Τα Οσκαρ έχουν σταματήσει εδώ και χρόνια να είναι αυτό που παλιά λέγαμε γιορτή του λαμπερού αμερικάνικου κινηματογράφου. Εχουν κερδίσει το «βραβείο καλύτερης ταινίας» τα τελευταία χρόνια, ταινίες καθόλου λαμπερές, όπως το Coda που ήταν ένα ριμέικ γαλλικής ταινίας, ή καθόλου αμερικάνικες όπως τα «Παράσιτα». Φέτος όμως η τελετή ήταν κάτι σαν παρέλαση άγνωστων που βράβευαν διάφοροι σταρ. Είδαμε ακόμα και τον Μικ Τζάγκερ και τον Κουεντίν Ταραντίνο να βραβεύουν. Αλλά αυτούς που κέρδισαν, τους περισσότερους δεν τους ξέραμε. Όπως δεν ξέραμε και συνολικά τους υποψήφιους.
Μια τσιχλόφουσκα
Ο θρίαμβος της «Ανόρα» στα εφετινά Οσκαρ είναι από μόνος του μια ωραία απόδειξη ότι το 2024 δεν υπήρξαν μεγάλες ταινίες, γεγονός ανησυχητικό και για το σινεμά και για όποιον το αγαπάει. Η «Ανόρα» δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή ταινία: είναι μια τσιχλόφουσκα σαν αυτή που μασάει η πρωταγωνίστρια της, η Μίκι Μάντισον που κέρδισε για την ερμηνεία της ένα από τα πέντε Οσκαρ με τα οποία η Ακαδημία Αμερικανικού Κινηματογράφου την προίκισε μετά τις γνωστές ψηφοφορίες. Νομίζω πως όποιος έχει δει την συγκεκριμένη ταινία δεν θυμάμαι σήμερα ούτε μια ολόκληρη σκηνή της – ούτε καν αυτές που διαδραματίζονται στο στριπτιζάδικο κι όπως και να το κάνεις έχουν μια extravaganza. Είναι δύσκολο να θυμάσαι σκηνές, όταν σε μια ταινία δεν υπάρχουν χαρακτήρες.
Η ταινία του Σον Μπέικερ (που Οσκαρ κέρδισε προσωπικά τέσσερα) βασίζεται σε μια ιδέα που στο σινεμά έχουμε δει κάμποσες φορές – το γνωστότερο αποτέλεσμα αυτής της συνταγής είναι το Pretty Woman. Αν κάποιος διηγούταν το σενάριο της ταινίας σε μια γραμμή όποιος που δεν έχει δει την ταινία θα νόμιζε πως είναι ριμέικ της ταινίας του 90 με τον Ρίτσαρντ Γκιρ στο ρόλο του γοητευτικού πλούσιου και την Τζούλια Ρόμπερτς να αναστατώνει τα πλήθη. Η ταινία είναι το χρονικό μιας σχέσης ανάμεσα σε ένα πάμπλουτο πιτσιρικά και μια τύπισσα που δουλεύει σε στριπτιζάδικο. Αλλά δεν είναι ακριβώς αυτό.
Όταν είδα επι σκηνής τον Κουέντιν Ταραντίνο να βραβεύει τον Σον Μπέικερ κι άκουσα τον νικητή να του λέει πως χωρίς αυτόν η ταινία δεν θα είχε δημιουργηθεί, επιβεβαιώθηκαν οι υποψίες μου ως προς την πρόθεση και την έμπνευση της δημιουργίας της. Ο Μπέικερ ήθελε να κάνει μια Pretty Woman «ταραντινιάνικη» δηλαδή γεμάτη από φάτσες και χαρακτήρες που δεν μπορεί να υπάρχουν σε μια ανάλογη ιστορία – φάτσες βρήκε, τους χαρακτήρες όφειλε να τους δημιουργήσει κι αυτό είναι πιο δύσκολο. Έτσι γεμίζει την ταινία με Ρώσους και Αρμένιους: οι πρώτοι είναι υστερικοί πλούσιοι, οι δεύτεροι αδέξιοι γκάγκστερ. Στη μέση αυτού του χάους που θα πρεπε να είναι ταραντινιάνικο τοποθετεί την ηρωίδα του – ένα είδος σταχτοπούτας που βρήκε κάποιον που νομίζει πως είναι πρίγκιπας. Αλλά παρόλο που το σεξ είναι αρκετό και τα ναρκωτικά άφθονα οι χαρακτήρες είναι τόσο χάρτινοι που δυσκολεύεσαι ακόμα και να γελάσεις μαζί τους μολονότι αυτός είναι ο στόχος. Η προσπάθεια του Μπέικερ να αφηγηθεί μια λοξή ιστορία εκφυλίζεται γιατί ο ίδιος παγιδεύεται από την ανάγκη του να μείνει σε συμβατικά πλαίσια, ώστε να παρουσιάσει κάτι που κάπως να συγκινήσει. Δεν συγκινεί κανένα. Μένει στο τέλος απλά η λόξα.
Όλα σχεδόν λοξά
Γιατί κέρδισε η Ανόρα; Γιατί η λόξα της ήταν παραδόξως συμβατική. Λοξές κατά κάποιο τρόπο ήταν όλες οι ταινίες που θεωρήθηκαν φαβορί για το Οσκαρ καλύτερης ταινίας: όταν δεν υπάρχει έμπνευση η λόξα γίνεται ένα είδος καλλιτεχνικού καταφύγιου. Η «Εμίλια Πέρεθ», που μου άρεσε περισσότερο από όλες, είναι μια ταινία που διηγείται τα επακόλουθα της απόφασης ενός Μεξικάνου μεγαλέμπορου ναρκωτικών να αλλάξει φύλλο! Διαπιστώνει πως αυτό που όπως λέει ήταν το όνειρο της ζωής του μπορεί να γίνει και εφιάλτης παρά τα χρήματα που του εξασφαλίζουν μια δεύτερη – κατά κάποιο τρόπο - ζωή. Στην προκειμένη περίπτωση η λοξότητα είναι μάλλον πιο γοητευτική από αυτή της «Ανόρα»: οι χαρακτήρες κι εδώ είναι κομμάτι χάρτινοι αλλά τουλάχιστον υπάρχει σκηνοθετική τόλμη, σεναριακό θράσος και η ταινία έχει και στοιχεία μιούζικαλ, πράγμα που την καθιστά απρόβλεπτη. Το «The Substance: Το Ελιξίριο της Νιότης» έχει μάλλον την λοξότητα της φρίκης. Όλο είναι τόσο τραβηγμένο που δεν είναι παράξενο ότι έκοψε πολύ περισσότερα εισιτήρια από όσα άξιζε: ένα θηρίο σε ένα κλουβί καμιά φορά είναι αξιοθαύμαστο. Τη θηριώδης έχει; Πρώτα από όλα την σεναριακή του αυθαιρεσία – ό,τι συμβαίνει είναι σχεδόν απερίγραπτο. Παρακολουθούμε τις περιπέτειες μιας πενηντάρας χορεύτριας η οποία αφού απολύεται από τον παραγωγό της λόγω της ηλικίας της, χρησιμοποιεί μία ουσία που προμηθεύεται στην μαύρη αγορά, η οποία της επιτρέπει να δημιουργήσει μία αρκετά νεότερη εκδοχή του εαυτού της: η ταινία προκαλεί στομαχικές διαταραχές και ολοκληρώνεται με εμετό των πρωταγωνιστών. Αδικήθηκε η Ντέμι Μουρ που τόσο πολύ ήθελε το αγαλματίδιο; Δεν νομίζω. Η επένδυση στη λόξα δεν αποδίδει πάντα: το πρόβλημα δεν ήταν η ερμηνεία της αλλά ο ίδιος ο ρόλος που ήταν κατά κάποιο τρόπο ανάξιος βράβευσης. Αν κάποιος έβλεπε την ταινία μετά μια πιθανή βράβευσή της, δεν θα χαιρόταν την ερμηνεία, αλλά μάλλον θα τα έχανε με την γενικότερη αυθαιρεσία της.
Ακόμα και το «Κονκλάβιο» ενώ ξεκινά ως ωραία πολιτική αλληγορία καταλήγει «λοξά»: στην επιλογή ενός νέου Πάπα από τους καρδινάλιους, προκύπτει ως ερώτημα αν πρέπει να μας απασχολεί ο σεξουαλικός προσανατολισμός του Ποντίφικα! Και το «The Brutalist», που μιλάει για μια ακόμα φορά για την χρεοκοπία του αμερικάνικου ονείρου με πρωταγωνιστή τώρα ένα μετανάστη αρχιτέκτονα του οποίου το όνειρο (κι όχι μόνο…) βιάστηκε από πλούσιους και κακούς Αμερικάνους, στην λοξότητα επενδύει από ένα σημείο κι έπειτα. Οι περιπέτειες του πρωταγωνιστή μοιάζουν με την αρχιτεκτονική του: είναι βαριές κι ασήκωτες – στην ταινία δεν υπάρχει ένα ίχνος φωτός κι όλη η σκηνοθετική της διαχείριση γίνεται για να σου προκαλέσει ένα βάρος. Η Ακαδημία έδωσε ένα Οσκαρ στην Ζόελ Σαλντάνα για το «Εμίλιο Πέρεθ» (ο ρόλος της βαφτίστηκε δεύτερος ενώ είναι απολύτως πρωταγωνιστικός) κι ένα Οσκαρ στον Αντριαν Μπρόντι για το «The Brutalist» που είναι όλη η ταινία. Μου φάνηκε πως η Ακαδημία το έκανε μάλλον για να βγει από την υποχρέωση. Κατά τα άλλα προτίμησε την «Ανόρα» που με την σεναριακή της αφέλεια και την σκηνοθετική της απλότητα ήταν μια λύση.
Αν ήμασταν στο 2020 πιθανότατα να είχε κερδίσει η «Εμίλια Πέρεθ» και να είχαμε από σκηνής μια πασαρέλα εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ και τον συν αυτώ. Αλλά είμαστε στο 2025, ο Τραμπ έχει κερδίσει, και το Χόλυγουντ προσαρμόζεται στα νέα ήθη. Ο μέσος ψηφοφόρος του Τραμπ θα φρίκαρε με τις πιο πολλές από τις ταινίες που είχαν υποψηφιότητες. Αλλά αυτό δεν πρέπει να μας νοιάζει και πολύ: το πρόβλημα είναι ότι τα Οσκαρ της λοξότητας δείχνουν πως στραγγαλισμένο από τις πλατφόρμες που επενδύουν βασικά σε σειρές το σινεμά φθίνει…