Κάθε φορά που φεύγει από τη ζωή κάποιος, που όλοι χάρη στη δουλειά του και την κοινωνική του παρουσία γνωρίζουμε, κάποιος όπως ο Φίλλιπος Συρίγος δηλαδή, το κοινό επιθυμεί την ώρα της απόδοσης του ύστατου αντίο να μάθει κάτι που να έχει να κάνει με τον άνθρωπο: την επαγγελματική του σταδιοδρομία πιστεύει ότι την γνωρίζει - κι όχι άδικα. Μια τέτοια προσέγγιση σε στιγμές, έτσι ή αλλιώς συγκινησιακά φορτισμένες είναι πάντα δύσκολη: η σημαντικότητα του εκλιπόντος είναι συνήθως ταυτόσημη με την σπουδαιότητα της δουλειάς του, οπότε όλοι, όσοι γράφουμε για αυτόν γιατί τον γνωρίσαμε ή τον σεβόμαστε, νοιώθουμε την ανάγκη να τονίσουμε το πώς και το πόσο μας επηρέασε και καταλήγουμε να μιλάμε για την καριέρα του και τις μεγάλες στιγμές της ή για την επαγγελματική του ικανότητα και τη σημαντικότητα της. Έτσι συνέβη και με το Συρίγο: ορθά, όποιος έγραψε για αυτόν, το έκανε εξηγώντας το σημαντικό της παρουσίας του στην αθλητικογραφία και τον τεράστιο ρόλο του στην ανάπτυξη του μπάσκετ ή στην διαλεύκανση διάφορων σκανδάλων, που ο μαχητής δημοσιογράφος ανέδειξε. Προσυπογράφοντας σχεδόν όλα όσα διάβασα από όσους τον γνώρισαν, θέλω να πω ότι εγώ, όσο θα θυμάμαι τις περιγραφές με τις οποίες μας μεγάλωσε, άλλο τόσο δεν θα ξεχάσω την τελευταία του χρονιά, αυτή στην οποία αντιμετώπισε με ένα σπάνιο ψυχικό σθένος την αρρώστια που τον βασάνισε.
Ο καρκίνος δεν είναι «επάρατη νόσο» και κακώς τον αποκαλούμε έτσι. Είναι μια σκληρή και βαριά αρρώστια, που όταν χτυπά ένα αγαπημένο μας πρόσωπο, σχεδόν πάντα αρρωσταίνει και λίγο εμάς, δημιουργώντας μας μια αίσθηση αδικίας – λες και αυτό που τυχαίνει προκύπτει εξαιτίας μιας κακής κι απάνθρωπης κλήρωσης, που θα μπορούσαμε να αποφύγαμε. Το διάστημα της θεραπείας, δηλαδή το διάστημα της παρατεταμένης μάχης του ασθενούς με ένα εσωτερικό σαράκι που τον φθείρει και τον καταβάλει όσο τίμια και δυναμικά κι αν παλεύει, είναι μια μοναδική δοκιμασία, ψυχοφθόρα και σκληρή φυσικά για τον ασθενή, αλλά και συχνά δύσκολα αντιμετωπίσιμη για τους ανθρώπους του. Σχεδόν πάντα, ενώ ο ασθενής δίνει την καθημερινή του μάχη για ζωή γνωρίζοντας τις μικρές πιθανότητες που έχει να τα καταφέρει, οι γύρω του αισθάνονται μια αφόρητα βαριά αδυναμία να τον βοηθήσουν: πολλές φορές στη ζωή μιας οικογένειας ή μιας παρέας εισβάλει μια εκκωφαντική βουβαμάρα – το είδος της σιωπής που μοιάζει με παραίτηση καθώς όλοι νοιώθουν ότι η τύχη του ανθρώπου τους αφήνεται στα χέρια της μοίρας του ή του Θεού του. Όμως το σημαντικό είναι πάντα οι ασθενείς και η ψυχολογία τους. Ο τρόπος που δίνουν τον αγώνα (γιατί όλοι σχεδόν το κάνουν…) δεν είναι κοινός. Πολλοί ασθενείς απομονώνονται, δε θέλουν να μοιραστούν τη μάχη τους με το θάνατο ούτε καν με τους φίλους τους ή απλά δε θέλουν τα σημάδια της φθοράς τους να είναι ορατά ή θέμα συζήτησης. Αρκούνται το να ζήσουν ένα τέλος μοναχικό, κόβοντας κάθε σχέση με αυτό που ήταν προηγουμένως η ίδια τους η ζωή για να προετοιμαστούν για το απερχόμενο δράμα, που στα μάτια τους είναι δική τους και αποκλειστική υπόθεση. Σέβομαι κάθε τέτοια απόφαση. Όμως πάντα θα θυμάμαι το δρόμο του Συρίγου προς το φινάλε ως κάτι μεγαλειώδες.
Η τελευταία χρονιά του Συρίγου ήταν για μένα ένα μάθημα ζωής – ίσως το μεγαλύτερο από το πολλά μαθήματα που κατά καιρούς μας έδωσε. Παρά τη σκληρή θεραπεία, και μολονότι η μάχη ήταν από αυτές που δεν κερδίζονται, ο Συρίγος προσπάθησε να μην λείψει καθόλου από το μετερίζι της δουλειάς του, παραμένοντας με όλη του την τεράστια ψυχική δύναμη στην πρώτη γραμμή. Ηταν αυτός που περιέγραψε τα μεγάλα ματς του Παναθηναϊκού στη Βαρκελώνη, αυτός που έγραψε με το σπικάζ του τη ραψωδία της θρυλικής νίκης του Ολυμπιακού στο Final 4 του Λονδίνου, αυτός που με σύνεση και ψυχραιμία, ελάχιστες μόλις μέρες πριν το θάνατό του, έκανε τα πιο εύστοχα και ρεαλιστικά σχόλια για τις εμφανίσεις της Εθνικής στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Την τελευταία του χρονιά όλες εμφανίσεις του στην εκπομπή για την Ευρωλίγκα στη Νova ήταν άψογες: τα σχόλια του ήταν αλάνθαστα και οι εκτιμήσεις του εντυπωσιακές. Πέντε μήνες πριν το Final four του Λονδίνο, γύρω στα Χριστούγεννα μου είχε πει ότι ο Ολυμπιακός θα κατακτήσει την Ευρωλίγκα γιατί έχει τον πιο καθοριστικό και τον πιο αξιόπιστο γκαρντ στη διοργάνωση, δηλαδή το Βασίλη Σπανούλη - το είχα γράψει. Ηταν μια στιγμή που ο Ολυμπιακός πάλευε για να προκριθεί κι εκεί που όλοι έβλεπαν ατέλειες και δυσκολίες, ο Συρίγος έβλεπε μια δοκιμασία που θα οδηγούσε σε ένα τελικό θρίαμβο.
Στην τελευταία χρονιά του κοντά μας ο Συρίγος απέδειξε ότι το μοναδικό φάρμακο για τον καρκίνο είναι η ίδια η ζωή – για την ακρίβεια η δύναμη να ζεις τη ζωή σου καθημερινά, τιμώντας κάθε της ώρα και μέρα. Το σκεφτόμουν καιρό και σχεδόν πάντα όταν τον θαύμαζα με το καπελάκι του, ακριβοδίκαιο, χιουμορίστα και ξεροκέφαλο. Στο τέλος η ζωή του μου έμοιαζε σαν ένα παιγνίδι μπάσκετ στο οποίο τα τελευταία λεπτά είναι δραματικά και δύσκολα. Ο αντίπαλος ήταν ανίκητος, η διαιτησία «να γελάει κανείς», αλλά η προσπάθεια μοναδική και για αυτό αξέχαστη. Όταν ακούστηκε η κόρνα της γραμματείας και τα δευτερόλεπτα έσβησαν το μόνο που θες είναι να σηκωθείς και να χειροκροτήσεις. Ετσι κι αλλιώς θα συζητάς τον απίστευτο αγώνα του για πάντα…