Ένα πράγμα, που σχεδόν με ψυχοπλάκωνε, όταν ήμουν μικρός και στα σχολεία και στα Λύκεια γιορτάζαμε την επέτειο του «Όχι», κάθε 28η Οκτωβρίου, ήταν ότι η εθνική αυτή γιορτή δεν είχε αναφορές σε συγκεκριμένους ήρωες. Στον εορτασμό δεν διηγούταν κανείς ιστορίες με ηρωικά κατορθώματα αξιωματικών και στρατιωτών (και όχι απαραίτητα…), που να είχαν διακριθεί για τα ανδραγαθήματα τους στην προέλαση του ελληνικού στρατού στην Αλβανία. Δεν υπήρχαν επίσης συγκεκριμένες αναφορές, ούτε και τους ήρωες της Αντίστασης που υπήρξε μετά την εισβολή των Γερμανών, μολονότι, με τον ερχομό της δεκαετίας του ΄80, η Εθνική Αντίσταση δεν ήταν απαγορευμένη συζήτηση. Η Εθνική Αντίσταση είχε αναγνωριστεί, αλλά για τους ήρωές της δεν μιλούσε κανένας.
Μόνο Μεταξάς και Βέμπο
Αν χωρίσουμε τους Ελληνες σε αυτούς που ως πιτσιρικάδες γουστάρουν την 25η Μαρτίου κι αυτούς που λατρεύουν την 28η Οκτωβρίου, εγώ ανήκα στους δεύτερους. Οι αγωνιστές της 25ης Μαρτίου φορούσαν φουστανέλες, είχαν μεγάλα μουστάκια και τα έβαλαν με τους Τούρκους, που στα μάτια μου δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο: κανείς δεν πανηγύριζε, γιατί κάποτε τους κέρδισε. Αν σε ένα καλό θρίλερ την διαφορά την κάνει ο κακός, σε μια Εθνική Επέτειο το σημαντικό είναι ο εχθρός: οι Γερμανοί είχαν χτικιάσει την ανθρωπότητα και τους έβλεπα από πιτσιρικάς να σπέρνουν τον πανικό σε κάθε σήριαλ και ταινία της προκοπής. Είχα μεγαλώσει με τη «Μάχη» και τον Λοχία Σόντερς, ο πατέρας μου μου έλεγε ότι η «Απόβαση στην Νορμανδία» με τον Τζον Γουέιν ήταν η καλύτερη πολεμική ταινία, ακόμα και οι ταινίες του Φώσκολου ήταν γεμάτες με ήρωες γοητευτικούς. Αλλά ενώ δεν υπήρχε πρόβλημα με τους κινηματογραφικούς ήρωες, για τους πραγματικούς δεν λέγαμε τσιμουδιά, παρά μόνο μισόλογα. Την ημέρα που τιμούσαμε τους αγώνες και τις θυσίες τους, δεν λέγαμε ούτε τα ονόματά τους, ενώ για τους αντίστοιχους του 1821 στήναμε θεατρικές υπερπαραγωγές και μαθαίναμε τα πάντα: η 28η Οκτωβρίου δεν είχε ούτε ένα Κολοκοτρώνη, ούτε ένα Καραϊσκάκη, ούτε καν ένα Αθανάσιο Διάκο για να ασχοληθούμε. Λέγαμε και ξαναλέγαμε για το «Οχι» του Ιωάννη Μεταξά και μετά ακούγαμε εμβατήρια και τραγούδια με την Σοφία Βέμπο, που για χρόνια νόμιζα ότι ήταν αντάρτισσα. Αν ήταν άντρας η Βέμπο, θα πίστευα ότι κέρδισε τους Ιταλούς μόνη της, σαν τον Σούπερμαν, και θα είχα βρει τις απαντήσεις που έψαχνα εναγωνίως. Την Γουόντερ Γούμαν, τον καιρό εκείνο, την αγνοούσα.
Θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου
Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι η συγκεκριμένη Εθνική γιορτή ήταν έτσι φτιαγμένη, ώστε να μην τολμάει να πει ονόματα κανείς – ό,τι έλεγες θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου. Οσο περισσότερα σκάλιζα το απαγορευμένο άλμπουμ των ηρώων του ‘40, διαβάζοντας βιβλία και συζητώντας με παππούδες, τόσο περισσότερο διαπίστωνα πως οι μόνες ηρωϊδες για τις οποίες δεν υπήρχε πρόβλημα να μιλάς, είναι η Τζένη Καρέζη στο «Νησί των Γενναίων» και η Αλίκη Βουγιουκλάκη ως «Υπολοχαγός Νατάσσα». Ο Μεταξάς, που είπε το περίφημο «Οχι» ήταν τελικά δικτάτορας: το «Οχι» του έσωσε την υστεροφημία, αλλά τα στερνά δεν σχωρνούν πάντα τα πρώτα. Πέθανε το 1941 κι ο θάνατός του (που προκάλεσε πάντως κάμποσες θεωρίες συνωμοσίας…) δεν είχε κάτι το ηρωϊκό – απλά ο άνθρωπος αρρώστησε βαριά. Ο Συνταγματάρχης Δαβάκης, που με τα δυο χιλιάδες παλληκάρια του υπερασπίστηκε πρώτος μια συνοριακή γραμμή συνολικής έκτασης 35 χιλιομέτρων σταματώντας τη μεραρχία των Ιταλών Αλπινιστών, είχε κι αυτός άδοξο τέλος: πέθανε τον Δεκέμβριο του ’42, όταν ως αιχμάλωτος πολέμου μεταφερόταν από ιταλικό πλοίο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γένοβα. Το πλοίο τορπιλίστηκε από αγγλικό υποβρύχιο – τι τραγική ειρωνεία. Ο στρατηγός Βασίλειος Βραχνός, πρωταγωνιστής στη Μάχη της Πίνδου, κατηγορήθηκε από την Αριστερά, μετά το τέλος του πολέμου, για συμμετοχή στα Τάγματα Ασφαλείας και στην ακροδεξιά Οργάνωση Χ. Ποτέ δεν αποδείχτηκε τίποτα, ο Βραχνός έγινε και βουλευτής του Ελληνικού Συναγερμού και για ένα μικρό διάστημα υπήρξε και Υπουργός της κυβέρνησης του Παπάγου, αλλά θέλησε να τον θυμούνται περισσότερο ως πολιτικό και λιγότερο ως στρατιωτικό: πέθανε το 1971, πριν μάλιστα εκδοθούν τα απομνημονεύματά του.
Ο Κατσιμήτρος και οι Καπετάνοι
Η πιο τραγική ιστορία είναι αυτή του διοικητή Χαράλαμπου Κατσιμήτρου. Πολέμησε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912–1913), στην Ήπειρο και στο Μακεδονικό Μέτωπο το 1918. Συμμετείχε στην Μικρασιατική Εκστρατεία και τραυματίσθηκε στη μάχη του Αφιόν Καραχισάρ. Το 1938 ανέλαβε διοικητής της VIII Μεραρχίας Πεζικού στην Ήπειρο και ήταν ο πρώτος που οργάνωσε ένα αμυντικό σχέδιο, ενόψει μιας ενδεχόμενης επίθεσης του Ιταλικού Στρατού, που κατείχε ήδη την Αλβανία. Ως διοικητής της ηρωϊκής Μεραρχίας, εξουδετέρωσε την επίθεση των Ιταλών στο Καλπάκι, αλλάζοντας την έκβαση του πολέμου – ήταν τότε κοντά 60 χρονών! Κι όμως, ο σπάνιος αυτός στρατηγός έτρεξε αμέσως μετά τη γερμανική εισβολή να μπει στην πρώτη κατοχική κυβέρνηση του Γεωργίου Τσολάκογλου και στις 31 Μαΐου του 1945 καταδικάστηκε ως δωσίλογος. Θα πρεπε να έχουν γραφτεί βιβλία για την ανεξερεύνητή προσωπικότητα του, αλλά την θέση του στο βιβλίο των ηρώων την έχασε. Όπως φυσικά δεν βρήκαν θέση στο ίδιο βιβλίο και οι καπετάνιοι της Αντίστασης. Οι Αγγλοι παρασημοφόρησαν τον Κρις Γουντχάουζ για την συμμετοχή του την ανατίναξη του Γοργοπόταμου, εμείς όμως τον Ζέρβα και τον Βελουχιώτη τους έχουμε στο μυαλό μας για άλλου τύπου επιχειρήσεις. Κι αν αυτοί, έστω και δια της τεθλασμένης, εξασφάλισαν κάποιου είδους αθανασία, κανείς σχεδόν δεν γνωρίζει ούτε τα ονόματα των ηρωϊκών ανθυπολοχαγών Παπαχρήστου και Πετροπουλάκη, ούτε κι αυτά του Διαμαντή (Γιάννης Αλεξάνδρου) και το Ηρακλή (Κώστας Σκαρμούτσος), δηλαδή των ανταρτόπουλων, που έπαιξαν την ζωή του κορώνα γράμματα για το χατίρι της κορυφαίας αυτής επιχείρησης. Η μεταπολεμική Ελλάδα κράτησε την Επέτειο του «Όχι», αλλά, στο όνομα της λήθης στο παρελθόν, έσβησε με τον καιρό τα ονόματα των ηρώων για να μην ρωτά κανείς μας τι έκαναν όλοι τους μετά το έπος του ΄40: ακόμα κι ο υπέροχος χαμένος ανθυπολοχαγός του Οδυσσέα Ελύτη στο «Αξιον Εστί» όνομα δεν είχε!
Μα ποιος σταμάτησε τους Ιταλούς;
Η επέτειος συνεχίζει να γιορτάζεται σαν μια μάχη χωρίς ανθρώπους, σαν ένα έπος χωρίς ιστορίες, σαν ένα χρονικό εθνικού ελληνικού μεγαλείου, στο οποίο η χώρα μεγαλουργεί κι αντιστέκεται, ως φάντασμα. «Μα ποιος πολέμησε το 1940; Ποιος σταμάτησε τους Ιταλούς; Ποιος ήταν ο δικός μας Μοντγκόμερι, ποιος ήταν ο Ελληνας Πάττον και ποιος ο Ζουκόφ;» ρωτούσα επίτηδες για χρόνια καθηγητές και δασκάλους τέτοια μέρα. Μια καθηγήτρια θυμάμαι μου απάντησε. «Ηταν ο ελληνικός λαός, Αντώνη μου», μου είπε. Τότε ψιλογέλασα με την αμηχανία της. Τώρα λέω στον εαυτό μου «ήταν ο ελληνικός λαός ανόητε». Ενας λαός, που δύσκολα μπορεί να έχει ήρωες, γιατί και οι ήρωές του έχουν την κακιά συνήθεια να του δίνουν αφορμές για να τους αποκαθηλώνει…