Μετά την ισοπαλία του ΠΑΟΚ με τον Απόλλωνα (που θα ήταν ήττα, αν στο ματς υπήρχε κανονικός διαιτητής κι όχι Ελληνας) διαβάζω διάφορα για τον Πάμπλο Γκαρσία. Αλλοι τον συμβουλεύουν να το πάρει αλλιώς, άλλοι να γίνει πιο προσεχτικός, άλλοι πιο σκληρός κτλ κτλ. Κάνω μια ρητορική ερώτηση, την απάντηση της οποίας την ξέρουμε όλοι. Αν ο Πάμπλο Γκαρσία, δεν ήταν ο Πάμπλο Γκαρσία που είναι είδωλο μιας μερίδας των οπαδών του, θα γινόταν ποτέ προπονητής του ΠΑΟΚ; Δεν νομίζω. Μάλλον για να αντικαταστήσουν τον Αμπέλ Φερέιρα θα ψάχνανε ένα κανονικό προπονητή. Ο Πάμπλο Γκαρσία τέτοιος δεν είναι, οπότε ας μην υπερβάλουμε με απαιτήσεις.
Δεν θέλω να αδικούμε τους ανθρώπους. Ο Γκαρσία στη μέχρι τώρα εμφάνισή του στον πάγκο του ΠΑΟΚ έχει δείξει τρία πράγματα. Το πρώτο ότι του αρέσει το επιθετικό ποδόσφαιρο, όχι με τον τρόπο που αρέσει στους προπονητές αλλά με τον τρόπο που αρέσει στους οπαδούς. Το δεύτερο ότι αισθάνεται την ανάγκη να πει κάτι που θα ικανοποιήσει τον κόσμο και θα αρέσει και στους παίκτες του, λέγοντας μάλιστα και κάποιες υπερβολές που πληρώθηκαν, όπως ότι ο ΠΑΟΚ και ο Ολυμπιακός δεν έχουν καμία διαφορά. Το τρίτο είναι ότι εμφανέστατα προσπαθεί να βάλει πλάτη στη διοίκηση παίρνοντας την ευθύνη των επιλογών της και αναλαμβάνοντας ρίσκα απίθανα για να ικανοποιήσει όσους του έδωσαν την ευκαιρία ελπίζοντας πως έτσι θα μακροημερεύσει. Το βρίσκω δύσκολο.
Κάποιες λεπτομέρειες
Ας τα δούμε όλα αυτά με κάποιες λεπτομέρειες. Ο κανονικός προπονητής, που θέλει να παίξει επιθετικό ποδόσφαιρο, μαθαίνει πρώτα στην αμυντική γραμμή της ομάδας να ανεβαίνει στο γήπεδο σωστά, στη συνέχεια την άμυνα τη θωρακίζει ζητώντας από τους χαφ την κατάλληλη κίνηση χωρίς την μπάλα (πρέσινγκ, καλύψεις κτλ) και τέλος διδάσκει πράγματα στην προπόνηση που μπορεί να βγουν στο γήπεδο κι έχουν να κάνουν με τις συνεργασίες όσων παίρνουν μέρος στην επίθεση. Επιθετικά παίζει μια ομάδα που δίνει στον επιθετικό της πολλές επιλογές, όταν αυτός έχει τη μπάλα στα πόδια – έτσι λένε οι προπονητές. Οι οπαδοί αντιθέτως νομίζουν ότι επιθετικά παίζει μια ομάδα όταν έχει μπαλαδόρους που κάνουν κόλπα με τη μπάλα, είναι γεμάτη μεσοεπιθετικούς και εξτρέμ κι έχει παίκτες που πάνε στο ένας εναντίον ενός και κάνουν σουτ. Αυτά κάνει ο ΠΑΟΚ που είναι πρώτος σε τελικές προσπάθειες στο πρωτάθλημα, χωρίς να υπάρχει τίποτα το οργανωμένο στο επιθετικό του παιγνίδι. Η μεγαλύτερη απόδειξη για αυτό είναι ότι παίκτες όπως ο Γουάρντα, ο Κρμέντσικ, έπαιξαν αμέσως ως βασικοί. Τι να μάθουν; Τους μηχανισμούς της ομάδας; Ποιους μηχανισμούς; Και από ποιόν;
Το θέμα των δηλώσεων είναι μάλλον αστείο – για μένα ποτέ δεν ήταν σημαντικό τι λέει ένας προπονητής, αλλά τι κάνει ένας προπονητής. Μόνο που η αγωνία του Γκαρσία να δείξει τα σωστά παοκτζίδικα αισθήματα είναι τεράστια: ενώ ξέρει ελληνικά μιλάει με μεταφραστή μη πει κάτι λάθος! Κάνει δηλώσεις μέχρι και η γυναίκα του – κι αυτή νομίζοντας πως έτσι θα έχει μαζί της τον κόσμο. Θα ήταν χρήσιμο και σημαντικό αν ο Γκαρσία πήγαινε για βουλευτής. Οχι σε άλλες περιπτώσεις.
Ευτυχισμένοι όλοι
Πιο πολύ κακό κάνει στον ΠΑΟΚ η φανερή υποχρέωση που νοιώθει ο προπονητής να δείξει ότι η διοίκηση δεν κάνει λάθη. Παίζει συνεχώς με τον Περέιρα, που είναι συχνά καταστροφικός, για να φαίνεται ότι η πώληση του Γιαννούλη ήταν προγραμματισμένη. Δίνει φανέλα βασικού σε παίκτες που ακόμα δεν ξέρουν που βρίσκονται για να φανεί ότι είναι καλές μεταγραφές. Χρησιμοποιεί σε δυο ματς στη σειρά τον Καγκάβα, που ο άνθρωπος είναι τόσο ανέτοιμος, ώστε ο Παράσχος την Κυριακή, ούτε που ασχολήθηκε μαζί του.
Ο Γκαρσία μοιάζει να θέλει μια ομάδα με ευτυχισμένα παιδιά: στον ΠΑΟΚ παίζουν όλοι. Αλλά μια ομάδα που αλλάζει συνεχώς ακόμα και τον τερματοφύλακα είναι αδύνατο να γίνει ομάδα. Ο ΠΑΟΚ μοιάζει να κάνει προετοιμασία κι όχι να παίρνει μέρος σε ένα πρωτάθλημα. Επειδή αυτό το πρωτάθλημα είναι χαμηλού επιπέδου μπορεί να τερματίσει δεύτερος ή ακόμα και να κερδίσει το κύπελλο, που είναι ένας αστείος θεσμός δυόμισι παιγνιδιών. Αλλά ό,τι γίνεται δεν έχει λογική. Και δεν βλέπω μέσα από αυτή την απίθανη διαχείριση να μαθαίνει κάτι κι ο Γκαρσία: το πολύ πολύ να τρελάνει το Τζόλη που στο ματς με τον Απόλλωνα έκανε επίθεση στον Τσαμπούρη γιατί πανηγύρισε το γκολ που πέτυχε ή να τσακωθεί με τον Ντούγκλας ενώ δεν έχει άλλο κόφτη για να κάνει το σκληρό – μιλάμε για αστειότητες.
Γνώσεις, πολλές γνώσεις
Κάποτε λέγανε ότι ήταν βασικό «ο κόουτς να είναι ακόμα ποδοσφαιριστής για να καταλαβαίνει τα παιδιά», να «έρχεται από τα σπλάχνα της ομάδας», να έχει δεθεί με τον κόσμο, να «ξέρει το DNA του συλλόγου» (ομολογώ ότι μου αρέσει το σουρεάλ της φράσης…), όπως ο Πεπ Γκουαρντιόλα, όταν ανέλαβε την Μπαρτσελόνα. Ποτέ δεν τα πίστευα αυτά, μου αρκεί να θυμάμαι ότι τα λέγανε παλιά, πολύ παλιά. Το να ξέρεις την ομάδα και την νοοτροπία της δεν σε κάνει προπονητή: προπονητής είσαι όταν κάτι κατασκευάζεις, όταν στην ομάδα δίνεις ταυτότητα, όταν έχεις σχέδιο, όταν διευθύνεις το καλύτερο γκρουπ προσωπικών συνεργατών, όταν μπορείς να εξελίξεις παίκτες. Χρειάζονται γνώσεις, πολλές γνώσεις. Το λάθος που κάνουν όσοι κάνουν συστάσεις αυτές τις μέρες στον Γκαρσία είναι ότι δεν καταλαβαίνουν πως ο άνθρωπος κάνει όσα μπορεί και όσα ξέρει. Στον ΠΑΟΚ έπρεπε να γίνονται συστάσεις.
Ενας παίκτης που αγαπά την ομάδα μπορεί να γίνει προπονητής, αλλά χρειάζονται πολλά για να τα καταφέρεις να τον φτιάξεις. Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Αν θες να φτιάξεις ένα προπονητή πρέπει να του βάλεις βοηθό κάποιον που είναι προπονητής – που έχει δηλαδή την απαραίτητη εμπειρία να διαχειριστεί ανθρώπους και καταστάσεις. Πρέπει να του εξηγήσεις πως δεν χρειάζονται πολλά λόγια: πρώτα πρέπει να φανεί η δουλειά. Πρέπει να του φτιάξεις το καλύτερο τημ (με αρχηγούς αποστολής, γυμναστές, διατροφολόγους ακόμα και ψυχολόγο) ικανούς να καλύψουν τα δικά του κενά. Και πρέπει να τον βοηθήσεις με μεταγραφές: να του πάρεις τον καλύτερο αμυντικό χαφ που μπορείς, να του πάρεις αριστερό μπακ σαν το Γιαννούλη, να του πάρεις σέντερ μπακ γιατί ο Βαρέλα γέρασε και δεξί μπακ κατάλληλο για το παιγνίδι του – ο Βιερίνια στη θέση αυτή μπορεί να παίξει μόνο με ομάδες που έρχονται στην Τούμπα με διάθεση να δεχτούν πέντε γκολ.
Καλό παιδί καλό Πάσχα
Αν έφτανε το να είναι κανείς οπαδός μιας ομάδας για να την προπονήσει θα κάνανε καριέρα προπονητή οι αρχηγοί των οργανωμένων: είναι πιο οπαδοί κι αγαπούν πιο πολύ τις ομάδες από όλους, αλλά δεν ξέρω κανένα που να τα κατάφερε να γίνει προπονητής. Δεν τα κατάφερε επίσης κανένας διοικητικός παράγοντας, που για την ομάδα του «πεθαίνει» και κανείς ρεπόρτερ που μπορεί για το DNA του συλλόγου να γράψει συγγράμματα, αν βέβαια ξέρει να γράφει. Αν αρκούσε να είσαι οπαδός μιας ομάδας για να φτιάξεις μια ομάδα, οι ομάδες θα ψάχνανε οπαδούς, όχι προπονητές. Είναι καλό να είσαι προπονητής μιας ομάδας και να γίνεις και οπαδός της, αλλά μην τα μπερδεύουμε: αυτή είναι η σωστή σειρά κι όχι το ανάποδο.
Παλιά οι ομάδες είχαν πάντα ένα δικό τους παιδί που ήταν έτοιμο να αναλάβει, γιατί ήταν καλό παιδί, δηλαδή πονούσε την ομάδα. Ο ΠΑΟΚ είχε τον Αναστασιάδη, ο ΠΑΟ το Ρότσα, ο Ολυμπιακός τον Πολυχρονίου και μετά το Λεμονή, ο Αρης το Φοιρό: νομίζω ο Μπάμπης Τεννές είχε πει ότι παραιτήθηκε κάποτε «γιατί δεν άντεχε να βλέπει το φάντασμα του Φοιρού στα αποδυτήρια». Αλλά αυτά περάσανε κι όπως λέει ένας φίλος μου που είναι και προπονητής και οπαδός «αν ακούς για κάποιον ότι πήρε τη δουλειά γιατί είναι καλό παιδί, να του λες καλό Πάσχα». Καλό παιδί, καλό Πάσχα…