Ηταν ο Νίκος Σαργκάνης που έφυγε από την ζωή σε ηλικία μόλις 70 χρονών ο μεγαλύτερος Ελληνας τερματοφύλακας; Ναι ήταν. Πολλές φορές η μνήμη μας παίζει παιγνίδια. Οσο τα χρόνια περνούν οι αναμνήσεις γίνονται επιλεκτικές – έχουμε την τάση να κρατάμε μόνο όσα μας εντυπωσιάζουν καλά ή άσχημα. Οι κρίσεις μας μπερδεύονται – ειδικά όταν παρεμβαίνουν και κριτήρια συναισθηματικά: όσοι αγαπήσαμε μας φαίνονται καλύτεροι, όσοι μας πλήγωσαν χειρότεροι. Ο Σαργκάνης αγαπήθηκε και μισήθηκε πολύ. Το πέρασμά του το καλοκαίρι του 1985 από τον Ολυμπιακό, όπου ήταν όχι απλά βασικός, αλλά ένα είδος αρχηγού, στον Παναθηναϊκό, όπου συνέχισε να μεγαλουργεί και να κερδίζει, θεωρήθηκε από τους οπαδούς του Ολυμπιακού ένα είδος ασυγχώρητης προδοσίας. Ο Σαργκάνης πέρασε από την πλευρά των αντιπάλων ολόψυχα γιατί ήταν ποδοσφαιριστής με προσωπικότητα και δεν έκανε συμβιβασμούς: όταν άνοιξε την πόρτα κι έφυγε ήταν δεδομένο πως θα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε στη νέα του ομάδα σαν να έχει βγει από τις ακαδημίες της γιατί στη δουλειά ήταν δοσμένος. Αλλά ακόμα κι όσοι σοκαρισμένοι από εκείνη την επιλογή του διέγραψαν τα πολλά και σπουδαία που έκανε στον Ολυμπιακό δεν μπορούσαν να μην παραδεχτούν την σπανιότητα της κλάσης του. Ο Σαργκάνης, αυτοδίδακτος και βασισμένος στο ένστικτό του, ήταν ο καλύτερος τερματοφύλακας. Και με την Καστοριά και με τον Ολυμπιακό και με τον ΠΑΟ και με τον Αθηναϊκό και φυσικά με την Εθνική Ελλάδος στην οποία αγωνίστηκε 59 φορές. Και σε όποια άλλη ομάδα κι αν πήγαινε πάλι θα ήταν ο καλύτερος.
Εννέα με άριστα το δέκα
Είναι δύσκολο να περιγράψεις σε ένα μικρότερο που δεν τον έχει δει τι είδους τερματοφύλακας ήταν ο Σαργκάνης. Νομίζω πως αν κάποιος επιμερίσει το ρόλο του τερματοφύλακα σε ειδικές κατηγορίες (ρεφλέξ κάτω από την εστία, έξοδος, παιγνίδι με τα πόδια, ικανότητα στα πέναλτι, αυταπάρνηση και σκληράδα κτλ) είναι δύσκολο σε κάποια από αυτές να βάλει στον Σαργκάνη κάτι λιγότερο από εννέα με άριστα το δέκα.
Τα ρεφλέξ ήταν τόσο εντυπωσιακά που χάρη σε αυτά ονομάστηκε «Φάντομ»: η επέμβαση στην Δανία στο σουτ του Σίμονσεν (και όχι μόνο) είναι εντυπωσιακή κυρίως γιατί έρχεται ως κορύφωση μιας σειράς σπουδαίων ανάλογων στιγμών του στην διάρκεια του ματς με τις οποίες το «Φάντομ» ετοιμάζει την απογείωσή του. Εκείνη την χρονιά, σε ένα ντέρμπι στην Λεωφόρο ως τερματοφύλακας του Ολυμπιακού, κάνει πάνω από είκοσι εξόδους δημιουργώντας στους κυνηγούς του ΠΑΟ την βεβαιότητα ότι η μπάλα δεν θα φτάσει σε αυτούς ποτέ. Όταν μιλάμε για σπεσιαλίστα στα πέναλτι ας θυμόμαστε πάντα πως σε ένα ματς με την Καστοριά κόντρα στον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκη έπιασε δύο, ενώ ο Ολυμπιακός έχασε τρία γιατί ο Λεμονής για να τον νικήσει σημάδεψε τόσο πολύ την γωνία που έστειλε τη μπάλα στο δοκάρι! Το Καραϊσκάκη τον έβλεπε ως τον τερματοφύλακα που ήταν έτοιμος να στερήσει από την ομάδα ένα πρωτάθλημα, ο αείμνηστος τότε πρόεδρος του Ολυμπιακού Σταύρος Νταϊφάς έβλεπε ένα καταπληκτικό γκολκίπερ και τον απέκτησε. Η ικανότητα του Σαργκάνη με τα πόδια ήταν κάτι εξαιρετικά σπάνιο: σε αυτό ο Σαργκάνης ήταν μπροστά από την εποχή του. Οφειλόταν πολύ στο ότι όταν ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στον Ηλυσιακό έπαιζε επιθετικός – και στο πλάι και σέντερ φορ κι από αυτό του είχε μείνει και η αγάπη για το γκολ: εκτελούσε πέναλτι με άνεση κι έχει σκοράρει έξι φορές στην καριέρα του.
Αλλά ο Σαργκάνης είχε και πολλά άλλα που είναι δύσκολο να περιγράψεις. Από όλους τους Ελληνες τερματοφύλακες που θυμάμαι ήταν αυτός που σου δημιουργούσε την εντύπωση πως δεν θα δεχτεί ποτέ γκολ: την εστία την γέμιζε εντυπωσιακά και ο Παναγιώτης Κελεσίδης, ενώ η προσωπικότητα δεν έλειψε ποτέ ούτε από τον Βασίλη Κωνσταντίνου, ούτε από τον Αντώνη Νικοπολίδη φυσικά. Ικανότητες στα πέναλτι είχαν και άλλοι πολλοί: ο Αντώνης Μανίκας ήταν ίσως ο καλύτερος από όλους. Πριν φτάσουμε στους πολύ νεότερους και μιλώντας πάντα και αποκλειστικά για Έλληνες υπήρξαν σπουδαίοι και ο Στεργιούδας και ο Χριστίδης κι ο Πουπάκης ενώ ιστορία έγραψε ο μεγάλος Οικονομόπουλος με το μπόι και την ψυχραιμία του – σίγουρα ξεχνώ και αδικώ πολλούς. Αλλά ο Σαργκάνης ήταν κάτι άλλο. Νόμιζες πως αν δεχτεί γκολ θα δείρει όλους τους αμυντικούς του γιατί κάποιο λάθος θα είχαν κάνει: αυτός δεν έκανε λάθος ποτέ.
Πάντα στην πρώτη γραμμή
Η αποδοχή του Σαργκάνη ως του καλύτερου είναι κάτι σαν το παράσημο της καριέρα του - μεγαλύτερο απο τους τίτλους που κέρδισε. Οχι τυχαία ένα απο τα χάι λάιτς της καριέρας αυτής είναι το δημόσιο μπράβο του φορ του ΟΦΗ Θαλή Τσιριμώκου όταν τον βλέπει στο Καραϊσκάκη να κάνει σε μια κεφαλιά του Βλαστού μια επέμβαση που όμοια της δεν υπάρχει: ο Τσιριμώκος αυθόρμητα κάνει αυτό που κάνουν όλοι - τον χειροκροτεί. Η τεράστια αποδοχή του Σαργκάνη αποδεικνύεται από κάτι πολύ απλό: δεν έπαψαν να τον αναγνωρίζουν ως καλύτερο ακόμα και οι οπαδοί του Ολυμπιακού που τον φώναζαν «προδότη». Ο Σαργκάνης όπου αγωνίστηκε τίμησε την φανέλα που φόρεσε με τον ένα και τρόπο που ήξερε: ως πρωταγωνιστής. Δεν κρυβόταν κι έβγαινε μπροστά. Στα αποδυτήρια, σε όλα τα αποδυτήρια, είχε πάντα λόγο. Τον βοηθούσε η φτιαξιά του να μοιάζει μεγαλύτερος. Ηρθε 26 χρονών στον Ολυμπιακό και νόμιζες πως ήταν 35αρης σοφός και έμπειρος. Τον φώναζαν «τσαλακωμένο» γιατί είχε αυτό το σκληρό πρόσωπο - σίγουρα τον άκουγαν όλοι από την πρώτη μέρα. Όταν έφυγε και πήγε στον ΠΑΟ, έχοντας κερδίσει με τον Ολυμπιακό τρία πρωταθλήματα, ήταν 31 χρονών – τότε θεωρούνταν μάλλον μεγάλος. Εμοιαζε όμως όπως όταν πρωτοπήγε στον Ολυμπιακό: εξίσου ακόρεστος και έτοιμος για αποδείξεις σπανίων ικανοτήτων. Έπαιξε πέντε χρόνια στον ΠΑΟ κατακτώντας δυο πρωταθλήματα και τρία κύπελλα και ξεσήκωσε πάλι τον κόσμο του Ολυμπιακού όταν στον τελικό κυπέλλου του 1988 άφησε υπόνοιες ότι τον πλησίασαν για να τον δωροδοκήσουν άνθρωποι του Γιώργου Κοσκωτά – τα πήρε όλα πίσω λέγοντας πως μίλησε γενικά για τα λεφτά του Κοσκωτά κι όχι για λεφτά που θα έδινε σε αυτόν. Αλλά από το ματς εκείνο δεν ήταν το βασικό οι δηλώσεις: είναι ότι στην διαδικασία των πέναλτι σκόραρε κι έπιασε και δύο.
Το θαύμα με τον Αθηναϊκό
Πάντα πίστευα πως ο Σαργκάνης έβλεπε στο μοναχικό ρόλο του τερματοφύλακα ένα τρόπο ζωής στο ίδιο το ελληνικό ποδόσφαιρο. Πρέπει να ένιωθε υπεράνω ομάδων – ίσως και συμπαικτών: η θέση του ήταν διαφορετική από αυτή των άλλων και το για ποιόν έπαιζε είχε λιγότερη σημασία από το πώς έπαιζε. Έπαιζε για μια ομάδα κι έπρεπε να κάνει θαύματα. Ολο αυτό φάνηκε ακόμα καλύτερα στο σύντομο, αλλά εντυπωσιακό πέρασμα από τον Αθηναϊκό στο φινάλε της καριέρας του. Όταν το 1990 μεταγράφηκε στον Αθηναϊκό ήταν 36 χρονών. Οδήγησε την ομάδα στην έκτη θέση του πρωταθλήματος και έφτασε μαζί της ως τον τελικό του κυπέλλου Ελλάδας (1990-91), ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής της. Είναι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει αγωνιστεί σε τελικό του κυπέλλου Ελλάδας με τέσσερις διαφορετικούς συλλόγους και ο πρώτος που το κατέκτησε με τρεις διαφορετικές ομάδες και θα παραμείνει για πάντα ο μόνος που αυτά τα κατορθώματα τα έκανε όχι μόνο με τον Ολυμπιακό και τον ΠΑΟ αλλά και με την Καστοριά και τον Αθηναϊκό. Φυσικά στην μυθολογία του Σαργκάνη θα υπάρχουν πάντα οι δύο αγώνες που έδωσε με τον Αθηναϊκό εναντίον της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Με τις καταπληκτικές του αποκρούσεις, ειδικά στον επαναληπτικό του Ολντ Τράφορντ, με τις ασταμάτητες φωνές του και την γενική κατεύθυνση της άμυνας, κράτησε την εστία του ανέπαφη και στα δυο ματς. Λύγισε μόνο στην παράταση της ρεβάνς: ο Αθηναϊκός έχασε με 0-2, αλλά ο Σαργκάνης είχε αποδείξει πως δεν τον φώναζαν τυχαία Φάντομ. Όταν σταμάτησε δεν νομίζω πως μπορούσε να κάνει κάτι άλλο στο ποδόσφαιρο: ήταν τερματοφύλακας και μόνο. Η τέχνη του τον έφερε από τον Ηλυσιακό στην Καστοριά και μετά στην καταξίωση: η διαδρομή δεν είναι απλή – ίσα ίσα.
Ο επίλογος της Μιρέλλας
Ηξερα εδώ και καιρό την μάχη που δίνει: ήταν εξ αρχής άνιση. Τον επίλογο της ζωής του τον έγραψε η κόρη του. «Ούτε στιγμή δεν παραιτήθηκες, ούτε λεπτό δεν επιβεβαίωσες τις προγνώσεις. Τους πάτησες όλους κάτω, τους ξεγέλασες όλους και πόσες φορές», έγραψε στην ανάρτησή της η Μιρέλλα. «Ήσουν γίγαντας μέχρι το 92’…αλλά κι οι γίγαντες πρέπει κάποια στιγμή να ξεκουράζονται. Πέτα ψηλά τώρα Φάντομ μου, ελεύθερος όπως μόνο εσύ ήξερες να κάνεις».
Προσυπογράφω. Το Φάντομ απογειώθηκε για μια ακόμα φορά. Κι αυτή τη φορά για πάντα.