Αν η Πορτογαλία κερδίσει το Euro θα πρέπει να μοιραστούν στην ποδοσφαιρική ανθρωπότητα αντικαταθλπτικά.
Πριν το ματς με την Κροατία είχα μια απορία – σκεφτόμουν αν ο Σάντος θα επιμείνει στην ίδια σούπερ επιθετική ομάδα και στο σχήμα που χωρά όλους τους καλούς του παίκτες ή αν θα παρουσιάσει μια ομάδα πιο δική του, πιο ικανή να παίξει για το αγαπημένο 1-0, που ο ίδιος αναγνωρίζει ως μοναδικό αποτέλεσμα. Συνέβη το δεύτερο: ο Σάντος άλλαξε τέσσερις παίκτες σε σχέση με το προηγούμενο ματς, γέμισε την ενδεκάδα κόφτες κι αδιαφόρησε τελείως για την επίθεση. Ακολουθώντας την αγαπημένη του συνταγή, είδε την Πορτογαλία του να κερδίζει και να προκρίνεται με ένα και μόνο σουτ στην αντίπαλη εστία: αν έπαιζε, όπως στα πρώτα ματς μπορεί να μην κατόρθωνε ν αποκλείσει τους Κροάτες. Αλλά το αληθινό κατόρθωμα δεν ήταν η πρόκριση της Πορτογαλίας χθες – ήταν η αντοχή όσων παρακολούθησαν το παιγνίδι.
Το ματς μιας αληθινής ομάδα του Φερνάντο με την Κροατία ήταν απλά το χειρότερο της διοργάνωσης, μια ποδοσφαιρική αθλιότητα άνευ προηγουμένου – η απόλυτη κακοποίηση του σπορ. Το οξύμωρο είναι ωστόσο ότι αν οι Πορτογάλοι προπονητές συνεχίσουν να είναι στη μόδα, δεν αποκλείεται να γίνει και μάθημα στα προπονητικά σεμινάρια - όλα είναι πιθανά.
Ποσοστά στο Μου
Ο ειλικρινής Πάολο Σόουζα είχε πει πέρυσι, μετά από ένα ματς της Φιορεντίνα, ότι όλοι οι Πορτογάλοι προπονητές χρωστάνε κάτι στο Μουρίνιο και θα πρεπε να του δίνουν ένα ποσοστό από τις αποδοχές τους. Ο Σόουζα ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πριν χρόνια μου είχε μιλήσει με ειλικρινή θαυμασμό για τον Σάντος – τονίζοντας μου ωστόσο, ότι το υπερκαλουπωμένο ποδόσφαιρο, που παίζουν οι ομάδες του Σάντος δεν είναι της αρεσκείας του. Τότε αυτό μου χε φανεί αντιφατικό – χρόνια αργότερα το κατάλαβα. Ισχύει για τον Σάντος, αλλά ισχύει και για όλους σχεδόν τους πορτογάλους προπονητές: είναι διαβασμένοι και προσεχτικοί, μαθαίνουν στις ομάδες τους να κερδίζουν, είναι συμπαθητικοί, όπως όλοι όσοι το αντικείμενό τους το έχουν μελετήσει, αλλά το ποδόσφαιρο που διδάσκουν είναι ανυπόφορα φοβητσιάρικο, απερίγραπτα κυνικό και ασυγχώρητα βαρετό. Είναι ένα ποδόσφαιρο που χαρίζει νίκες και συγχρόνως διώχνει τον κόσμο από το γήπεδο.
Κατευθείαν από το Εστορίλ
Το ποδόσφαιρο των Πορτογάλων είναι συνέπεια του πρωταθλήματος της Πορτογαλίας, που είναι ένα πρωτάθλημα τριών ομάδων – συχνά χειρότερο ακόμα και από το δικό μας. Ξεχωρίζουν για να φτάσουν στην Μπενφίκα, στην Πόρτο και στην Σπόρτινγκ Λισσαβόνας οι προπονητές των μικρών ομάδων, που σε αυτές βάζουν δύσκολα. Οποιος με την Εστορίλ, την Μπράγα και την Γκιμαράεζ γλυτώνει από πολλά γκολ κόντρα στα «θηρία» βαφτίζεται νέος Μουρίνιο – άλλωστε και ο Μου κάπως έτσι ξεκίνησε. Όταν οι προφήτες από τη Μαδέιρα και την Ακαντέμικα φτάσουν στις μεγάλες ομάδες της Πορτογαλίας, κουβαλάνε μαζί τους αυτή την τεχνογνωσία της καταστροφής – όποιος τολμά και την αφήνει πίσω του φτιάχνει ωραίες επιθετικές ομάδες, ο Χεσούς πχ, αλλά είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Οποιος, ειδικά πάει στο εξωτερικό, για να επιβιώσει, θυμάται τις μεγάλες του μέρες στη Λεϊρία, τότε που οι νίκες ήταν δύσκολες, αλλά λυτρωτικές, σαν το αεράκι του ωκεανού. Και είτε λέγεται Μουρίνιο, είτε Βίλας Μπόας, είτε Σάντος, είτε Ζαρντίμ, είτε Πεσέιρο αυτό διδάσκει: πως μπορούμε να κερδίσουμε χωρίς να παίζουμε πολύ, αρκεί ο αντίπαλος να μην παίζει καθόλου.
Η μόδα του Μου
Το κανε μόδα ο Μουρίνιο όλο αυτό - είναι αλήθεια. Πέρα από την απόλυτη γνώση τρόπων καταστροφής, ο Μου είχε κι άλλα προσόντα - για αυτό και μετά από μια νεκρή για τον ίδιο χρονιά το φάντασμα του πλανάται πάνω από το Euro. Είχε ωραία φάτσα και έγραφε στο φακό. Τσακώνονταν θεατρικά με τους δημοσιογράφους και τους αντιπάλους προπονητές –γεγονός που έκανε την κριτική στο πρόσωπό του δύσκολη, αφού με τους τρελούς δεν τα βάζεις. Είχε μεταδοτικότητα και έψηνε τους παίκτες να τον ακούνε – κλαίγοντας, αν χρειαστεί, μαζί τους. Μπορούσε να κάνει μπακ τον Ετό, όπως ο Φερνάντο μεταμορφώνει σε μπακ τον Βιερίνια. Δεν είχε πρόβλημα να μοιράζει ατομικά μαρκαρίσματα, αρκεί να βγει από το ματς ο καλύτερος Μόντριτς του αντιπάλου. Διάβαζε το παιγνίδι και μπορούσε να παρέμβει στον αργό του ρυθμό με μια σωστή αλλαγή, όπως έκανε χθες ο Σάντος όταν αντικατέστησε τον Γκόμεζ, το παιδί με τη φράντζα, με τον κλώνο του Ντάβιντς, που λέγεται Ρενάτο Σάντσες. Είχε επίσης ο Μου την ικανότητα να κάνει την ομάδα μια γροθιά, να στηρίζει τους υπό αμφισβήτηση σταρ, να μπαίνει μπροστά και να υπερασπίζεται τους πάντες – κι αυτά τα κάνει ωραία κι ο Σάντος κι όλοι σχεδόν οι συμπατριώτες τους. Μόνο που όλα αυτά είναι το συγχωροχάρτι, που ζητάνε από όλο τον κόσμο, ώστε να σκηνοθετούν παιγνίδια βαρετά και ανυπόφορα, όπως το χθεσινοβραδινό. Παιγνίδια που αν οι ομάδες τους δεν τα κερδίσουν, δεν τα θυμάται ούτε ο πιο φανατικός φίλος τους.
Γεμάτο δεν
Το ποδόσφαιρο των Πορτογάλων προπονητών είναι γεμάτο «δεν». Δεν πρέπει να μείνουν πίσω ποτέ λιγότεροι από 4 παίκτες. Δεν πρέπει ν αφήσουμε τον αντίπαλο να τρέξει. Δεν πρέπει ν αφήσουμε ακάλυπτους χώρους. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε, δεν χρειάζεται να τρέξουμε, δεν, δεν, δεν. Είναι ένα ποδόσφαιρο που, όταν το υπηρετούν με πίστη μεγάλοι παίκτες δίνει τίτλους: η Πορτογαλία, αν ο Ρονάλντο τη βοηθήσει λίγο παραπάνω, δεν είναι απίθανο να κερδίσει το Euro. Αλλά παραμένει ένα ποδόσφαιρο μονοδιάστατο, κουραστικό και πάντα ίδιο – όποιοι κι αν είναι οι παίκτες που ο προπονητής έχει στα χέρια του. Το αν είναι οι ακριβοπληρωμένοι σταρ της Πορτογαλίας ή ένα τσούρμου τρεχαλιτζήδες δεν έχει σημασία: στο τέλος θα παίξουν μόνο όσοι εξυπηρετούν το ποδόσφαιρο του 1-0. Φυσικά είναι ένα ποδόσφαιρο που σε πολλούς μπορεί ν αρέσει: είναι δικαίωμά τους. Είναι, όμως, και δικαίωμα όλων των υπόλοιπων να παρακαλάνε να μην το ξαναδούν. Όπως και στην Τέχνη, είναι φρικτό, στο όνομα της επιτυχίας, να οδηγείς κόσμο στην κατάθλιψη.