Τα τελευταία χρόνια η απονομή των βραβείων Οσκαρ έχει μικρότερο ενδιαφέρον από τις υποψηφιότητες. Οι υποψηφιότητες συχνά σου δίνουν την δυνατότητα να ανακαλύψεις και καμιά ταινία για την οποία δεν έχεις ακούσει τίποτα – είναι κάτι σαν τυφλοσούρτης της σεζόν. Δεν λέω ότι αν έχεις δει όλες τις ταινίες που είναι υποψήφιες για το Οσκαρ καλύτερης ταινίας έχεις δει τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς: δεν ισχύει απαραίτητα – ωστόσο μια εικόνα για το τι είναι η χρονιά πάντα την έχεις. Όταν υπάρχει η δημοσιοποίηση των υποψηφιοτήτων μπορεί να ανακαλύψεις και κάποιες ταινίες με σπουδαίες ερμηνείες ηθοποιών ή κάποιες καλές μη αμερικάνικες ταινίες ή κάποιες ενδιαφέρουσες ταινίες κινουμένων σχεδίων. Οι βραβεύσεις δεν λένε και πολλά. Φέτος πχ υπερβραβεύτηκε το «Everything Everywhere All at Once» που στην Ελλάδα κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Τα πάντα όλα». Βγήκε στις αίθουσες δυο φορές ήδη – μια περίπου ένα χρόνο πριν και μια το περασμένο καλοκαίρι. Δεν το είδε σχεδόν κανείς. Ισως ξαναβγεί και τώρα. Πάλι αμφιβάλω αν θα κάνει εισιτήρια. Τουλάχιστον έκανε στην Αμερική: δυο προηγούμενες ταινίες που κέρδισαν το Οσκαρ καλύτερης ταινίας, το CODA πέρυσι και το Nomadland πρόπερσι, δεν τις είδε σχεδόν κανείς. Ούτε στις ΗΠΑ που τις βραβεύσανε.
Τα δικά τους ζητήματα
Σκεφτόμουν και γελούσα μόνος μου, το σοκ που θα πάθαινε κάποιος με το «Τα πάντα όλα» αν καθόταν να το δει έχοντας δει προηγουμένως άλλες πέντε ή δέκα ταινίες που έχουν κερδίσει παλιότερα το Οσκαρ καλύτερης ταινίας. Αν έβλεπε το Nomadland θα πίστευε ότι στην Ακαδημία Αμερικανικού Κινηματογράφου έχουν κάνει κατάληψη οι διοργανωτές του φεστιβάλ των Καννών, αν όχι και του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης – θέλω να πω πως θα έβλεπε μια ταινία που μπορεί να έχει μικρή σχέση με αυτό που θεωρούμε αμερικάνικο κινηματογράφο, αλλά ήταν φτιαγμένη για να κερδίσει κάπου κάποτε ένα βραβείο. Το «Τα πάντα όλα», του οποίου τον ελληνικό τίτλο προτιμώ πιο πολύ από τον αμερικάνικο, είναι μια ταινία που δέκα χρόνια πριν δεν θα είχε καμία υποψηφιότητα πουθενά και είκοσι χρόνια πριν θα γινόταν αυτό που λέγαμε κάποτε cult επιτυχία – θα έκοβε λίγα εισιτήρια, αλλά θα είχε κάποιους φανατικούς που θα ορκίζονταν παραδοξολογώντας πως είναι κάτι σπουδαίο.
Το ότι αυτό το παραδοξολόγημα κέρδισε μισή ντουζίνα Οσκαρ δείχνει απλά την αγωνία των Αμερικάνων να ανανεώσουν το σινεμά τους. Μόνο που είναι άλλο η ανανέωση, δηλαδή στην συγκεκριμένη περίπτωση η προβολή νέων ιδεών και νέων δημιουργών που έχουν να καταθέσουν κάτι αυθεντικό, κι άλλο το μακιγιάρισμα, το βάψιμο και τα botox. Διότι αυτό ήταν εν τέλει το «Τα πάντα όλα». Μια μακιγιαρισμένη και μποτοξαρισμένη «αμερικανιά» - μια «αμερικανιά» που πασάρει ως νεωτερισμό οτιδήποτε έχει καταναλωθεί στο σινεμά της περιπέτειας, της Marvel και της ας πούμε δράσης, τα τελευταία τριάντα – σαράντα χρόνια. Το μόνο ίσως ενδιαφέρον είναι ότι όλα αυτά τα είδη και τις ταινίες που παρωδεί δεν τα αντιμετωπίζει με κάποιου τύπου νοσταλγική γλύκα, αλλά επιχειρεί μάλλον να τα ξεσκίσει χωρίς κάποιο έλεος. Δεν το κατορθώνει ούτε αυτό, γιατί η παρωδία απαιτεί μια σκληρότητα που στην ταινία δεν υπάρχει, αλλά τα διαπερνά τα είδη, ας πούμε ειρωνικά: οι δυο δημιουργοί, οι αποκαλούμενοι Ντάνιελς, αγαπούν πολύ τις ταινίες με τις οποίες καταπιάνονται κι ενώ θα θελαν να τις κανιβαλίσουν φρενάρουν. Ισως στους Αμερικάνους να άρεσε κυρίως αυτό – ότι δηλαδή διέκριναν τελικά κάποιο σεβασμό που είναι πάντα προτιμότερος για την Ακαδημία από την ισοπέδωση. Αλλά αυτό είναι δικα τους και μόνο ζητήματα: ο υπόλοιπος κόσμος αντιμετώπισε την ταινία σαν ο πραγματικός της τίτλος να είναι «Τα πάντα όλα και απολύτως τίποτα».
Εκανε την πλάκα της
Επειδή ήμουν από τους λίγους που στην Ελλάδα είδαν την ταινία σε σινεμά (δεν έκοψε ούτε 2,5 χιλιάδες εισιτήρια, αν δεν κάνω λάθος) πρέπει να πω πως η ταινία βλέπεται μόνο σε σινεμά – κι αν αντέξεις και τον πειρασμό να φύγεις. Εγώ που ποτέ δεν φεύγω έμεινα στο τέλος με μια γενικά καλή εντύπωση για την προσπάθεια: γέλασα και λίγο καθώς μερικές από τις σκηνές είναι πρωτότυπες – για την ακρίβεια σε κάνουν να σκέφτεσαι τι παίρνει αυτός που τις εμπνεύστηκε. Ολο αυτό το χάος των παράλληλων συμπάντων, των ατελείωτων υπερβολών στις εκφράσεις, των φωνών και των καυγάδων, κουμπώνει μόνο με την απόλυτη κατάργηση της λογικής – είναι ένας ωκεανός ανοησίας που ως κάτι αληθινά σπάνιο έχει την πλάκα του. Αν αναρωτιέσαι πόση καλοφτιαγμένη και στοχευμένη ανοησία μπορεί να αντέξει κανείς μην διστάσεις να το δεις: θα τεστάρεις σοβαρά τις αντοχές σου. Αλλά όλα τα υπόλοιπα είναι πραγματικά άξια απορίας – μου φάνηκε αδιανόητο πχ ότι μια ταινία που μετατρέπει στους ηθοποιούς σε καρτούν (κυριολεκτικά κι όχι μεταφορικά) έγινε ο λόγος για να κερδίσουν βραβεία οι τρεις βασικοί ηθοποιοί της. Για την Τζέμι Λι Κέρτις μάλιστα έχω την απόλυτη βεβαιότητα ότι έκανε απλά την πλάκα της.
Παριστάνοντας τους νέους
Η βράβευση του «Τα πάντα όλα» δεν είναι φυσικά σκανδαλώδης – αν ανησυχείς για το πώς θα μείνεις νέος και στη μόδα, καμιά φορά γίνεσαι καρναβάλι, ειδικά αν αποτύχουν οι βαφές και το μποτοξάρισμα είναι προβληματικό γιατί ο αισθητικός που βρήκες δεν είναι ο καλύτερος. Αλλά η ανησυχία είναι στην προκειμένη περίπτωση το πιο ενδιαφέρον. Αν υπήρχε το παλιό κλασικό κοινό των ψηφοφόρων της Ακαδημίας, που εκτιμούσε το αμερικάνικο σινεμά για το οποίο δούλευε και επιβράβευε την πιο αξιοπρεπή από τις ταινίες της χρονιάς θα κέρδιζε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ και το «The Fabelmans», που είναι η επιτομή αυτού που κάποτε αποκαλούσαμε «οσκαρική ταινία». Σημειωτέων ούτε κι αυτή έκοψε πολλά εισιτήρια εκτός των ΗΠΑ: αν στο «Τα πάντα όλα» οι μη Αμερικάνοι (δεν) είδαν μια μάλλον κακόγουστη αμερικανία, στην ταινία του Σπίλμπεργκ μάλλον τους φάνηκαν όλα πολύ παλιά – σαν η ταινία να είχε γυριστεί το 1960 και να χε παραμείνει σε κάποιο συρτάρι, πόσοι πια να ενδιαφερθούν για το vintage; Εμένα μου άρεσε πιο πολύ από το «Τα πάντα όλα», αλλά ήξερα πως δεν είχε τύχη να κερδίσει: για κάποιο λόγο η εποχή μας αγαπάει πιο πολύ αυτούς που παλεύουν να κρύψουν τα χρόνια τους παριστάνοντας τους νέους, από όσους δεν έχουν πρόβλημα να δείξουν ότι μεγάλωσαν…