Μια μέρα μετά το ματς κόντρα στην Ιταλία, στο οποίο η Εθνική μας, όχι απλά έχασε, αλλά και έγραψε και μια μαύρη σελίδα στην ιστορία της, σημειώνοντας μερικά από τα μεγαλύτερα ιστορικά αρνητικά της ρεκόρ, ο Φερνάντο Σάντος κέρδισε το UEFA Nations League με την Πορτογαλία – το δεύτερο τίτλο του σε εθνικό επίπεδο μετά το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα που κατέκτησε στη Γαλλία το 2016. Το έκανε κερδίζοντας στο Οπόρτο τους Ολλανδούς με το αγαπημένο του 1-0, αυτό το «σκορ-εργαλείο» που κάθε φορά χρησιμοποιεί στα δύσκολα. Το πέτυχε κάνοντας αυτό που συνήθως κάνει, δηλαδή παρουσιάζοντας μια ομάδα με αμυντικούς που είναι αμυντικοί, μέσους που είναι μέσοι και επιθετικούς που είναι επιθετικοί. Και που μέσα στο γήπεδο κάνουν απλά τη δουλειά τους. Οσο καλύτερα μπορούν.
Για να μας κολακέψει
Δεν υπήρξα ποτέ θαυμαστής του ποδοσφαίρου του Σάντος – εξακολουθώ να πιστεύω ότι το πέρασμά του από την Ελλάδα στον ίδιο έκανε μάλλον κακό, αφού τον μύησε σε λογικές σκοπιμότητας που δεν τον χαρακτήριζαν όταν είχε πρωτοέρθει: η ΑΕΚ, που ανέλαβε, όταν ήρθε το μακρινό 2001, ήταν η ομάδα του που έπαιξε το καλύτερο ποδόσφαιρο – έκτοτε το νερό που έβαλε στο κρασί του ήταν πολύ. Ο ίδιος λέει ότι η πίεση του αποτελέσματος που γνώρισε δουλεύοντας στην Ελλάδα του έκανε καλό – τον υποχρέωσε ως επαγγελματία να μετρά πράγματα με τα οποία αρχικά δεν ήθελε να πολυασχολείται, όπως πχ ο αντίπαλος. Δεν ξέρω αν το λέει για να μας κολακέψει – αυτό που ξέρω είναι ότι, ενώ ο ίδιος λέει ότι έμαθε κάμποσα πράγματα από μας, εμείς δεν μάθαμε τίποτα από τον Σάντος. Ειδικά στο επίπεδο της εθνικής ομάδας.
Όχι πατερούλης, αλλά διοικητής
Ο Πορτογάλος πέτυχε στην Ελλάδα κάτι που έμοιαζε απίθανο, δηλαδή να διαδεχτεί τον Ότο Ρεχάγκελ χωρίς να μας κάνει να νοσταλγούμε τα χρόνια του. Ο Γερμανός είχε τόσο πολύ ανεβάσει τον πήχη, ώστε έμοιαζε αδύνατο να βρεθεί κάποιος ικανός να συνεχίσει στην Εθνική τα καλά του αποτελέσματα. Ο Σάντος το κατάφερε και μάλιστα παίρνοντας ένα δρόμο αρκετά διαφορετικό. Έδειξε εμπιστοσύνη σε Έλληνες κυρίως συνεργάτες. Δεν έκλεισε ποτέ την πόρτα της Εθνικής για κανένα και δεν δούλεψε ποτέ με ένα συγκεκριμένο γκρουπ παικτών από το οποίο δεν έβγαινες ποτέ – ούτε κι αν δεν είχες ομάδα. Είχε πάντα μια εξαιρετική σχέση με τους παίκτες του – κυρίως με τους παλιότερους, θυμίζοντας ωστόσο πάντα ότι οι αποφάσεις είναι δικές του. Δεν άφησε ποτέ κανένα να του επιβάλει επιλογές παικτών, ήξερε να χειρίζεται τους δημοσιογράφους (χωρίς να τους θεωρεί αναγκαίο κακό) και φρόντιζε πάντα οι ομάδες του να έχουν απλές, συγκεκριμένες και κατανοητές προτεραιότητές, αφού είχε καταλάβει ότι στους Ελληνες παίκτες (ίσως και γενικότερα στους ποδοσφαιριστές) δεν αρέσουν τα σύνθετα. Δεν ήταν αλάνθαστος και μερικές φορές έκανε και άστοχες κρίσεις, αλλά είχε πάντα το κουράγιο να τις διορθώσει χωρίς ματαιόδοξα να επιμένει για να μας δείξει ότι έχει δίκιο. Ο τρόπος διοίκησης της Εθνικής, στον καιρό του, βασιζόταν πολύ στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά ιεραρχία υπήρχε και αλίμονο σε όποιον αυτό το ξεχνούσε.
Αντίθετα με ό,τι πίστευε ο κόσμος ο Σάντος ήταν λιγότερο «πατερούλης» από τον Ρεχάγκελ και ήταν σαφώς περισσότερο διοικητής. Ηταν επίσης λιγότερο εμψυχωτής από τον Γερμανό, αλλά ήταν καλύτερος παρασκευαστής αγώνων. Με τον Ρεχάγκελ τους ένωνε μόνο η ικανότητα στο να εκτιμούν σωστά τι παίκτες έχουν στα χέρια τους: για το Γερμανό οι παίκτες του ήταν οι καλύτεροι, για τον Σάντος ήταν οι κατάλληλοι – η διαφορά είναι μικρή. Φυσικά ο Σάντος έπαιζε πολύ για το 1-0, πίστευε πάντα ότι υπάρχει μια δεδομένη τακτική που επιτρέπει σε μια ομάδα να κερδίσει αν την ακολουθήσει. Ηταν τυχερός γιατί είχε παίκτες που πίστευαν το ίδιο, αλλά την πίστη τους αυτή την δημιουργούσε και η ανάγκη για νίκες: την ίδια που είχαν και οι Πορτογάλοι όταν τους ανέλαβε μετά από μια ήττα από την Αλβανία. Δυστυχώς το μόνο που καταλάβαμε από το πέρασμα του Σάντος ήταν αυτό: ότι δηλαδή υπάρχει ένας τρόπος για να παίζεις και να κερδίζεις που βασίζεται σχεδόν πάντα στην ακύρωση του αντιπάλου. Και σχεδόν σε τίποτα άλλο.
Αναζητώντας το νέο Σάντος
Ο Σάντος μας έδειξε στην Εθνική πολλά ωραία πράγματα – πέρα από το ίδιο το παιγνίδι. Δυστυχώς το μόνο που κρατήσαμε ως παρακαταθήκη και κληρονομιά (αλλά και δυστυχώς ως σπόρο μια κακής νοοτροπίας) είναι η λογική της επικράτησης με τη λιγότερη δυνατή παραγωγή παιγνιδιού. Από τότε που ο Σάντος έφυγε η Εθνική αναζητά ένα νέο Σάντος, δηλαδή κάποιον που θα κερδίζει με 1-0, θα παίζει ποδόσφαιρο συμβατό με τα γούστα των παικτών, θα χτίσει μαζί τους μια καλή σχέση, ας πούμε αμοιβαίας εκτίμησης. Αυτά ζητούσαν από τον Κλάουντιο Ρανιέρι που τον διαδέχτηκε, για αυτό έφεραν κάποτε τον Μαρκαριάν, με τέτοια κριτήρια ήρθε ο Σκίμπε και αυτή ήταν η μεγάλη ελπίδα όταν ανέλαβε ο Αγγελος Αναστασιάδης. Ολοι αυτοί στο κεφάλι των πιο πολλών που τους επέλεξαν έπρεπε να κάνουν όσα (οι ίδιοι νόμιζαν) ότι έκανε ο Σάντος.
Μόνο που η καλή σχέση με τους παίκτες δεν χτίζεται όταν απλά τους προστατεύεις από τις ευθύνες, το ποδοσφαιρικό γούστο των τωρινών παικτών δεν είναι κοινό, αφού κάμποσοι έχουν εμπειρίες από ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και το να παίζεις για να κερδίζεις με 1-0 δεν είναι τόσο εύκολο όλο φαίνεται. Είναι εύκολο μόνο για τον Φερνάντο. Πίσω από αυτά τα 1-0 υπάρχει μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες, σοβαρή τακτική προετοιμασία, προπόνηση που βασίζεται στο πως θα γίνει σπέκουλα στις αδυναμίες του αντιπάλου και φυσικά μια σχέση με τους παίκτες που βασίζεται, όχι στα καλά λόγια που λέγονται μετά τα ματς, αλλά στις απαιτήσεις που υπάρχουν από αυτούς πριν τα παιγνίδια αρχίσουν. Εμείς βλέπαμε πάντα μόνο το καρότο, αλλά υπήρχε πάντα και μαστίγιο. Αν όχι στον Κατσουράνη, στον Καραγκούνη και στον Ρονάλντο – σίγουρα πάντως σε όλους τους υπόλοιπους.
Η λογική και η δουλειά
Ο Σάντος δυστυχώς δεν ήθελε να μείνει στην Εθνική όταν του έγινε η πρόταση ανανέωσης του συμβολαίου του: τον Ιανουάριο του 2014 που αυτό έληγε ο Ζήσης Βρύζας του είχε πάρει τα μυαλά λέγοντας του ότι ο ΠΑΟΚ θα του έδινε 1 εκατ ευρώ το χρόνο. Εμεινε μέχρι το καλοκαίρι του 2014 για να πάει με την Εθνική στο μουντιάλ – παραλίγο να μείνει και χωρίς δουλειά αφού έκανε κάποιους λάθος υπολογισμούς. Ουσιαστικά δεν αντικαταστάθηκε ποτέ, αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Το χειρότερο είναι ότι ενώ αυτός πήγε στην Εθνική Πορτογαλίας και συνέχισε την καλή δουλειά του, εμείς μείναμε όμηροι της λογικής που νομίζαμε ότι στάθηκε αιτία για τις επιτυχίες του: δεν ήταν η λογική που τις έφερε, αλλά η δουλειά.
Θα τον αναζητούμε για χρόνια – ή για την ακρίβεια θα αναζητούμε τις επιτυχίες του. Κυρίως γιατί από αυτές δεν καταλάβαμε τίποτα…