Ενώ συνεχίζεται ο χαμός με τις αποκαλύψεις για διαστροφές στο χώρο του Θεάτρου εγώ θυμήθηκα μια παλιά ιστορία. Το 1986 είχε κυκλοφορήσει μια τερατώδης φήμη, που ποτέ δεν έμαθα αν ήταν αληθινή. Σύμφωνα με όσα λέγονταν ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε ζητήσει από την πρωταγωνίστρια του Νάντια Μουρούζη να κάνει πλαστική επέμβαση στο στήθος, ώστε αυτό να μοιάζει με κυψέλη μελισσών: μόνο σε αυτή την περίπτωση θα της έδινε το ρόλο στην ταινία «ο Μελισσοκόμος». Ο ευφυής Χρήστος Βακαλόπουλος, σχολιάζοντας την είδηση στο περιοδικό «Αντί», είχε αναρωτηθεί σε ποιο σημείο θα σταματούσαν οι απαιτήσεις του «Τέο», αν του ζητούσαν να γυρίσει τον «Ανθρωπο Ελέφαντα», τονίζοντας ειρωνικά πως κάποιος ηθοποιός γλύτωσε από μόνιμη παραμόρφωση.
Ο Βακαλόπουλος δεν αγαπούσε τον Αγγελόπουλο, λάτρευε όμως τους ηθοποιούς – έγραφε χαρακτηριστικά ότι «θα πρεπε να αντιμετωπίζονται με σεβασμό γιατί χαρίζουν την εικόνα τους στις φαντασιώσεις μας» κι έλεγε ότι πολλές φορές οι «σκηνοθέτες ηθοποιών», όπως ο Τζόρτζ Κιούκορ π.χ είναι αξιοζήλευτοι, «γιατί γεμίζουν το μυαλό σου με εικόνες που αφορούν την λατρεία τους – εξομολογούνται δια μέσου της κάμερας ένα πάθος τους, το πάθος τους για τον ηθοποιό». Όμως το βλέμμα και η άποψη του Βακαλόπουλου ήταν μάλλον μια εξαίρεση: όπως σωστά αναφέρει ο Δημήτρης Καταλειφός στην πρόσφατη παρέμβασή του στον δημόσιο διάλογο που ξέσπασε μετά τις αποκαλύψεις ηθοποιών για βάναυσες συμπεριφορές σκηνοθετών, οι πιο πολλοί μεγαλώσαμε έχοντας αποδειχτεί την ιδέα ότι ένας δημιουργός έχει το δικαίωμα να έχει συμπεριφορά δυνάστη, περίπου όπως ένας προπονητής, που επιτρέπεται να ρίχνει δημοσίως χαστούκια στους παίκτες του για να τους ξυπνήσει.
Δεν μου αρέσει η υποκρισία: έτσι μεγαλώσαμε. Μεγαλώσαμε μαθαίνοντας ότι ο Κόπολα έβαζε χαιρέκακα τον Μπράντο να κυλιέται στη λάσπη στο «Αποκάλυψη τώρα» και κάπου για αυτό χαιρόμασταν. Χαμογελούσαμε ακούγοντας ότι ο Χίτσκοκ σχεδόν βασάνιζε με τις απαιτήσεις του τις ξανθιές πρωταγωνίστριές του. Για να μην αναφέρομαι μόνο σε σκηνοθέτες θυμάμαι ότι οι ιστορίες όπου οι πρωταγωνιστές ταλαιπωρούσαν πρωταγωνίστριες σχεδόν από βίτσιο, προβάλλονταν με όλες τους τις πικάντικες λεπτομέρειες, γιατί το κοινό διψούσε για αυτές. Ο Στιβ Μακ Κουίν έριχνε πραγματικά ξύλο στην πανέμορφη Αλι Μακ Γκρόου στο «The getaway» του Σαμ Πέκινπα. Οι ερωτικές σκηνές του Μίκι Ρούρκ με τις συμπρωταγωνίστριές του δεν ήταν τόσο αθώες. Ο Σον Κόνερι ήταν αρκετά επιθετικός με τις παρτενέρ του στις ταινίες, αλλά αυτό δεν μας εμπόδισε να τον βλέπουμε ως απόλυτο αρσενικό: το ίδιο και τον επίσης μακαρίτη Κερκ Ντάγκλας, για τον οποίο είχαν υπάρξει και καταγγελίες. Και τα ίδια ακούγαμε, χωρίς να σκανδαλιζόμαστε και για Έλληνες σκηνοθέτες, Έλληνες ηθοποιούς, Έλληνες παραγωγούς. Προσοχή δεν αναφέρομαι σε κατάπτυστες και μηνύσιμες σεξουαλικές παρενοχλήσεις (που δεν είναι μέρος της συζήτησης γιατί είναι ποινικά αδικήματα και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται), αλλά σε μπρουτάλ συμπεριφορές. Σκληρές. Εξουσιαστικές. Και ανδρικές.
Στην συζήτηση που προηγήθηκε τις προηγούμενες μέρες κάποιοι ισχυρίστηκαν πως στο θέατρο (και στην τηλεόραση και στο σινεμά λέω εγώ…) «αυτά συνέβαιναν» κι ότι είναι λάθος να κρίνουμε με σημερινά κριτήρια παλιές ιστορίες – το είπε μέσες άκρες ο Δημήτρης Καταλειφός, ζητώντας από τους παλιότερους να ζητήσουν συγνώμη από τους νεότερους. Αλλοι πάλι είπαν ότι ήταν καιρός να ανοίξουν στόματα και να τιμωρηθούν, έστω εισπράττοντας τον σκληρό χλευασμό της κοινής γνώμης, όσοι είχαν συνηθίσει να ξεπερνούν τα όρια, με τη βεβαιότητα ότι θα υπάρξει η σιωπή της ντροπής από την πλευρά όσων υπέφεραν ακραίες συμπεριφορές – το είπε ο Αντώνης Καφετζόπουλος. Ισως έχουν δίκιο και οι δυο κι ας διαφωνούν. Αλλά κατά τη γνώμη μου το θέμα είναι άλλο: όλα αυτά που συζητούνται πλέον ανοιχτά θα είναι χρήσιμα μόνο αν βοηθήσουν, ώστε να αλλάξουν οι αντιλήψεις και το μέτρο της ανοχής μας. Αν έχουμε ζήσει εποχές τεράτων είναι γιατί είχαμε εξοικειωθεί με τα τέρατα. Και τα χειροκροτούσαμε. Στο όνομα μάλιστα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Στη λογική ότι το αποτέλεσμα είναι αυτό που μετράει. Και τίποτα άλλο.
Η σκληρότητα μιας εποχής που προηγήθηκε αφήνει πάντα κατάλοιπα και στις πρακτικές και στις αντιλήψεις: ο Καταλειφός έχει δίκιο όταν, επί της ουσίας, λέει ότι πολλοί της γενιάς του μάθανε τα γράμματα αυτά από τους δασκάλους με τους οποίους καθίσανε. Από την άλλη δεν μπορείς να λυπάσαι όσους όρια ξεπέρασαν και σήμερα «σταυρώνονται», έστω ανεβαίνοντας τον Γολγοθά των Social Media – σε αυτό συμφωνώ με τον Καφετζόπουλο: ό,τι σπέρνεις πρέπει απαραίτητα και να το θερίζεις. Αλλά κατά βάθος παραμένω πιστός στην αντίληψη του Βακαλόπουλου ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να κουβαλά ένα εσωτερικό σεβασμό για τον συνεργάτη του και να τον αντιμετωπίζει με σεβασμό, ως κάτι απαραίτητο όχι για το ντεκόρ της ιστορίας του, αλλά για την ίδια την αφήγηση της λατρείας του. Είτε αυτή είναι το σινεμά, είτε το θέατρο, είτε η μουσική, είτε ο αθλητισμός ο δημιουργός πρέπει να είναι λάτρης. Και της Τέχνης του και όσων τον βοηθούν να μας μεταφέρει το όραμά του. Τουλάχιστον αυτή θα πρέπει να είναι η δική μας προσμονή. Και για αυτόν το λάτρη, και μόνο, θα πρέπει να ξοδεύουμε τα μπράβο μας.
Δεν χρειάζονται συγνώμες: χρειάζεται απλά λίγη αυτοκριτική. Κάναμε λάθος που πιστεύαμε πως κάποιοι έχουν μεγαλύτερα δικαιώματα στη βαναυσότητα γιατί είναι δημιουργοί. Όσους χειροκρατήσαμε, χειροκροτήσαμε. Νυσάφι πια. Κι ο περφεξιονισμός καταντά ξαδερφάκι της ψυχοπάθειας.
Δεν έχουμε ανάγκη μόνο από σπουδαίο σινεμά, από σπουδαίο θέατρο, από σπουδαίες παραστάσεις: έχουμε ανάγκη πλέον η ίδια η Τέχνη, δηλαδή το αποτέλεσμα, να προκύπτει από συμπεριφορές ανθρώπων κι όχι τεράτων: αρκετά με τα τέρατα – τα βαρεθήκαμε. Θέλω να θυμίσω ότι στο χώρο της Τέχνης ο προσδιορισμός «τέρας» ήταν για χρόνια ένα είδος παράσιμου – ακούγαμε συνέχεια για «τέρατα» στο σίνεμα, «τέρατα» της υποκριτικής, «τέρατα» στη μουσική: αρχίζω να πιστεύω ότι αυτό δεν ήταν τόσο αθώο. Πίσω από αυτή την παρουσίαση κρυβόταν η διαστροφή του δημιουργού – ήταν «τέρας», αλλά έπρεπε να τον θαυμάζουμε.
Η Τέχνη, δηλαδή ο σκοπός, δεν μπορεί πια να αγιάζει τα μέσα: πρέπει να συμβαίνει το αντίθετο για να είναι Τέχνη αληθινή. Αριστουργήματα με κόστος των εξευτελισμό των ανθρώπων δεν χρειαζόμαστε άλλα. Οι εποχές άλλαξαν – κάποτε τρώγαμε σφαλιάρες στο δημοτικό: όποιος τις νοσταλγεί δεν είναι στα καλά του. Αλλωστε η νοσταλγία ποτέ δεν σε βγάζει κάπου: ας μάθουμε να εκτιμάμε τους αληθινούς ανθρώπους κι ας μην είναι καλλιτεχνικές διάνοιες όπως οι παλιοί με τους σκελετούς στις ντουλάπες. Αρκετά με «καβαλημένους» αλαζόνες που παριστάνουν τους μικρούς Θεούς αναζητώντας θαυμαστές του εγωισμού τους.
Δεν χρειάζεται να συζητάμε για τους τρόπους δουλειάς των παλιών ψάχνοντας άλλοθι για το χάλι μας –αυτοί αυτή τη δουλειά ήξεραν, αυτή έκαναν. Εμείς πρέπει απλά να γυρίσουμε σελίδα. Να επικροτούμε την διάθεση για συνεννόηση κι όχι την απόλυτη απαίτηση. Να χαιρόμαστε για κάποιον που είναι καλό παιδί και να μην ζηλεύουμε την σκληράδα του δυνάστη, έστω κι αν αυτή ως εργαλείο δουλειάς είναι αποτελεσματική. Πόσο Τέχνη υπάρχει τελικά σε μια εξαιρετική παράσταση ή σε μια καταπληκτική ταινία που προέκυψε χάρη σε βρισίδια, κλωτσιές, μαγκιές, ειρωνείες και αθλιότητες; Εγώ λέω ότι όλα αυτά την σκοτώνουν την Τέχνη. Εστω κι αν βοηθούν, ώστε να υπάρχει ένα τρομακτικά άψογο αποτέλεσμα. Και τα τέρατα άλλωστε τρομακτικά είναι.
(Βημαγκαζίνο, Φεβρουάριος του 2021)