Παρασυρμένος από διάφορα είχα ξεχάσει να δημοσιεύσω εδώ, όπως κάνω κάθε χρόνο τη λίστα με τις δέκα καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Το κάνω με μια μικρή καθυστέρηση και αφού δηλώσω πως λείπουν από αυτή δυο που μου άρεσαν πολύ: τον υπέροχο δανέζικο «Ενοχο» τον είδα το 2019, αλλά είναι ταινία του 2018. Και στο καταπληκτικό «Yesterday» το εύρημα είναι ανώτερο της ιστορίας. Σας λέω όλες τις άλλες που ως θεατής απόλαυσα. Ομολογώ πάντως ότι ένα top 10 με τις χειρότερες θα ήταν μάλλον ευκολότερο.
10) «Οι σκιές του Μπρούκλιν» του Εντουαρντ Νόρτον. Δεν έκανε παγκοσμίως τα εισιτήρια που περίμεναν όσοι γνώριζαν το μυθιστόρημα του Τζόναθαν Λέθεμ στο οποίο βασίστηκε και ένας λόγος πιστεύω ότι ήταν ο Τζόκερ! Εδώ ο ήρωας, ο υπομονετικός και επίμονος ντεντέκτιβ Λάιονελ Έσρογκ, μολονότι είναι ορφανός και πάσχει από το σύνδρομο Τουρέτ, μια κληρονομική νευροψυχιατρική διαταραχή, δεν είναι ούτε απόβλητος από την κοινωνία, ούτε ξεχασμένος από το Θεό και τους ανθρώπους: στην εποχή μας είναι προτιμότερο να μισείς και να σου φταίνε οι άλλοι. Ο Έντουαρντ Νόρτον πάντως δίνει ένα ρεσιτάλ, σκηνοθετεί με προσοχή, παίρνει καλές ερμηνείες από τους συμπρωταγωνιστές του κι αν το πράγμα κάπου πάσχει είναι στο ότι απουσιάζει η κορύφωση.
9) «End game» των αδερφών Ρουσό. Ηταν και δικαιολογημένα η πιο αναμενόμενη ταινία της χρονιάς και μας έδωσε ένα γλυκό τέλος(;) τουλάχιστον για την πρώτη περίοδο των Avengers. Δεν κατάφερε να ξεπεράσει το αξεπέραστο Infinity War, αρχίζει με μια μαγική σκηνή και κλείνει με μια μάλλον κατώτερη του αναμενόμενου (γεμάτη πάντως νοσταλγική διάθεση), μας κάνει να αναρωτιόμαστε που διάβολο βρίσκονται οι πραγματικοί άνθρωποι ενώ ο Thanos και οι σουπερήρωες μετατρέπουν τη γη σε πεδίο μάχης, αλλά σε γενικές γραμμές ανταποκρίνεται στις προσδοκίες. Ας μην ξεχνάμε πως για το Χόλυγουντ πάντα οι επίλογοι είναι πρόβλημα.
8) «Κάποτε στο Χόλυγουντ» του Κουεντίν Ταραντίνο. Ο Μπραντ Πιτ αξίζει ένα Οσκαρ δεύτερου ρόλου κι αυτό από μόνο του αρκεί για να τη βάλεις στις καλύτερες της χρονιάς. Υπάρχουν όμως κι άλλα. Η ανασύσταση της εποχής, ο καλός εσωτερικός της ρυθμός, οι ωραίες αυθαιρεσίες του Ταραντίνο αποζημιώνουν τους φίλους του σκηνοθέτη που για αυτούς και μόνο πλέον δουλεύει. Δεν είναι η καλύτερη ταινία του, πλατιάζει και χάνει το στόχο της, υστερεί κομμάτι σε ένταση. Αλλά είναι μια Ταραντινιά, δηλαδή μια ακόμα εμπειρία. Και να μην την αγαπήσεις, ως οne night stand με μια παλιά σου σχέση, αξίζει τον κόπο.
7) «Ιστορία ενός γάμου» του Νόα Μπάουμπακ. Το διαζύγιο, ως τέλος της ιστορίας ενός γάμου, είναι κάτι ολοένα και περισσότερο συνηθισμένο. Ο Μπάουμπακ χρησιμοποιεί ένα επίλογο για να στήσει ένα κυρίως θέμα – το κάνει με μαστοριά μεγάλη και σπάνια. Για να το πετύχει τσαλακώνει τη Σκάρλετ Γιόχανσον και απογειώνει τον Ανταμ Ντράιβερ κάνοντας τον φταίχτη και θύμα συγχρόνως. Η ταινία είναι ίσως η μοναδική της χρονιάς με ήρωες κανονικούς ανθρώπους: στοιχειωμένους από αδυναμίες, μπερδεμένους, ανίκανους να διαχειριστούν το φινάλε του έρωτά τους – η ιστορία τους έχει μια παράξενη οικουμενικότητα καθώς μας θυμίζει ότι σε ότι έχει να κάνει με την ψυχοσύνθεσή έτσι είναι όλοι οι άνθρωποι του καιρού μας συνήθως. Η «Ιστορία ενός γάμου» είναι κάτι αληθινά σπάνιο: μια ιστορία ανθρώπων προορισμένη για ανθρώπους.
6) «Λε Μαν 1966», του Τζέιμς Μάνγκολντ. Η στιγμή που οι παραγωγοί (;) θυμήθηκαν την ιστορία της απίστευτης κούρσας στο Λε Μαν το 1966 είναι ευλογημένη και η ταινία που προέκυψε απλά υπέροχη. Ο οραματιστής Αμερικανός σχεδιαστής αυτοκινήτων Κάρολ Σέλμπι και ο ξεροκέφαλος και μονομανής Βρετανός οδηγού Κεν Μάιλς θα μπορούσαν να είναι από μόνοι τους λόγος για να γυριστεί μια ταινία: η συνεργασία τους το 1966 έδωσε στη Ford τη δυνατότητα να αλλάξει την ιστορία των μηχανοκίνητων. Ο Βρετανός Τζέιμς Μάνγκολντ σκηνοθετεί το καταπληκτικό αυτό στόρι όχι σαν δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, αλλά σαν γουέστερν με τους δυο ήρωες να περιπλανούνται αντιμετωπίζοντας εχθρούς πριν τον τελικό θρίαμβο – που όμως έχει και κόστος. Μαγικός ο Κρίστιαν Μπέιλ, άψογος ο Ματ Ντέιμον: ενώ ακούς τα φρεναρίσματα σαν ήχους μελωδίας, παρακαλάς να μην τελειώσει.
5) «Ο Ιρλανδός», του Μάρτιν Σκορτσέζε. Θα μπορούσε να είναι και το αντίο στο σινεμά, όχι μόνο του Σκορτσέζε, αλλά και του Ντε Νίρο και του Πατσίνο, που παίζουν τους εαυτούς τους για να μας θυμίσουν πόσο σπουδαίοι υπήρξαν. Εν τέλει δεν είναι κάτι τέτοιο γιατί η διάθεση όλων να μας καταπλήξουν ξεπερνά την όποια σκέψη να μας αποχαιρετήσουν. Προκύπτει κάτι αληθινά παράξενο: αυτό το τεραστίων διαστάσεων χορταστικό κινηματογραφικό έπος μοιάζει στο τέλος και λίγο ανολοκλήρωτο (;) σαν να έχουν από το εσωτερικό του αφαιρεθεί σκηνές για να προστεθούν στο τέλος του άλλες, μήπως την ύστατη στιγμή εισβάλει μια κάποια συγκίνηση. Με χάλασε μόνο η προσπάθεια για λίγο μελό που κάνει το τελευταίο κομμάτι της ταινίας ασήκωτα βαρύ. Όλα τα άλλα όμως, με πρώτο και καλύτερο ένα εκπληκτικό Τζο Πέσι, τα καταχάρηκα.
4) «Τζόκερ» του Τοντ Φίλιπς. Μια διασημότητα από τον κόσμο της φρίκης, (δηλαδή ο ίδιος ο Τζόκερ), γίνεται ένα ωραίο παιγνίδι στα χέρια σεναριογράφων που ξέρουν ότι το κοινό «πεθαίνει» για κακούς που όμως δεν φταίνε. Η ιστορία σκηνοθετείται υποδειγματικά από τον Φίλιπς που ξέρει τους κανόνες του mainstream και ο Γιοκίμ Φοίνιξ βρίσκει την ευκαιρία για να παίξει και τον παλιάτσο και τον ψυχωτικό – δηλαδή για να κάνει μορφασμούς και για να σου ρίξει μπουνιές στο στομάχι ταυτόχρονα. Οσες αντιρρήσεις και να έχει κάποιος για μια προσπάθεια να αθωώσουμε ένα τέρας φορτώνοντας στην κακιά κοινωνία τις ψυχώσεις του, δεν μπορεί παρά να χειροκροτήσει τη δοσολογία του κοκτέιλ που έχει τα πάντα. Και «δάνεια» από το παρελθόν, και πρωτοτυπία και μια μεγάλη ερμηνεία και μελούρα και σασπένς και επανάσταση. Και εκατομμύρια εισιτήρια φυσικά.
3) «Το Πράσινο Βιβλίο», του Πίτερ Φαρέλι. Είχα βγει από το σινεμά και περίμενα να περάσει ένα αερόστατο να με πάρει: τόσο ανάλαφρος ένοιωσα. Ο Φαρέλι που κάποτε έκανε φαρσοκωμωδίες απέδειξε ότι όποιος έχει περάσει ωραία στα νιάτα του μπορεί ως ενήλικας να σου πει ωραίες ιστορίες. Το Πράσινο Βιβλίο, που κέρδισε το Οσκαρ χωρίς να σκίσει σε εισιτήρια γιατί οι άνθρωποι προτιμούν τα βάρη τους αντί κάτι που θα τους βοηθήσει να τα ξεχάσουν για λίγο, θύμισε σε όποιον το είδε ότι υπάρχει κι ένα σινεμά με ψυχοθεραπευτικές ιδιότητες. Τα ρεσιτάλ των ηθοποιών (όλων των ηθοποιών) μετέτρεψαν την συνηθισμένη ιστορία σε κάτι καταπραϋντικό.
2) «Η Ευνοούμενη», του Γιώργου Λάνθιμου. Ένα Οσκαρ για την καταπληκτική Ολίβια Κόλμαν δικαιολόγησε το θόρυβο για τις δέκα υποψηφιότητες της ταινίας και την βοήθησε να καταγραφεί ως μια μεγάλη ταινία, αλλά μεταξύ μας θα ήταν σπουδαία ακόμα και αν οι Αμερικάνοι δεν την έπαιρναν είδηση. Φεύγοντας από την Ελλάδα ο Λάνθιμος κατάφερε να ξεδιπλώσει τις δυο μεγαλύτερες αρετές ενός σκηνοθέτη: την ικανότητα της σύνθεσης ενός μικρού σύμπαντος εντός του οποίου η ιστορία του διαδραματίζεται και την ευκολία της αφήγησης που πρέπει πάντα να σε κρατά σε εγρήγορση. Το σενάριο των Τόνι ΜακΝαμάρα και Ντέμπορα Ντέιβις στα χέρια ενός άλλου θα ήταν λόγος για να δούμε (;) μια ακόμα αδιάφορη ακαδημαϊκή βαρετή ιστορία – στα χέρια του Λάνθιμου αντιθέτως απογειώθηκε. Οι τρεις γυναίκες του είναι στο τέλος η εξής μια: η μπερδεμένη γυναίκα της εποχής μας, με τα άγχη, τους φόβους και τη γοητεία της. Ένα πλάσμα αδύνατο να το καταλάβεις. Μια ευνοούμενη…
1) «Παράσιτα», του Μπονγκ Τζουν-χο. Οι περίπου 60 χιλιάδες άνθρωποι που απόλαυσαν στο σινεμά αυτό το μικρό κομψοτέχνημα θα το θυμούνται για καιρό. Τετραπέρατοι φτωχοδιάβολοι και καλοκάγαθοι πλούσιοι που δεν ξέρουν τι γίνεται στο ίδιο τους το πανάκριβο σπίτι πρωταγωνιστούν σε μια ταινία που είναι δύσκολο να την περιγράψεις σε όποιον δεν την έχει δει: αυτό από μόνο του είναι η δύναμη της ίδιας της Τέχνης του Σινεμά που δεν μπορεί να το περιγράφεις, αλλά πρέπει να το ζεις. Θυμάμαι ακόμα την έκπληξη και την αγωνία μου: και μόνο αυτή την ταινία να είχα δει μέσα στο 2019 θα ανανεωνόταν η αγάπη μου για το σινεμά. Τα «Παράσιτα» είναι μια αλληγορία για την ιστορία του κόσμου. Ερχεται να σου θυμίσει πόσο ελάχιστα τον ξέρεις και ας νομίζεις το αντίθετο…