Η πρόταση του Παναγιώτη Φασούλα στο Νίκο Γκάλη να αναλάβει επίτιμος πρόεδρος της ΕΟΚ και η αποδοχή της από τον θρύλο του ελληνικού μπάσκετ είναι μέσα στο καλοκαίρι η ωραιότερη είδηση για το ταλαιπωρημένο σπορ που όλοι αγαπάμε. Απομένει όλο αυτό το project να γίνει και πραγματικότητα, δηλαδή να κερδίσει η παράταξη του Φασούλα στις επικείμενες εκλογές για να γυρίσει επιτέλους το ελληνικό μπάσκετ σελίδα και να μπορούμε να μιλάμε για την ανάπτυξή του, την ανάστασή του και την έξοδό του από την κρίση στην οποία έχει οδηγηθεί εδώ και χρόνια. Ο Γκάλης έχει καιρό τώρα αποφασίσει να μην παρεμβαίνει. Αλλά υπάρχει πάντα η στιγμή που πρέπει να αποφασίσεις με ποιους θα πας.
Αυτό που συνέβη στην ΚΟΕ
Υπάρχει ένα ωραίο πρόσφατο παράδειγμα που δείχνει γιατί οι ομοσπονδίες πρέπει να διοικούνται από προσωπικότητες του αθλητισμού μας: αυτό που συνέβη στην ομοσπονδία κολύμβησης πρόσφατα. Λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο ο νέος πρόεδρος της ομοσπονδίας κ. Κυριάκος Γιαννόπουλος είχε ζητήσει από τον προπονητή της Εθνικής πόλο Θοδωρή Βλάχο να διαλέξει αν θέλει να συνεχίσει να δουλεύει στον Ολυμπιακό ή στην Εθνική ομάδα. Πρέπει να πω ότι κατά καιρούς διάφοροι πρόεδροι ομοσπονδιών και υπεύθυνοι εθνικών ομάδων έχουν βάλει σε ομοσπονδιακούς ανάλογα διλήμματα – είναι κι αυτά ένας τρόπος να δείχνουν τον εξουσιαστικό χαρακτηριστικό του ρόλου τους. Ο Γιαννόπουλος επανέλαβε αυτή του την απαίτηση και μετά την κατάκτηση του ασημένιου μεταλλείου από το Βλάχο και τους παίκτες του στο Τόκιο: αφού δήλωσε την συγκίνηση του για το γεγονός ότι ο Γιάννης Φουντούλης ήταν σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής στην τελετή λήξης των Αγώνων, επανέλαβε πως ο ομοσπονδιακός προπονητής πρέπει να αποφασίσει αν θέλει τη θέση του στην Εθνική και να παραιτηθεί από τον Ολυμπιακό. Όλα αυτά ο πρόεδρος τα είπε και τη μέρα της κατάκτησης του ασημένιου μεταλλίου: δεν περίμενε καν την επιστροφή της ομάδας στην Ελλάδα! Όταν όμως ο Βλάχος επέστρεψε και ο πρόεδρος συναντήθηκε μαζί του και τον άκουσε να λέει ότι δεν είναι δυνατόν να ζητάς από ένα πατέρα να διαλέξει ένα από τα δυο παιδιά του, η αναδίπλωση του προέδρου έγινε σε χρόνο ρεκόρ – σεμνά και ταπεινά. Η ΚΟΕ έδωσε στον προπονητή τη δυνατότητα να συνεχίσει να δουλεύει και στον Ολυμπιακό, παραμένοντας και στην ασημένια και λαμπερή στους Ολυμπιακούς του Τόκιο Εθνική ομάδα. Γιατί; Διότι ο Γιαννόπουλος που διοικεί την ΚΟΕ έχει υπάρξει πολύ πρόσφατα σπουδαίος αθλητής, όπως άλλωστε και άλλα μέλη του νέου ΔΣ της ΚΟΕ: ούτε αυτός, ούτε τα μέλη του ΔΣ δεν έχουν ακόμα σκοτώσει στο όνομα του παραγοντισμού τον αθλητή που έχουν μέσα τους.
Πάνω από όλα το σπορ
Εντός μιας ομοσπονδίας μπορεί κατά καιρούς να προκύψουν διλλήματα – στην περίπτωση του Βλάχου υπήρχαν εξ αρχής αυτοί που ήθελαν την ανανέωση του συμβολαίου του χωρίς όρους, όπως υπήρχαν κι όσοι ήθελαν να μείνει μόνο στην Εθνική και να φύγει από τον Ολυμπιακό. Είναι λογικό σε διάφορα θέματα να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις: όλοι οι άνθρωποι δεν κουβαλάνε τα ίδια μυαλά. Όταν όμως χρειάζεται μια τελική απόφαση, όποιος νιώθει ακόμα αθλητής αποφασίζει με βάση το συμφέρον του αθλήματος, το οποίο έχει υπηρετήσει. Βάζει το εγώ του στην άκρη και σκέφτεται το σπορ. Και δεν κάνει επίδειξη της παραγοντικής του ισχύς γιατί ξέρει πως το άθλημα είναι πάνω από όλα.
Ετσι χάθηκε ο Γιαννάκης
Η ιστορία είχε δημιουργήσει μια αναπόφευκτη σύγκριση με όσα είχαν γίνει πριν χρόνια στην ΕΟΚ. Ολοι θυμούνται ότι ο κ. Γιώργος Βασιλακόπουλος κάποτε έθεσε στον Παναγιώτη Γιαννάκη τον όρο που τώρα είχε βάλει αρχικά ο Γιαννόπουλος στο Βλάχο: του ζήτησε να διαλέξει ανάμεσα στην Εθνική και στον Ολυμπιακό. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Γιαννάκης έφυγε από την Εθνική κι έκτοτε η Εθνική δεν ξαναείδε άσπρη μέρα. Γιατί ο Βασιλακόπουλος δεν έκανε πίσω τότε, μολονότι στενότατοι συνεργάτες του του έλεγαν να μην χάσει τον Γιαννάκη; Ελάτε τώρα: το γιατί το ξέρετε. Τι είναι το μπάσκετ μπροστά στον ισόβιο πρόεδρο της ομοσπονδίας του;
Η πρόταση του Φασούλα και η αποδοχή της από το Νίκο Γκάλη έχει ένα βαρύ συμβολισμό: σημαίνει πως στην ΕΟΚ πρέπει να επιστρέψει το μπάσκετ, να γίνει δηλαδή η ομοσπονδία φορέας στον οποίο το σπορ θα είναι σημαντικότερο από τους διαιτητές, τα one man show κι όλα αυτά που χρόνια τώρα παρακολουθούμε. Η ίδια η παρουσία του Γκάλη βάζει το πραγματικό δίλημμα των επικείμενων εκλογών: όποιος είναι με το μπάσκετ είναι με το Γκάλη γιατί ο Γκάλης είναι το μπάσκετ. Οι υπόλοιποι πρέπει να εξηγήσουν πως γίνεται να είναι κόντρα στον Γκάλη και να θέλουν να διοικήσουν το μπάσκετ.
Λίγα χωρίζουν, πολλά ενώνουν
Τι μένει για να γυρίσει οριστικά σελίδα η ομοσπονδία; Κατά τη γνώμη μου να τα βρουν ο Φασούλας με το Βαγγέλη Λιόλιο. Παρακολουθώντας την ιστορία αυτή από την αρχή έχω καταλάβει πως και το αφεντικό του Προμηθέα έχει τιμιότατες προθέσεις και κάποιες καλές ιδέες για την επιστροφή του αθλήματος στο δρόμο της προόδου. Εχει επίσης χρήσιμη πείρα διοίκησης και δεν έχει σκελετούς στην ντουλάπα: κανείς δεν τον κρατάει για τίποτα, κανείς δεν έχει περίεργες ιστορίες με αυτόν πρωταγωνιστή να διηγηθεί και για αυτό το λόγο και συσπείρωσε νωρίς και γρήγορα αρκετούς σπουδαίους ανθρώπους του μπάσκετ γύρω του. Προσωπικά δεν έχω καταλάβει τι τον χωρίζει από τον Φασούλα (και πλέον και τον Γκάλη). Από την άλλη βλέπω πολλά που τους ενώνουν: βλέπω διάθεση για προσφορά, σεβασμό στο άθλημα, αισιοδοξία πως θα καθαρίσει ο χώρος, σχέδια για μια νέα οργάνωση – αυτό που είναι πρώτα από όλα απαραίτητο. Κυρίως βλέπω πως και για τους δυο το μπάσκετ είναι σημαντικότερο από τους διαιτητές του – ειδικά από όσους έχουν στα μάτια της συντριπτικής πλειοψηφίας των φίλων του διασύρει το σπορ τραυματίζοντας την αξιοπιστία του.
Στη διάρκεια μιας μεγάλης προεκλογικής περιόδου, στην οποία θαυμάσαμε το μεγαλύτερο γάντζωμα σε καρέκλα στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού, ειπώθηκαν φυσικά ειπώθηκαν και δυο κουβέντες παραπάνω: δεν τις θυμάται ωστόσο κανείς. Ο Φασούλας και ο Λιόλιος έχουν λίγα που τους χωρίζουν και πολλά που τους ενώνουν: από σήμερα έχουν πλέον και τον Γκάλη.
Δεν μπορώ να περιμένω
Ομολογώ ότι ενθουσιάστηκα από την ιδέα να δω το Νικ επίτιμο πρόεδρο: όποιος μας στερήσει την εξέλιξη αυτή που θα προκαλέσει αυθεντική συγκίνηση για ένα σπορ, που εξαιτίας των ανθρώπων που το διοικούν έχασε την ικανότητα του να συγκινεί, θα είναι υπεύθυνος για την μεγαλύτερη ύβρη στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Και η ύβρης τιμωρείται: ως Ελληνες οφείλουμε να το θυμόμαστε.