Η πιο κακή συζήτηση που γίνεται στην Ελλάδα εξαιτίας της πανδημίας είναι αυτή που έχει να κάνει με την απερισκεψία των νέων, «που δεν προσέχουν, γιατί δεν φοβούνται». Ολο το καλοκαίρι οι νέοι περιγράφονται, λίγο πολύ, ως επιπόλαιοι, ως καλοπερασάκηδες, ως ανίκανοι να αναλάβουν μια κάποια ευθύνη. Η δε συμπεριφορά τους καυτηριάζεται και κατηγορείται ως προκαθορισμένη στάση ζωής: «η ανυπακοή τους οφείλεται», λένε όσοι τους κατηγορούν, «στο ότι πιστεύουν πως είναι άτρωτοι». Ισως όντως οι νέοι να μην κινδυνεύουν από τον ιό, όσο τουλάχιστον οι μεγάλοι και οι ευπαθείς ομάδες. Αλλά όποιος έχει όρεξη να τους κατηγορεί, ας σκεφτεί για λίγο ότι ίσως είναι αυτοί τα μεγάλα θύματα της πανδημίας. Κι ας μην περάσουν ούτε μια μέρα με πυρετό, πονοκέφαλο και γιατρούς πάνω από το κεφάλι τους.
Η αγάπη για τις υπερβολές
Στην Ελλάδα μας αρέσουν οι υπερβολές – συμβαίνει σε κάθε μικρό γεωγραφικά τόπο. Η τεράστια αγάπη για τους νέους είναι υπερβολική, όσο και οι κατηγορίες που κατά καιρούς τους απευθύνονται. Η αλήθεια είναι ότι η χώρα μας λατρεύει τη νεότητα και το καταλαβαίνεις από τον τρόπο που συχνά χρησιμοποιούμε τη λέξη «νέος»: συνήθως η νεότητα παρουσιάζεται (και αρκεί…) ως σπάνιο προσόν ενώ είναι μια βιολογική διαδικασία. Αποκαλούμε «νέο» ένα σαραντάρη, ένα πενηντάρη, ακόμα και ένα καλοστεκούμενο εξηντάρη, όχι γιατί θέλουμε να τον κολακέψουμε, αλλά γιατί για κάποιο περίεργο τρόπο αληθινά το πιστεύουμε πως είναι νέος, όπως πιστεύουμε πως είναι ταλέντο και ο 25χρονος ποδοσφαιριστής. Βλέπουμε με ενδιαφέρον όποιον αναλαμβάνει μια δημόσια θέση και τον αποκαλούμε «νέο», με χαρά και αισιοδοξία, ακόμα κι αν είναι εβδομήντα χρονών κι απλώς δεν είχε διοικήσει μέχρι τώρα. Στη φράση «το παλιό και το νέο», το νέο είναι στο μυαλό μας πάντα το καλό, ενώ μόνο σίγουρο δεν είναι κάτι τέτοιο.
Μια λάθος συζήτηση
Αυτή η υπερβολή στην παρουσίαση της νεότητας ως κάτι καταπληκτικό και θεόσταλτο οδηγεί πολλούς στην άλλη υπερβολή, δηλαδή στο ανάθεμα των νέων, που τη νεότητα τους την σκορπάνε ή δεν την αντιμετωπίζουν ως ευκαιρία μοναδική ή κρύβονται πίσω της για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε γράψει χρόνια πριν ότι «οι νέοι είναι κατάρα», τονίζοντας μερικά από τα χαρακτηριστικά της νεότητας, δηλαδή την απειρία, την έλλειψη μέτρου, την δυσκολία που έχει να κάνει με την ανάληψη μιας κάποιας ευθύνης. Με αυτή την παρατήρησή του πιθανότατα θα συμφωνούσαν όλοι όσοι φέτος το καλοκαίρι θεωρούσαν τους νέους κάτι σαν ιεραπόστολους της διάδοσης του ιού και αναθεμάτιζαν τη νιότη που γίνεται κακός σύμβουλός τους. Εγραψε πρόσφατα ένα ωραίο κομμάτι ο Τάκης Θεοδωρόπουλος στην Καθημερινή, τονίζοντας πως στην Ελλάδα σχεδόν απαγορεύεται να θυμίσεις σε νέα παιδιά ότι έχουν κι ευθύνες. Η παρατήρηση έχει βάση, ωστόσο γίνεται ένα λάθος σε αυτή την άβολη συζήτηση και αυτό θα πρεπε να διορθώσουμε: το λάθος είναι ότι αρκετοί φτάνουν να ζηλεύουν τους νέους γιατί ο ιός δεν είναι για αυτούς εξίσου επικίνδυνους θεωρώντας τους τυχερούς ενώ τύχη δεν υπάρχει. Αν δεν βρεθεί τρόπος αντιμετώπισης του Covid 19 οι νέοι θα είναι οι περισσότερο χαμένοι. Θα χουν μια ζωή μπροστά τους χωρίς να μπορούν να τη χαρούν: αυτό για μένα είναι το πιο εφιαλτικό σενάριο.
Η απέραντη καταστροφή
Ζωή δεν είναι ένα ανέμελο καλοκαίρι, ούτε φυσικά ένα πέρασμα από νησιά που οι μεγαλύτεροι φέτος απέφυγαν για να μην τους τύχει να ξυπνήσουν σε κάποιο τοπικό νοσοκομείο. Ζωή δεν είναι επίσης το να μπορείς να συνωστίζεσαι σε μπιτσόμπαρα ή να μπαίνεις σε ένα καράβι χωρίς να φοβάσαι. Ζωή δεν είναι το να πίνεις ένα ποτό σε μια πλατεία ή μια μπύρα στο παγκάκι – πράγμα που ο παππούς έτσι κι αλλιώς δεν έκανε. Όλα αυτά είναι απλά περιστατικά, υποσημειώσεις ασήμαντες. Οποιος αυτά τα ζηλεύει ή φτάνει σε σημείο να μοιράζει κατάρες σε όποιους τα χαίρονται, μάλλον δεν ξέρει να ζει – κι αυτό δεν έχει να κάνει με την ηλικία του. Ολες αυτές τις μικροχαρές άλλωστε ο ιός μπορεί να τις κάνει ακόμα πιο δύσκολες και το βλέπουμε. Αν έχουμε και του χρόνου χιλιάδες κρούσματα τα μπιτσόμπαρα θα μείνουν κλειστά, τα νησιά θα ερημώσουν, οι πλατείες θα αδειάσουν γιατί η πλήξη τους δεν θα αντέχεται και τα καράβια θα είναι άδεια γιατί όλα θα είναι χειρότερα. Αλλά αντίθετα από τους μεγάλους που ανησυχούν (και λογικά) να μην νοσήσουν, οι νέοι θα έχουν ένα επιπλέον πρόβλημα: θα κινδυνεύουν να δουν να καταστρέφεται όχι μια εβδομάδα διακοπών, αλλά η ζωή τους η ίδια. Διότι η ζημιά που μπορεί να πάθουν είναι άπειρα μεγαλύτερη.
Είναι εύκολο να επισημάνεις ότι η ανεργία χτυπά τους νέους κυρίως και ότι αν η πανδημία συνεχιστεί θα είναι δύσκολο να βρουν μια δουλειά κι απίθανο να βρουν τη δουλειά που θέλουν. Ακόμα όμως κι αν βρίσκαμε μια μηχανή που κόβει λεφτά και όλοι εξασφάλιζαν επιδόματα πάλι δεν μου μοιάζει ότι σε συνθήκες πανδημίας η ζωή θα ήταν υπέροχη: η παράταση του φόβου θα τα διέλυε όλα γιατί μιλάμε για κάτι διαβρωτικό.
Η όποια δυνατότητα κοινωνικότητας, στηριγμένη στην ανεμελιά π,χ, δεν εξασφαλίζει απαραίτητα αυτό που λέμε ποιότητα ζωής. Αν χαθεί η δυνατότητα να ταξιδεύεις, το παγκάκι θα είναι ακόμα περισσότερο άβολο. Αν δεν μπορείς να πας σε ένα μπαρ ή σε ένα καφέ γιατί είναι μόνιμα κλειστό, ο κόσμος σου θα μικρύνει πολύ, όσους φίλους κι αν έχεις στο διαδίκτυο. Αν χάσεις το γήπεδο, το σινεμά, το θέατρο, τις συναυλίες ακόμα κι αν οικονομικό πρόβλημα δεν έχεις, αμφιβάλω αν θα μπορείς να ευχαριστηθείς τις μέρες σου. Θα τις σκοτώσει η μονοτονία, η ένδειά τους, η έλλειψη πραγματικής ζωής.
Το παρών και το μέλλον
Αν η πανδημία δυσκολεύει το παρών των μεγαλύτερων, ρημάζει το μέλλον των μικρότερων. Οποιες γενιές χρειάστηκε να αναστυλώσουν πόλεις και χώρες που καταστράφηκαν δεν πέρασαν ωραία – η σκληρή δουλειά δεν είναι συνώνυμο της καλοπέρασης ούτε για τους εργασιομανείς.
Η συζήτηση για την τύχη των νέων, «που ο ιός δεν τους δημιουργεί πρόβλημα γιατί δεν κινδυνεύουν» είναι μια συζήτηση χωρίς περιεχόμενο: μια ανοησία της στιγμής – κάτι σαν το παράπονο του «εδώ και τώρα». Οι νέοι είναι αυτοί που κινδυνεύουν περισσότερο, αν δεν μάθει η κοινωνία να ζει με τον ιό, δηλαδή να ακολουθεί κάποιους στοιχειώδεις κανόνες απολύτως απαραίτητους σε αυτή τη φάση που βρισκόμαστε. Αυτό θα πρεπε να βοηθήσουμε τα νέα παιδιά να καταλάβουν, αντί να τα βάζουμε μαζί τους μόνο και μόνο γιατί ο δικός μας χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Δεν φταίνε οι νέοι αν εμείς μεγαλώσαμε…