Ξέρετε πως εκπαιδεύει κανείς περιστέρια; Θα σας το πω για να καταλάβετε γιατί ο Ντούσαν Ιβκοβιτς είναι ένας μεγάλος προπονητής. Η εκπαίδευση των περιστεριών θέλει υπομονή τεράστια και μια σχολαστική ενασχόληση που ξεπερνά τα συνηθισμένα. Το βασικό είναι να μάθεις στα περιστέρια να γυρνάνε στη φωλιά τους, στο «κουμάσι» τους. Πριν ανοίξουν τα φτερά τους πρέπει να τα μάθεις να συνηθίσουν στην ιδέα ότι ανήκουν σε μια οικογένεια και ότι μόνο εκεί θα βρουν θαλπωρή και φαγητό. Πρέπει να προσέχεις τη διατροφή τους, να τα ταϊζεις δαμάζοντας τη λαιμαργία τους, να τα αποκτήσεις μικρά: αν είναι πέντε μηνών είναι αργά για να τους μάθεις οτιδήποτε. Πρέπει επίσης να έχεις τη σκληράδα, για το καλό τους, να τους δέσεις τα φτερά όταν είναι μικρά και να τους τα λύσεις μόνο όταν είναι δυνατά και έτοιμα – αλλά το πότε αυτό ισχύει το ξέρεις εσύ και μόνο. Μετά, όταν είναι έτοιμα να πετάξουν, τα βάζεις ένα χιλιόμετρο μακριά από το φαγητό και το «κουμάσι» τους κι αυτά αρχίζουν τις χαμηλές πτήσεις γυρνώντας πάντα στη φωλιά όπου νοιώθουν ασφάλεια. Και μετά οι πτήσεις γίνονται συνεχώς μεγαλύτερες κι ο εκπαιδευτής μπορεί να καμαρώνει βλέποντας τα να σκίζουν τους ουρανούς δασκαλεμένα από τα νεύματα του.
Κρύβεται πίσω από την εικόνα του
Την αλήθεια των ανθρώπων δεν την ανακαλύπτεις παρά μόνο όταν μελετάς τον τρόπο που διασκεδάζουν και χαίρονται. Αν ξέρεις λίγο και την οικογένειά τους, τις αρχές με τις οποίες μεγάλωσαν και τον τρόπο που έμαθαν να αντιμετωπίζουν τη ζωή και την ψυχεδέλεια της, τότε μπορείς να πεις ότι τους ξέρεις καλά. Ο Ντούσαν Ιβικοβιτς μπορεί ν αγάπησε την Ελλάδα σαν δεύτερη πατρίδα του, αλλά δε θέλησε ποτέ να τον μάθουμε καλά: για χρόνια κρύβει την χαρισματικότητα της προσωπικότητας του πίσω από την εικόνα του καλού προπονητή. Ποτέ κανείς δεν αμφέβαλε για το ότι ο Ντούντα είναι ένας καλός προπονητής, όμως μείναμε σχεδόν πάντα σε αυτό – ίσως γιατί εδώ έχουμε τόση ανάγκη από καλούς επαγγελματίες, ώστε δεν παρατηρούμε τους ανθρώπους. Κι όμως ο θριαμβευτής της Κωνσταντινούπολης είναι περισσότερο από προπονητής ένας σπάνιος άνθρωπος. Δεν θα πω ούτε καλός, ούτε κακός: το σπάνιος μετράει παραπάνω. Ολη η καριέρα του Ιβικοβιτς βασίζεται σε αρχές – για την ακρίβεια είναι μια ασταμάτητη προσπάθεια του να τηρήσει τις αρχές του. Το ωραίο στην ιστορία του είναι ότι δεν το κατάφερε πάντα: συχνά έβαλε νερό στο κρασί του, θέλησε να γίνει λίγο μοντέρνος, αγχώθηκε και λιγάκι από το χρόνο που περνάει. Σε μια σπάνια συνέντευξή του στο σέρβικο περιοδικό Status είχε εξομολογηθεί πριν από τρία χρόνια πως όταν έφυγε από την ΤΣΣΚΑ και πριν επιστρέψει στην Εθνική Σερβίας, σκέφτηκε να σταματήσει γιατί είχε πειστεί ότι δεν γίνεται να προπονείς από το 1978 «όταν ο κόσμος ολόκληρος έχει αλλάξει τρεις φορές από τότε». Εχοντας, λέει, αγωνία για την επιλογή του ρώτησε ένα γίγαντα της ρώσικης προπονητικής, το μεγάλο Βίκτορ Τιχόνοφ, τότε 73 χρονών(!) σε ποια ηλικία οφείλει κάποιος να σταματήσει. «Ακόμα κι αν όλος ο κόσμος αλλάξει, αν μπορείς να βλέπεις, ν ακους και να διαβάζεις, τότε μπορείς και να τον καταλαβαίνεις τον κόσμο» του είπε ο Τιχόνοφ. Ο Ντούντα συμφώνησε: η δουλειά του στηρίζεται πάνω από όλα στη μέθοδο και όσο ο ίδιος μπορεί να έχει αντίληψη της εφαρμογής της δεν μπορεί να έχει και πρόβλημα δουλειάς. Ο παιδαγωγός δεν έχει ηλικία – αρκεί να καταλαβαίνει πόσο οι μαθητές του τον προσέχουν. Ο Ντούντα θα σταματήσει όταν νοιώσει ότι δυσκολεύεται να κερδίσει αυτή την προσοχή.
Με μαμά ποιήτρια
Ο Ιβκοβιτς ήταν ο δεύτερος γιός μιας οικογένειας με έξι παιδιά – ο πατέρας του ήταν επιστήμονας και η μαμά του ποιήτρια. Από τον πατέρα του κληρονόμησε τη σιγουριά του δόγματος – ο Παναγιώτης Φασούλας τον βάφτισε κάποτε ειρωνικά ίσως «σοφό», όμως ποτέ προσωνύμιο δεν υπήρξε πιο επιτυχημένο: ο Ντούντα είναι ένας που εκπαιδεύτηκε να γίνει σοφός γιατί στο σπίτι του η αναζήτηση της σοφίας ήταν στόχος. Από τη μητέρα του ο Ιβκοβιτς πήρε τη φλόγα της δημιουργικής ανασφάλειας που χαρακτηρίζει τον λογοτέχνη: ο Ντούντα πρέπει να δείχνει σίγουρος, «τετράγωνος» και σκληρός, όμως για να στηρίξει αυτή τη δημόσια εικόνα του πρέπει να είναι ένας φανατικός κριτής του εαυτού του. Όχι τυχαία τον απασχολεί πολύ η ψυχολογία – όχι όμως όπως στην Ελλάδα την εννοούμε. Από τα λίγα που καταλαβαίνω, έχοντας μιλήσει χρόνια τώρα αρκετά με ανθρώπους που τον γνωρίζουν, τον Ιβικοβιτς τον απασχολεί η ψυχολογική προετοιμασία, αλλά και ο τρόπος που ο αθλητής ζει το όποιο αποτέλεσμα. Κάποτε, πριν πολλά χρόνια, συζήτησε πολύ με μια φίλη του ψυχολόγο για το τι διαρκεί στα εσώψυχα του ανθρώπου περισσότερο: η νίκη ή η ήττα; Κατέληξαν ότι η ήττα δημιουργεί κάτι πιο έντονο και η νίκη κάτι πιο στέρεο. Ο Ντούντα πιστεύει ότι οι νίκες οφείλονται στις ήττες, αλλά τίποτα δεν διαρκεί πολύ: αν κάτι μετράει είναι ο σεβασμός στο παιγνίδι και ο κόπος. Πιθανότατα αυτό να οφείλεται και σε κάτι άλλο αρκετά προσωπικό του: στο ότι, όταν ήταν μικρός, και πριν ασχοληθεί με το μπάσκετ, ήθελε να γίνει μποξέρ! Το ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι εγκατέλειψε την ιδέα όταν κατάλαβε ότι η πυγμαχία δεν είναι ένα σπορ αυτοάμυνας, αλλά επίθεσης: στον μικρό Ντούντα άρεσε η σκληράδα, αλλά όχι η επίδειξη.
Η ιστορία του μπάσκετ
Οι Σέρβοι λένε ότι ο Ιβκοβιτς είναι η ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια: έβγαλε, λένε, μια ολόκληρη φουρνιά προπονητών στους οποίους έμαθε ότι κανένα όνειρο δεν απαγορεύεται αρκεί να υπάρχει μέθοδος. Το έκανε μάλιστα βάζοντας τρομερά στοιχήματα με τον εαυτό του: σπανιότατα π.χ είχε την τύχη να προπονεί ομάδες που χαρακτηρίζονταν ως φαβορί και η απόλαυσή του ήταν να έχει πάντοτε απέναντί του δυνατότερους αντιπάλους. Πήρε τον Αρη το ‘78 όταν οι ισχυροί του μπάσκετ ήταν στην Αθήνα. Ανέλαβε τον ΠΑΟΚ για να ρίξει τον Αρη από το θρόνο. Αρνήθηκε την πρόταση του Κόκκαλη κάποτε για να πάει στον Πανιώνιο – τον οποίο λένε ότι θεωρεί ίσως την καλύτερη από τις ομάδες που έφτιαξε ποτέ. Πήγε στον Ολυμπιακό για να ξορκίσει το 97 τις ευρωπαϊκές του κατάρες κι όταν έφυγε από την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, την πιο πλούσια ίσως από τις ομάδες που ποτέ του προπόνησε, πήγε στη Δυναμό Μόσχας για να τα βάλει μαζί της! Επίσης πέρασε από την ΑΕΚ (που ποτέ δεν είχε τα τεράστια μπάτζετ) και όχι τυχαία επέστρεψε στον Ολυμπιακό τη στιγμή που αυτός έμοιαζε ταπεινωμένος: για τον Ιβκοβιτς το να αρχίζει από την αρχή είναι σκοπός της ζωής του – ανανεώνεται από την ιδέα μιας καινούργιας περιπέτειας, που έχει σχεδόν πάντα το χαρακτήρα της επιστροφής. Ισως γιατί κι ο ίδιος είναι ένα περιστέρι εκπαιδευμένο, δυνατό και σοφό, αλλά πάντα υποχρεωμένο να γυρνάει στο «κουμάσι» του, στη σέρβικη μάνα γη και στο Βελιγράδι του. «Θα σταματήσω μόνο όταν δεν μπορώ να είμαι σαράντα λεπτά όρθιος να παρακολουθώ τους αθλητές μου από το ίδιο επίπεδο ύψους – όσο βλέπω ό,τι κι αυτοί με τα μάτια μου θα μαι δίπλα τους» είχε πει κάποτε. Τα μάτια του Ντούντα κοιτάνε κατευθείαν την ψυχή των παιδιών του: αυτά τα παιδιά τα προετοιμάζει δένοντας και λύνοντας τα φτερά τους. Αυτά τα παιδιά συχνά πετάξανε στ αστέρια, ενώ ο «σοφός» τους έκανε νεύματα να μη χαθούν, ώστε να γυρίσουν στην αγκαλιά του… Sport.gr Μάιος του 2013 |