O κόσμος του ποδοσφαίρου θρηνεί για τη φυγή από τη ζωή του μεγάλου Σίνισα Μιχαϊλοβιτς, τρομερού ποδοσφαιριστή, ικανού προπονητή και κυρίως σπουδαίου και ανεπανάληπτου ανθρώπου που έδωσε μια τρομερή μάχη με τη λευχαιμία φτάνοντας να γίνει ένα είδος παγκόσμιου παραδείγματος. «Εχω μια κακιά ασθένεια» είχε πει χρόνια πριν όταν συνειδητοποίησε το μέγεθος της ασθένειας «αλλά θα την κερδίσω παίζοντας επίθεση»! Η μάχη του μαζί της, ακριβώς επειδή δόθηκε χωρίς μυστικά έδωσε δύναμη σε χιλιάδες ανθρώπους για να συνεχίζουν να παλεύουν. Η αντιμετώπιση είναι δυνατή και το ποσοστό όσων τα καταφέρνουν μεγάλου. Δυστυχώς ο Σίνισα ανήκε στο μικρό: νικήθηκε μετά από τρία χρόνια μάχης που έδωσε με τον δικό του μοναδικού τρόπο. Όπως με το δικό του μοναδικό τρόπο έζησε και τη ζωή του.
Δυο καριέρες
Ο Σίνισα ξεκίνησε να αγωνίζεται στην θέση του αριστερού εξτρέμ κι έφτασε παίζοντας έτσι με τον Ερυθρό Αστέρα στον τελικό του Τσάμπιονς λιγκ το οποίο και κέρδισε στο Μπάρι το 1991 – παρόλο που εκείνη η ομάδα είχε τεράστιες προσωπικότητες (από τον Πάντσεφ και τον Σαβίσεβιτς μέχρι τον Σαμποανάτσοβιτς) η κατάκτηση ήταν θαύμα. Ο Μιχαϊλοβιτς πήρε μεταγραφή στη Ρόμα ως εξτρέμ και ερωτεύτηκε την πόλη στην οποία αγόρασε σπίτι κι έγινε στο εξής η έδρα του. «Είναι μια πόλη που είναι ένα μουσείο με το οποίο χαζεύουν τα άστρα του ουρανού» έλεγε. Στη Ρόμα δεν τα κατάφερε καλά όμως: η ομάδα δεν τον καταλάβαινε, κι αυτός ήθελε να έχει λόγο για όλα. Εφυγε. Και μετά βρήκε τον Σβεν Γκόραν Ερικσον και τον μεταμόρφωσε σε «λίμπερο», ένα λίμπερο που έβαζε γκολ και μοίραζε ασίστ σαν δεκάρι: κανείς Ευρωπαίος ποτέ δεν θα χτυπήσει καλύτερα στημένες φάσεις και μόνο αυτός έχει βάλει τρια γκολ με χτυπήματα φάουλ στο ίδιο ματς όταν έπαιζε στη Λάτσιο στην οποία ο Ερικσον τον έφερε μετά την ποδοσφαιρική του μετάλλαξη στη Σαμπντόρια.
Στη Γένοβα τον είχα γνωρίσει κι εγώ, αν θυμάμαι καλά το 1994, με το Νίκο Αναστόπουλο που ήταν εκεί για να δει τη δουλειά του Σβεν. Η Σαμπ ήταν γεμάτη από βετεράνους που ήταν δύσκολα παιδιά: τον Ζένγκα, τον Γκούλιτ, τον Βιερκβουντ απαγορευόταν και να τους κοιτάξεις, που λέει ο λόγος. Ο «Μίχα» ήταν εντελώς άλλος τύπος. Όταν έμαθε ότι δυο Ελληνες είναι στο Μπολιάσκο εμφανίστηκε μέσα στην τρελή χαρά σαν να είχαν έρθει να τον δουν δυο συγγενείς του! Φορούσε κίτρινο πουκάμισο, κόκκινο παντελόνι, μπλε γιλέκο χωρίς μανίκια, γυαλιά ηλίου με χρυσαφί σκελετό, μαύρα αθλητικά παπούτσια κι ένα καπέλο ανάποδα σαν αμερικάνος ράπερ. «Εχεις παιδιά;» μου είπε. Του είπα όχι. Και γεμάτος υπερηφάνεια μου απάντησε πως αυτός στα 25 του είχε δυο! Ένα με τη γυναίκα του κι ένα «από μια σχέση παράνομη» το οποίο αναγνώρισε.
Στο κέντρο της παράνοιας
Ηταν ένας αληθινός καπετάν φασαρίας εντός γηπέδου ο Μιχαϊλοβιτς – ηγέτης με το δικό του τρόπο. Αλλά η ζωή του έξω από τα γήπεδα ήταν ακόμα πιο παθιασμένη και πιο συναρπαστική. Η Βούκοβα στην οποία μεγάλωσε ήταν μια πόλη την οποία μοιραζόταν Σέρβοι και Κροάτες. Στον εμφύλιο ισχυριζόταν πως είδε τον θείο του να πυροβολάει το σπίτι τους. Η μάνα του είναι Κροάτισσα και ο πατέρας του ήταν ένας Σέρβος νταλικέρης – τον έχασε πριν γίνει 62 χρόνων και ποτέ δεν ξεπέρασε αυτή την απώλεια. Διάλεξε να παραμείνει Σέρβος και για πάνω από μια δεκαετία ήταν ανεπιθύμητος στην Κροατία. Είχε δείρει τον Αλέν Μπόκσιτς σε προπόνηση της Λάτσιο και στην πρώτη αναμέτρηση της Σερβίας με την Κροατία στις 9 Οκτωβρίου του 1999 (ματς για τα προκριματικά του Euro2000) όταν η Σερβία απέσπασε μια ισοπαλία με 2-2 ανακηρύχθηκε εθνικός ήρωας των Σέρβων, γιατί και τα δυο του γκολ ήρθαν από δικές του ασίστ. Γύρισε στη Βούκοβα για πρώτη φορά μετά από έντεκα χρόνια από το τέλος του εμφυλίου και όπως έλεγε το πατρικό σπίτι του δεν το είχε πειράξει κανείς «είτε από σεβασμό, είτε από φόβο». «Ακόμα και οι σφαίρες ήταν στον τοίχο και με περίμεναν» είχε πει.
Κανείς ποτέ σαν αυτόν
Ηταν παντρεμένος με την Αντριάνα που γνώρισε στη Ρώμη: τα παιδιά που απέκτησε είναι τελικά έξι και ήθελε να κάνει κι ένα έβδομο στα 50 του παρά την ασθένεια «γιατί» όπως έλεγε «αυτό θα τον βοηθούσε να ξαναγίνει 25 χρόνων«! Μια από τις κόρες του πήρε μέρος στο ιταλικό Big Brother – καμάρωνε για τα παιδιά του πιο πολύ από τις νίκες του στα γήπεδα. Είχε γνωρίσει, ειδικά στην Ιταλία, μεγάλες στιγμές, αφού εκτός από τη Ρόμα, τη Λάτσιο και την Σαμπντόρια αγωνίστηκε και στην Ιντερ ενώ υπήρξε και προπονητής στην Τορίνο γεγονός που του επέτρεπε να λέει πως είναι ο μόνος που έζησε ως πρωταγωνιστής όλα τα μεγάλα ιταλικά ντέρμπι. Γούσταρε όσο λίγοι τις εντάσεις, είχε ως όνειρο να προπονήσει την Εθνική Σερβίας – έμεινε ανεκπλήρωτο. Δεν υπήρξε ποτέ μετριόφρονας, δεν του άρεσαν οι χαμηλοί τόνοι, σκεφτόταν φωναχτά από μικρός – κι έχει κατά καιρούς πει απίθανα πράγματα για συμπαίκτες και αντιπάλους. Πριν μερικά χρόνια όταν γιόρτασε τα πεντηκοστά του γενέθλια είχε πει πως έζησε τρεις ζωές σε συσκευασία 50 χρόνων και πως σε όλες ήταν το ίδιο παλιόπαιδο! «Αλλά ήμουν και χαρισματικός – κανείς ποτέ στην Ευρώπη δεν έχει χτυπήσει φάουλ καλύτερα από μένα» επαναλάμβανε.
Τρεις στιγμές
Όταν τον ρώτησαν κάποτε τρεις στιγμές που θα κρατούσε από τη ζωή του είπε ότι θα κρατούσε την μέρα που είδε τη γυναίκα του να του χαμογελάει για πρώτη φορά, τη βραδιά που βγήκε από το νοσοκομείο πιστεύοντας πως νίκησε τον καρκίνο και τη στιγμή που έστηνε τη μπάλα, κοιτούσε το τοίχος και την έβρισκε με το αριστερό. «Μετά θυμούνται οι άλλοι τι γινόταν» έλεγε χαμογελώντας. Για αυτό το χαμόγελο ας τον θυμόμαστε πάντα…