Το σινεμά που αντέχει...

Το σινεμά που αντέχει...


Χθες βράδυ ήθελα να δω την νέα ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε με τον επικό τίτλο «Οι δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαρίου» και να σας γράψω για αυτή σήμερα. Στάθηκε αδύνατο. Στα τέσσερα σινεμά που με βόλευε να την δω δεν υπήρχε εισιτήριο σε καμία από τις βραδινές παραστάσεις. Η ταινία κρατά σχεδόν 3,5 ώρες. Κάπου χάρηκα που ο κόσμος έσπευσε: δεν είναι ό,τι πιο απλό. Εγώ θα την δω την επόμενη εβδομάδα, αν τα καταφέρω. Μακάρι πάντως να μην βρω πάλι εισιτήριο και να χρειαστεί να περιμένω πιο πολύ.     

Μετά την πανδημία και τα lockdown όσοι αγαπάμε το σινεμά περάσαμε δυο τρία χρόνια ανησυχώντας για μια πιθανή εξαφάνισή του. Στην Αθήνα (και στην Ελλάδα γενικότερα, απλά στην πρωτεύουσα το πράγμα ήταν περισσότερο φανερό) έκλειναν κινηματογραφικές αίθουσες για να γίνουν σουπερμάρκετ κι έβαζαν λουκέτο ακόμα και Multiplex, που κάποτε έσφυζαν από κόσμο: είδα και σε δικές τους αίθουσες τα τελευταία χρόνια ταινίες με παρέα 4-5 άτομα όλα κι όλα. Στις εφημερίδες διαβάζαμε μελαγχολικά αφιερώματα σε μια διασκέδαση που ψυχορραγεί, ενώ όποιος ήταν περισσότερο ψύχραιμος εκτιμούσε πως η τέχνη της αφήγησης ιστοριών με τρόπο κινηματογραφικό δεν θα πεθάνει, απλά όλα θα μεταφερθούν στις ιντερνετικές  πλατφόρμες. Αυτές, βλέποντας πως η οικιακή διασκέδαση αρχίζει να γίνεται τρόπος ζωής, μεγάλωναν αυτού τους είδους τις κυοφορούμενες βεβαιότητες επενδύοντας ποσά ολοένα και μεγαλύτερα. Εφτασαν να γίνουν βασικοί παραγωγοί ταινιών, να διεκδικούν βραβεία, να δεσμεύουν με συμβόλαια μεγάλα τους καλύτερους σεναριογράφους και τους καλύτερους σκηνοθέτες. Κι όσο οι δικές τους προτάσεις γινόταν ολοένα και περισσότερες τόσο έπεφταν παγκοσμίως τα εισιτήρια.

 https://media-flix-gr.s3.amazonaws.com/cache/af/59/af59ac26c123c6027bf682d1273eee0d.jpg

Όταν τα τελευταία χρόνια διαβάζαμε για κάποια ταινία πως «ήρθε να σώσει το σινεμά» αυτή ήταν σχεδόν πάντα ένα αμερικάνικο blockbuster που βασιζόταν σε ένα ανάλογο προηγούμενο και πουλούσε νοσταλγία – ο Τομ Κρουζ έγινε ένας αληθινός ειδικός σε αυτό έχοντας υπογράψει κάποια συμφωνία με τον διάβολο για να μείνει αγέραστος. Παρά την ασταμάτητη εμφάνιση ταινιών που θα το έσωζαν το σινεμά, για χρόνια στην Ελλάδα οι αίθουσες άδειαζαν: ήταν ζήτημα να κόβονταν 100 χιλιάδες εισιτήρια την εβδομάδα - αριθμός πενιχρός. Κι εκεί που είχαμε αρχίσει το μοιρολόι συνέβη κάτι που λίγοι περίμεναν: δυο ταινίες, το μπαρόκ «Οπενχάιμερ», δηλαδή η βιογραφία του δημιουργού της ατομικής βόμβας και η «Μπάρμπι» που ήταν, όπως δηλώνει ο τίτλος της, μια ιστορία με κούκλες για κούκλες, εκτόξευσαν τα εισιτήρια και παγκοσμίως και στην Ελλάδα.

Μολονότι οι προβολές τους άρχισαν καλοκαιριάτικα, οι δυο ταινίες (που ακριβώς επειδή βγήκαν στις αίθουσες μαζί απέκτησαν και τον τίτλο «Μπαρμπαχάιμερ», σαν να είναι μια) έκοψαν πάνω από 1 εκατομμύριο εισιτήρια μαζί – αριθμός τεράστιος αν σκεφτεί κανείς πως βγήκαν καλοκαιριάτικα και συνάντησαν το κοινό τους κάτι νύχτες με φεγγάρι μες τα θερινά τα σινεμά. Για εβδομάδες, χάρη σε αυτές τις δύο, στα σινεμά μας κόβονταν πάνω από διακόσιες χιλιάδες εισιτήρια, γεγονός που καλοκαιριάτικα δεν συνέβαινε ούτε και στους καιρούς που η κρίση στο σινεμά δεν μας περνούσε από το μυαλό ούτε ως πιθανότητα. Και μετά, όταν οι μέρες πέρασαν και τις ταινίες αυτές τις είδαν όσοι ήθελαν να τις δουν, επιστρέψαμε στις εβδομάδες που τα 70 χιλιάδες εισιτήρια ήταν ένας καλός απολογισμός. Με τη διαφορά ότι κανείς δεν κλαίει για τα σινεμά και κανείς δεν φοβάται πως θα τα κλείσουν οι «πλατφόρμες»: έγινε κατανοητό πως αν εισιτήρια δεν κόβονται φταίνε απλά οι ίδιες οι ταινίες, που πολύ συχνά είναι τελείως αδιάφορες.

 https://physicsgg.files.wordpress.com/2023/08/op-nol.jpg

Το σινεμά δεν θα έχει κανένα πρόβλημα αν στις αίθουσες βγαίνουν ταινίες που μπορούν να τραβήξουν την προσοχή του κόσμου και θα έχει τεράστια προβλήματα αν στις αίθουσες βγαίνουν ταινίες που δεν ενδιαφέρονται για το μεγάλο κοινό: αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με την πανδημία και τις πλατφόρμες – είναι ένα πρόβλημα που υπάρχει τα τριάντα τελευταία χρόνια τουλάχιστον. Αν κάτι διαφορετικό συμβαίνει τώρα είναι ότι το πράγμα έχει γίνει περισσότερο φανερό – κυρίως γιατί οι ταινίες που προκαλούν ενδιαφέρον είναι και λιγότερες. Ειδικά μετά την πανδημία που ανέβασε τα στάνταρ των απαιτήσεων των θεατών, Αν κάτι έχει χαθεί είναι το είδος των κινηματογραφόφιλων καταναλωτών που έτρεχαν στις αίθουσες χωρίς κριτήριο. Υπάρχουν δυο «φυλές» που όντως οδηγούνται προς εξαφάνιση: αυτή των πιτσιρικάδων, που γέμιζαν τα multiplex βλέποντας με μια γιγάντιο κουτί ποπ κόρν στο χέρι ό,τι να ‘ναι και αυτή των κινηματογραφόφιλων που γέμιζαν τις art αίθουσες πιστεύοντας πως κάθε εβδομάδα τους περιμένει ένα αριστούργημα. Αυτά τα δυο άκρα χάνονται όντως. Αλλά όλοι οι άλλοι θεατές, αυτοί που διαλέγουν ελπίζοντας πως θα δουν κάτι ενδιαφέρον, υπάρχουν πάντα. Το «Μπαρπαχάιμερ» απέδειξε ότι αυξάνονται κιόλας. Και οι Νύχτες Πρεμιέρας που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν την υποψία μου: στις αίθουσες που προβλήθηκαν οι πάντα καλά επιλεγμένες ταινίες του κινηματογραφικού φεστιβάλ της Αθήνας τα σολντ άουτ ήταν συνεχόμενα. Το κοινό που ψάχνει και επιλέγει δεν λείπει.

https://www.naftemporiki.gr/wp-content/uploads/2023/07/18barbie-review-ftwc-videoSixteenByNine3000.jpg

Ηταν καλές ταινίες η Μπάρμπι και το Οπενχάιμερ που έσπασαν ταμεία; Το Οπενχάιμερ του Νόλαν το βρήκα υπέροχο: το είδος της ταινίας σταθμός που μόνο στα σινεμά μπορείς πραγματικά να απολαύσεις. Η Μπάρμπι δεν μου είπε τίποτα, ωστόσο παραδέχομαι ότι στην αίθουσα που την είδα είχα μια σπάνια εμπειρία: είδα γυναίκες κάθε ηλικίας να γελάνε και να δακρύζουν, να χαίρονται και να συγκινούνται. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως η ταινία λειτούργησε στο κοινό που απευθυνόταν: η στόχευση του κοινού απέδωσε και το συγκεκριμένο κοινό είναι τεράστιο. Το να ικανοποιεί μια ταινία το κοινό της ήταν πάντα στην ιστορία του σινεμά ένα από τα βασικά προαπαιτούμενα της ύπαρξής του.

Την προπερασμένη εβδομάδα κόπηκαν ελάχιστα εισιτήρια: τα λιγότερα εδώ και μήνες. Δεν μας φταίνε όμως ούτε οι «πλατφόρμες», ούτε τα lockdown που είναι πλέον ανάμνηση μακρινή: φταίει ότι οι ταινίες που παίζονταν στις αίθουσες δεν έλεγαν τίποτα στο μεγάλο κοινό. Δεν λέω ότι απαραίτητα ήταν κακές: λέω ότι δύσκολα θα τις διάλεγαν όσοι είδαν τον Οπενχάιμερ και την Μπάρμπι για τελείως διαφορετικούς λόγους. Καμία δεν υποσχόταν ότι έχει μια επική μεγαλοπρέπεια που θα σε κάνει να της χαρίσεις 3 ώρες από το Σαββατόβραδό σου με μεγάλη χαρά. Και καμία δεν είχε ένα θέμα που θα προκαλούσε μια μικρή σεισμική δόνηση στον εσωτερικό σου κόσμο: με απλά λόγια δεν ήταν ταινίες για πολλούς αλλά για λίγους. Και λίγοι τις είδαν.

Το σινεμά δεν κινδυνεύει από τίποτα πέρα από την πλήξη, την αδιαφορία και τη δυσφορία που μπορεί να προκαλούν οι ταινίες που προβάλλονται. Υπάρχει πια ένα κοινό που έχει απαιτήσεις, που δεν ενδιαφέρεται για την ποιότητα του ποπ κορν και που δεν είναι εύκολο να το πείσεις ό,τι κάτι είναι αριστούργημα μόνο γιατί προέρχεται από το Ιράν. Είναι ένα κοινό που έχει δει πολλά και ξέρει πως εικόνες που δεν γοητεύουν και δεν προκαλούν και αισθήματα δεν λένε τίποτα…     

(Βημαγκαζίνο Οκτώβριος του 20023)