσατε τον άνθρωπο»: πιστεύω πως ο Γκουσγκούνης θα γελούσε αν αυτά τα διάβαζε.
Σε κάποια πιο ψαγμένα αφιερώματα υπήρξε και μια παράθεση από τις θρυλικές ατάκες του στις ταινίες του – οι οποίες για κάποιον που δεν τον ξέρει ή δεν έχει δει τις ταινίες του πρέπει να είναι περίπου ακατανόητες. Ομολογώ ότι μια κάποια αμηχανία την αισθάνομαι κι εγώ γράφοντας αυτές τις γραμμές. Αλλά μην ανησυχείτε: ούτε στις υποκριτικές του ικανότητες θέλω να αναφερθώ, ούτε στα παιδικά του χρόνια στη Λάρισα. Απλά θα προσπαθήσω τώρα που τον αποχαιρετήσαμε να πω δυο λόγια για το πώς έγινε σύμβολο – μεγαλύτερο σίγουρα σε δημοφιλία από τις ίδιες τις ταινίες του.
Τη δεκαετία του ‘70
Για να καταλάβει κανείς το φαινόμενο Γκουσγκούνη πρέπει να πάει πίσω στην δεκαετία του 70 και στην αρχή του ελληνικού πορνογραφικού σινεμά. Εχει έρθει η τηλεόραση και ο κινηματογράφος αρχίζει να χάνει εισιτήρια. Η ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία δεν είναι το Χόλυγουντ, αλλά δεν είναι και λίγος ο κόσμος που ζει από αυτή. Η Χούντα, πιστεύοντας πως έχει εδραιωθεί και δεν κινδυνεύει πλέον από τίποτα, θέλοντας να στείλει και στην Δύση ένα μήνυμα ότι επιτρέπει ολοένα και περισσότερες ελευθερίες, μαλακώνει την λογοκρισία. Κάποιοι παραγωγοί του σινεμά το καταλαβαίνουν και καταλαβαίνουν επίσης και κάτι άλλο: ότι για να ζήσει ο ελληνικός κινηματογράφος πρέπει το σινεμά να αρχίσει να προσφέρει στο θεατή ό,τι δεν θα του προσφέρει ποτέ η νεοσύστατη τηλεόραση. Ακολουθεί ταχύτατα η παραγωγή των πρώτων αισθησιακών ταινιών – το soft πορνό εκπροσωπούν σκηνοθέτες όπως ο Ερρίκος Ανδρέου και ο Ομηρος Ευστρατιάδης, αλλά αυτό που κεντρίζει το ενδιαφέρον περισσότερο είναι το ελληνικό hardcore κυρίως γιατί εκτιμάται πως για να παίξεις στις ταινίες αυτές και να μοιραστείς με το κοινό επιδόσεις, θέλει κότσια.
Ο Γκουσγκούνης που κάνει την θεαματική του εμφάνιση στο «Sex 13 Mποφόρ» το 1971 και λόγω της εμφάνισης του (φαλακρός, αδύνατος αλλά μυώδης, μάλλον ψηλός και κάπως μαυριδερός) γίνεται ο πρώτος ήρωας – έτσι όπως ελάχιστο καιρό αργότερα η Τίνα Σπάθη γίνεται η πρώτη ηρωϊδα. Οι Ελληνες παραγωγοί γνωρίζοντας πως σύντομα θα υπάρχει ανταγωνισμός από το εξωτερικό (και πως οι ξένες ταινίες θα είναι πιο εντυπωσιακές) δημιουργούν ένα είδος ταινιών, στο οποίο το πορνό συναντά πολλά άλλα: λίγο την κωμωδία και λίγο το αισθηματικό δράμα. Η λογοκρισία ντριπλάρεται καθώς τα σενάρια δεν είναι απολύτως ακριβή ως προς τις λεπτομέρειες, η Χούντα επιτρέπει τις προβολές στο περίφημο κύκλωμα κινηματογράφων β’ προβολής, το κοινό είναι εντελώς αντρικό (συνήθως φαντάροι, εργένηδες, θαρραλέοι πιτσιρικάδες κτλ), οι ταινίες αρχίζουν να βρίσκουν διανομή και στο εξωτερικό, και σιγά σιγά προκύπτουν μύθοι. Ενας λέει ότι γυρίζονται hard core σκηνές με Eλληνίδες πρωταγωνίστριες που προορίζονται αποκλειστικά για τις κόπιες που φεύγουν στο εξωτερικό. Ένας άλλος ότι παίζουν σε τέτοιες ταινίες και Ελληνες πρωταγωνιστές της εποχής ζητώντας να μην αναφέρεται το όνομά τους στους τίτλους. Ο Γκουσγκούνης που δεν έχει καμία απολύτως ενοχική σχέση με το σουξέ του γίνεται ένα είδος είδωλού και για το, ας πούμε, καλλιτεχνικό του θράσος. Εχει επίσης και το θάρρος του αυτοσαρκασμού πράγμα για την εποχή σπάνιο: η τελευταίο του ταινία, το «Ηταν Αξιος» του 1981, είναι, υπό αυτό το πρίσμα, εμβληματική. Διασκέδαζε και τον Αντρεα Παπανδρέου, που υπήρξε φίλος του.
Το ‘80 και το ‘90
Η καριέρα του Γκουσγκούνη θα είχε ολοκληρωθεί τότε και κανείς πιθανότατα σήμερα δεν θα τον θυμόταν. Το ότι άναβαν αναπτήρες στη διάρκεια των προβολών όταν εμφανιζόταν θα το είχαν ξεχάσει κι αυτοί που το έκαναν: δεν ήταν άλλωστε πολλοί – τα εισιτήρια που έκοβαν αυτές οι ταινίες δεν συγκρίνονταν επ ουδενί με αυτά που έκανε η Βουγιουκλάκη πχ στο Υπολοχαγός Νατάσσα παρά την πρώτη κρίση της αίθουσας. Αλλά τη δεκαετία του ’80 μπήκε στη ζωή μας κάτι που επανάφερε τον Γκουσγκούνη στην επικαιρότητα των συζητήσεων: η βιντεοκασέτα.
Το σχεδόν νεκρό ελληνικό πορνό, που προσπαθούσαν να κρατήσουν ζωντανό σκηνοθέτες μαχητές της ζωής όπως ο μεγάλος Μπέρτο πχ, αναστήθηκε και οι ταινίες του Γκουσγκούνη άρχισαν να μπαίνουν σε κάθε σπίτι. Τη δεκαετία του 90, όταν είχαμε απαλλαγεί από τηνν καταπίεση ηθικολογικών συζητήσεων και απλά το γυρίσαμε στο χαβαλέ, ο Γκουσγκούνης άρχισε να γίνεται ήρωας life style περιοδικών: ένα τεύχος του Νίτρο με ιστορίες για την ελληνική τσόντα και φωτογραφίες διάφορων γνωστών ηθοποιών που δεν ήθελαν να γίνει γνωστό το παρελθόν τους, πρώτα απαγορεύτηκε με εντολή εισαγγελέα και μετά έγινε ανάρπαστο.
Ο Γκουσγκούνης, ως ένα είδος παρεξηγημένου λαϊκού ποπ σταρ, που έχει να αφηγηθεί ιστορίες γαργαλιστικές για μια εποχή που είχε πεθάνει και για αυτό προκαλούσε νοσταλγία, βρέθηκε ξανά στην επικαιρότητα των συζητήσεων των πιτσιρικάδων αποκτώντας τη λάμψη μιας παράξενης καλτιάς. Στην Ελλάδα τίποτα δεν υπήρξε ποτέ cult – ήταν ώρα το κενό αυτό να γεμίσει. Όταν κάποια χρόνια αργότερα ο μακαρίτης Νίκος Τριανταφυλλίδης στο Γκαγκάριν έκανε τα νυχτερινά αφιερώματα στον Γκουσγκούνη και στους ήρωες της εποχής του, γινόταν το αδιαχώρητο: όποιος πήγαινε είχε δει τα πάντα και το έκανε για να γελάσει. Στις βραδιές αυτές ο Γκουσγκούνης έκανε αληθινές εμφανίσεις ποπ σταρ ευλογώντας το πλήθος, προφέροντας τις διάσημες ατάκες του, ξεσηκώνοντας ενθουσιασμό άμα τη εμφανίσει. Ο Τριανταφυλλίδης του έδωσε ρόλους και σε δυο ταινίες του (ο καλύτερος ήταν στο «Μαύρο Γάλα») αλλά η παρουσία του δεν τις βοήθησε στο να κόψουν εισιτήρια. Ενα ρόλο του έδωσε και ο Σειρινάκης. Η ταινία επίσης δεν έγινε σουξέ. Ο κόσμος ήθελε τον Γκουσγκούνη του 1970 – οτιδήποτε δεν αφορούσε αυτόν του ήταν μάλλον αδιάφορο.
Το Σινεμά Γυμνό
Αυτό υπήρξε σε γενικές γραμμές ο Γκουσγκούνης: ένα σύμβολο της δεκαετίας του ‘70 μιας εποχής που στο μυαλό μας έμοιαζε αθώα και την οποία προσπαθήσαμε δια μέσου του ίδιου και της παρουσίας του (σε περιοδικά, εκπομπές, αφιερώματα κτλ) να την ξαναθυμηθούμε τρεις δεκαετίες αργότερα. Στα μέτρα του σήμερα ο Γκουσγκούνης θα ήταν το σύμβολο ενός καταδικαστέου σεξισμού αλλά ο Γκουσγκούνης με το σήμερα δεν έχει καμία σχέση: ήταν πάντα ο ήρωας των λίγων που τη δεκαετία του ‘70 ανακάλυπταν χάρη στην παρουσία του ένα είδος life style που είχε να κάνει με την αρρενωπότητα – ο Γκουσγκούνης δεν ήταν το απόλυτο αρσενικό, αλλά ήταν αρσενικό κι αυτό αρκούσε για να τον δεις στις δόξες του, αν όχι σαν ήρωα, αλλά τουλάχιστον σαν ωραίο και ακομπλεξάριστο τύπο. Ηρωας έγινε πολύ αργότερα: ένας ήρωας κομμάτι cult, υποχρεωμένος να διαφημίζει πολλά με τα οποία κι ο ίδιος γελούσε.
Ας μην κρίνουμε τους ανθρώπους μιας άλλης εποχής με τα μέτρα του σήμερα: είναι άδικο και για τους ανθρώπους και για την εποχή τους. Για να τον καταλάβετε ως σύμβολο σας προτείνω να δείτε στο OnDemand της CosmOTE TV το εξαιρετικό αφιέρωμα του Βάσω Γεωργα και του Δημήτρη Κολιοδήμου στην ιστορία του γυμνού στο ελληνικό σινεμά, λέγεται «το Σινεμά Γυμνό» και αποτελείται από 12 υπέροχα επεισόδια – ο Γκουσγκούνης εμφανίζεται και μιλά σε τουλάχιστον τέσσερα. Θα το χαρείτε πιο πολύ από τις ταινίες του, σας το εγγυώμαι…