Η επιβεβαίωση της είδησης ότι ο Κρίστιαν Ατσού είναι νεκρός είναι από αυτές που δύσκολα χωρά ο νους του ανθρώπους. Ο 31χρονος Γκανέζος ποδοσφαιριστής είναι ένα από τα (για την ώρα) πάνω από 40 χιλιάδες θύματα του καταστροφικού σεισμού που χτύπησε την Τουρκία και την Συρία, ίσως το πιο απροσδόκητο. Δεν έχει γεννηθεί στην περιοχή, δεν έχει μεγαλώσει εκεί και ήταν μάλλον περαστικός. Στην ΧατάιΣπορτ ούτε καν αγωνιζόταν πολύ. Σύμφωνα με τον μάνατζέρ του, αλλά και τους παράγοντες της ομάδας του, που το επιβεβαίωσαν, ήταν έτοιμος να φύγει και είχε βγάλει και αεροπορικό εισιτήριο για να πετάξει στις 5 Φεβρουαρίου για την Αγγλία όπου ζούσε η οικογένεια του, δηλαδή η γυναίκα του και τα τρία του παιδιά – έχει δυο γιούς και μια κόρη. Το ακύρωσε γιατί σκόραρε εναντίον της Κασίμπασα, στο τελευταίο ματς που αγωνίστηκε ως αλλαγή και μάλιστα στο τελευταίο του λεπτό: με ένα χτύπημα φάουλ. Κι αυτό το γκολ τον κράτησε στην Αντιόχεια. Και τον έστειλε στο ραντεβού με το θάνατο.
Γύρισε την Ευρώπη
Ο Ατσού έμαθε ποδόσφαιρο στις ακαδημίες της Πόρτο, να και γεννήθηκε στη Γκάνα. Εφτασε να υπογράψει στην Τσέλσι και χάρη σε αυτή την υπογραφή του γύρισε την Ευρώπη: πριν τον αποκτήσει η Νιούκασλ, στην οποία έμεινε μια γεμάτη τετραετία, αγωνίστηκε δανεικός στην Ολλανδία (στη Φίτεσε), στην Ισπανία (στη Μάλαγα), φυσικά και σε αγγλικές ομάδες – στην Εβερτον και στην Μπόρνμουθ δεν έλαμψε. Πριν, στα τριάντα του χρόνια, φτάσει στην Τουρκία έπαιξε και στην Σαουδική Αραβία. Και πιθανότατα εκεί θα επέστρεφε, αν δεν χτυπούσε σχεδόν άψογα ένα φάουλ στο τελευταίο ματς της ζωής του.
Υπάρχει μια τραγική σεναριακή αφήγηση πίσω από όλο αυτό: το γραμμένο και το πεπρωμένο που λέει κι ένα τραγούδι. Κοιτούσα το βιογραφικό του, τις ασταμάτητες αλλαγές ομάδων, τα πήγαινε έλα του. Θυμήθηκα ότι κάποια στιγμή είχε συζητηθεί το όνομά του και για τον Ολυμπιακό – και ποιος ξέρει και για πόσες ομάδες ακόμα. Ήταν καλός ποδοσφαιριστής, ώστε να βρίσκει προπονητές και παράγοντες που του δείχνανε εμπιστοσύνη, αλλά όχι τόσο καλός ώστε να στεριώσει κάπου, παρά τις 60 συμμετοχές του στην Εθνική Γκάνας. Ηταν ένας επαγγελματίας ποδοσφαιριστής του καιρού μας, θα πει κάποιος. Αλλά είμαστε βέβαιοι ότι η ετικέτα αυτή είναι σωστή;
Ο παράξενος επαγγελματισμός
Σκεφτόμουν λίγο την ζωή του άτυχου αυτού παιδιού. Ο επαγγελματίας, οποιαδήποτε δουλειά κι αν κάνει, έχει πάντα μια φυσική έδρα. Προοδεύει στη δουλειά του γιατί δουλεύει σε ένα σταθερό περιβάλλον στο οποίο μπορεί να αποδείξει τις ικανότητές του. Πείθει τον κόσμο για την αξία του γιατί ο κόσμος ξέρει που μπορεί να τον βρει και να τον παρακολουθήσει. Η φήμη του μεγαλώνει όταν οι δεξιότητές του αναγνωρίζονται. Βγάζει τα χρήματα για τα προς το ζειν (και ίσως και περισσότερα) γιατί όλοι θέλουν τις υπηρεσίες του. Δεν μιλάω για τον επαγγελματία αθλητή, μιλάω για τον επαγγελματία γενικά – μπορεί να είναι τεχνίτης, επιστήμονας ή απλά μαγαζάτορας. Η ανάγκη να γίνουν οι αθλητές επαγγελματίες προέκυψε γιατί ο κόσμος αναγνώρισε ότι παρέχουν το είδος της υπηρεσίας που συναντάς και στους άλλους επαγγελματίες – ίσως η δική τους παροχή υπηρεσιών ήταν λίγο διαφορετική, αλλά η συνολική τους δουλειά έμοιαζε σε πολλά με αυτή των άλλων επαγγελματιών. Κι αυτούς ήξερες που θα τους δεις και που θα τους βρεις. Ετρεχες για να χαρείς τις υπηρεσίες τους απέναντι σε μια ομάδα που υποστήριζες – τις υπηρεσίες τους σε σένα δηλαδή. Αναγνώριζες πως σε αυτό που κάνουν είναι εξαιρετικοί και πως για αυτό θα πρέπει και να πληρώνονται: χρήματα φέρνουν, χρήματα παίρνουν. Αλλά σήμερα αυτού του είδους οι επαγγελματίες είναι λίγοι: νομίζει ελάχιστοι. Οι πιο πολλοί είναι σαν τον άτυχο μακαρίτη Ατσού. Βρίσκονται στην συνεχή αναζήτηση μιας ευκαιρίας για να κάνουν την δουλειά τους χωρίς σε αυτή να υπάρχει τίποτα το σταθερό. Κυκλοφορούν με μια βαλίτσα στο χέρι και για αυτούς δεν ισχύει ούτε καν το «όπου γης πατρίς». Πριν προλάβει να σχηματιστεί στο μυαλό τους η υποψία έστω ότι μπορεί να στεριώσουν, πρέπει πάλι να φτιάξουν τα πράγματα τους, εκτός αν χτυπήσουν σωστά ένα φάουλ στο τελευταίο λεπτό ενός ματς. Που και να το κάνουν και να σκοράρουν πάλι δεν ξέρουν τι τους περιμένει. Στην περίπτωση του Ατσου, αυτό το γκολ, ήταν δυστυχώς για το παιδί το χειρότερο.
Φράσεις απο τη Βίβλο
Ο Κρίστιαν Ατσού άλλαξε δέκα ομάδες σε δεκατρία χρόνια. Αλλαζε ομάδες από τα 18 του: όταν υπέγραψε το πρώτο του επαγγελματικό συμβόλαιο η Πόρτο τον έδωσε δανεικό. Ενας Θεός ξέρει πως βρέθηκε στην Πορτογαλία από την Αντα Φόα, ένας Θεός ξέρει πως διάλεξε αυτό το επάγγελμα. Στα χαρτιά ήταν επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, στην πραγματικότητα ήταν ποδοσφαιριστής, αλλά δεν ξέρω αν ήταν και επαγγελματίας ποδοσφαιριστής – δεν αναφέρομαι στις ικανότητές του, αλλά στον τρόπο που έβγαζε το ψωμί του. Το παιδί αυτό, όπως και εκατοντάδες άλλα παιδιά, είχε ως βασική δουλειά το να γυρίζει τον κόσμο αναζητώντας κάθε χρόνο ένα συμβόλαιο – δεν ξέρω πως λέγεται ακριβώς αυτή η δουλειά, πολύ ποδόσφαιρο εντός της ομολογώ πως δεν βλέπω. Στο τέλος έχασε με τραγικό τρόπο το στοίχημα που είχε βάλει με τον εαυτό του ότι μπορεί να τα καταφέρει να κάνει καριέρα ποδοσφαιριστή χωρίς καλά καλά να τον θυμούνται όσοι τον έχουν δει να αγωνίζεται. Σαν αυτόν υπάρχουν πολλοί – πάρα πολλοί. Από καθαρή τύχη δεν βρέθηκαν σε μια πολυκατοικία που στην Αντιόχεια κατέρρευσε, από καθαρή τύχη δεν έπαθαν χιαστούς μετά από μια ανύπαρκτη προετοιμασία, από καθαρή τύχη πήραν τα λεφτά τους σε μια σειρά από χώρες που αγωνίστηκαν. Ο αγώνας τους δεν έχει μεγάλη σχέση με τη μπάλα, αλλά με τη ζωή την ίδια. Η μπάλα είναι το πρόσχημα. Ένα μάλλον απλό διαβατήριο για μια περιπλάνηση που ποτέ δεν ξέρεις που θα σε βγάλει.
Ο Κριστιάν Ατσού ήταν ένας καλός Χριστιανός. Στις αναρτήσεις του ανέβαζε φράσεις από τη Βίβλο, όχι φωτογραφίες από το τελευταίο του αυτοκίνητο. Προσπαθούσε γυρνώντας από χώρα σε χώρα να μεγαλώσει και τρία παιδιά. Βρέθηκε νεκρός στα χαλάσματα μιας πολυκατοικίας στην Αντιόχεια, νεκρός σε μια πόλη την ύπαρξη της οποίας στα 18 του, όταν αποφάσισε να γίνει ποδοσφαιριστής, αμφιβάλω αν γνώριζε. Αμφιβάλω αν θα την είχε ποτέ επισκεφτεί, αν δεν είχε πάει εκεί για να κάνει τη δουλειά του. Η αν δεν έκανε αυτή τη δουλειά. Που πολλές φορές αναρωτιέμαι τι είδους δουλειά είναι.
Θα τον θρηνήσουν οι δικοί του, θα κρατηθεί ίσως κι ένα λεπτό σιγής στη μνήμη του κάπου στον κόσμο. Στον οποίο καλά καλά δεν χώραγε και για αυτό και διαρκώς τον γύριζε. Με μια βαλίτσα. Και με μια αρχική ανεμελιά που στη συνέχεια έγινε επαγγελματική αγωνία. Που δεν καταγράφεται σε επαγγελματικά συμβόλαια…