Δεν υπήρχε παρέα που να βρέθηκα αυτό το ήρεμο τριήμερο που προηγήθηκε στην οποία να μην συζητήθηκε η νέα σειρά του Αρκά. Τα «Παιδικά χρόνια ενός Πρωθυπουργού» δεν είναι μια ακόμα σειρά από σκίτσα. Είναι τα κορυφαία πολιτικά σχόλια που έχουν γίνει για την τελευταία πενταετία. Ακόμα κι αν καταστραφεί η Ελλάδα από πυρηνικές εκρήξεις, αν ο ιστορικός του μέλλοντος βρει κάπου άθικτα τα «Παιδικά χρόνια ενός Πρωθυπουργού» θα καταλάβει τι έχουμε ζήσει όλα αυτά τα χρόνια. Ισως γελάσει, ίσως κλάψει: το βέβαιο είναι ότι η καταλυτική δύναμη του σκίτσου θα τα κάνει όλα κατανοητά.
Δεν έμεινε σιωπηλός
Η κυβέρνηση ετούτη εδώ έχει μια κακή σχέση με τη σάτιρα, όπως όλοι όσοι παίρνουν τον εαυτό τους πολύ στα σοβαρά. Για κάποιο λόγο που δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω η Αριστερά παγκοσμίως θεωρεί ότι δεν μπορεί να είναι στόχος της σάτιρας – ίσως γιατί αντιλαμβάνεται τον κόσμο με τρόπο που θυμίζει θρησκευτικό φονταμενταλισμό: υπάρχουν οι πιστοί και οι άπιστοι, οι καλοί και οι κακοί. Στους άπιστους και στους κακούς μπορεί κανείς να κάνει κριτική – φυσικά και να τους σατιρίζει: τους πιστούς και τους καλούς δεν πρέπει να τους πιάνει στο στόμα του. Ανέκαθεν η Αριστερά αντιμετώπιζε με αναθέματα όποιον είχε το κουράγιο να σατιρίσει (πόσο μάλλον να ειρωνευτεί…) διάφορες αντιλήψεις της: τον μακαρίτη τον Τζιμάκο τον Πανούση πχ λίγοι τον άντεχαν και πολλοί σκανδαλιζόντουσαν όταν τους έπιανε στο στόμα του, μολονότι ήταν απολαυστικός.
Ακριβώς επειδή η απάντηση στη σάτιρα είναι καταγγελίες και απειλές, που συνήθως αφορούν τον καλλιτέχνη και τη ζωή του, όσοι στην Ελλάδα τολμούσαν να κάνουν κάποιου τύπου πολιτική σάτιρα δεν έπιαναν στο στόμα τους τα αριστερά ιερά και τα όσια, προτιμώντας την ασφαλέστατη λύση της διακωμώδησης των κομμάτων εξουσίας. Και ο Αρκάς αυτό κατά βάση κάνει: δεν διακωμωδεί την Αριστερά, αλλά την εξουσία (της). Η διαφορά του με πολλούς άλλους είναι ότι δεν έμεινε σιωπηλός και προβληματισμένος με όσα βλέπει: με το θράσος του αγέραστου παιδιού που έχει καθαρό βλέμμα φώναξε ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός. Και ότι άνετα με τα λόγια του και τις πράξεις του οφείλει κανείς να γελάει μαζί του.
Κάτω από τις φωτογραφίες του Πινόκιο
Ο Αρκάς δεν αναφέρει ποτέ το όνομα «Τσίπρας» και για αυτό ενοχλεί και περισσότερο: έχει καταφέρει να γελοιοποιήσει, όχι την σημερινή Κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, αλλά τους κώδικες της σοβαροφάνειας της κυβερνητικής εξουσίας, κάνοντας σαφές ότι πίσω από μια λαϊκίστικη μάσκα κρύβονται κυρίως ψέματα. Επιπλέον δεν του φτάνει να σου επισημαίνει τα ψέματα (που πέφτουν σαν βροχή), αλλά κάνει σαφές ότι αυτά χρησιμοποιούνται προγραμματικά και προσεχτικά – είναι ο τρόπος και για να πάρεις την εξουσία και για να κυβερνήσεις, ίσως και για να ζεις. Αυτό το τελευταίο είναι που προσθέτει με τα καταπληκτικά «Παιδικά χρόνια ενός Πρωθυπουργού»: ισχυρίζεται ότι η πορεία του πρωθυπουργού προς την εξουσία είναι ένα όνειρο ζωής για την πραγμάτωση του οποίου έχει θυσιαστεί σε χρόνο ρεκόρ (από τα παιδικά κιόλας χρόνια) κάθε σεβασμός σε αξίες όπως η αλήθεια, η παιδεία, η γνώση κτλ κτλ.
Το σκίτσο με τον μικρό που θα γίνει Πρωθυπουργός που τον δείχνει να κοιμάται κάτω από τις φωτογραφίες του Πινόκιο και του Τσε Γκεβάρα είναι ιδιοφυές. Αυτό, στο οποίο ο μικρός ορκίζεται ότι δεν λέει ψέματα, «αλλά απλά κάνει καριέρα», είναι τέλειο. Αυτό που τον δείχνει να γράφει σε τοίχο «Γκόουμπακ μαντάμ Αγγλικού», κάνοντας την επανάστασή του απέναντι στην καθηγήτρια των αγγλικών είναι περισσότερο εύγλωττο από όλα όσα έχουν γραφτεί για τα αγγλικά του πρωθυπουργού. Ο Αρκάς ενοχλεί αφόρητα γιατί παρατηρεί, υπογραμμίζει, εξηγεί: τον κατηγορούν γιατί βλέπουν πως όλος αυτός ο καταπληκτικός σαρκασμός στηρίζεται στην πραγματικότητα. Ο Αρκάς δεν κάνει άλλο παρά να σαρκάζει τη γλώσσα της εξουσίας – για την ακρίβεια μας δείχνει πόσο κίβδηλη είναι.
Ο Χατζόπουλος που αντέχει
Η σάτιρα είναι συχνά πυκνά η τιμωρία της εξουσίας, η απογύμνωσή της, η αποκάλυψη της αλαζονείας της – αυτό ισχύει από τα χρόνια του Αριστοφάνη. Η σημερινή κυβέρνηση ήταν πολύ κοντά στο να πετύχει κάτι μοναδικό: να μην ασχοληθεί μαζί της κανένας αληθινός χιουμορίστας. Οι χιουμορίστες της Αριστεράς απώλεσαν το χιούμορ τους ποντάροντας στο διχαστικό λόγο: στο τέλος έγιναν κάτι σαν ιεροκήρυκες, με τους οποίους κανείς δεν γελάει. Η επιθεώρηση έχει πεθάνει από χρόνια – χρειάζεται κέφι, ευρηματικούς συγγραφείς κι αληθινούς αντεξουσιαστές: όλα αυτά είναι σπάνια. Απέμειναν να σηκώσουν το βάρος της απαραίτητης ειρωνείας οι γελοιογράφοι – μερικοί, όπως ο Δημήτρης Χατζόπουλος ή ο Ανδρέας Πετρουλάκης έδωσαν ρέστα αυτά τα χρόνια της αμηχανίας χρησιμοποιώντας το πενάκι τους σαν νυστέρι. Ο Πετρουλάκης πήγε με τον Καμμένο στα δικαστήρια κι ευτυχώς για τη δημοκρατία μας τον κέρδισε. Τον Χατζόπουλο του έχουν κάνει επιθέσεις που δύσκολα αντέχει άνθρωπος, αλλά συνεχίζει. Το πρόσφατο σκίτσο του που δείχνει τον Τσίπρα στο ντιβάνι του ψυχίατρου να ομολογεί ότι βλέπει παντού ακροδεξιούς, τη στιγμή που ο γιατρός τον καθησυχάζει ότι αυτό συμβαίνει γιατί είναι ακόμα νωπός ο χωρισμός του με τον Καμμένο είναι πραγματικά καταπληκτικό: και σχόλιο, και δοκίμιο, και άρθρο.
Αλλά ο Χατζόπουλος έχει χιούμορ εξαιρετικά ιδιαίτερο – λίγοι μπορούν πραγματικά να εκτιμήσουν την γελοιογραφία που έκανε σχολιάζοντας την πιθανότητα να πολιτευτεί με το ΣΥΡΙΖΑ ο Πέτρος Κόκκαλης: δείχνει ένα νεαρό να γράφει σε ένα τοίχο Ιntracommunism! Ο Αρκάς αντίθετα παντρεύει τον σαρκασμό με την απλότητα από τον καιρό που εμφανίστηκε. Είναι εύκολα κατανοητός, απλός αλλά με ένα χιούμορ ξυράφι. Και ήδη από τα χρόνια του «Κόκορα» έχει στο στόχαστρό του την υποκρισία, τον αριβισμό και φυσικά το ψέμα.
Να γελάς με την τέχνη τους
Τον έχω συναντήσει μια φορά στη ζωή μου στο κτίριο ενός εκδοτικού οίκου: του είπα, σαστισμένος από τη γνωριμία κάπως αμήχανα πως για χρόνια νόμιζα ότι είναι Γάλλος. Γέλασε, μου είπε ότι το πίστευαν πολλοί. Έμοιαζε απλός άνθρωπος: τίποτα δεν μαρτυρούσε το πόσο ιδιοφυής είναι. Κι αυτό είναι το χαρακτηριστικό των αληθινά ξεχωριστών δημιουργών: να σου δείχνουν την Τέχνη τους με την Τέχνη τους. Κι αν έχουν αληθινό χιούμορ να μπορούν να μιλάνε για απολύτως σοβαρά πράγματα ενώ σε κάνουν να γελάς…