Η πανδημία δεν επέτρεψε στον Παναθηναϊκό να γιορτάσει τα πενήντα χρόνια από την συμμετοχή του στον τελικό του Γουέμπλεϊ όπως θα θελε. Μια δυο καλές και προσεγμένες ειδικές εκδόσεις (το καλύτερο βιβλίο που έπεσε στα χέρια μου είναι του Νίκου Τζουάννη), δυο τουλάχιστον ντοκιμαντέρ, μερικά αναμνηστικά που μπορεί κάποιος να βρει και να αγοράσει και κάποια αφιερώματα εφιμερήδων θύμισαν την επέτειο. Αλλά έλειψαν οι μεγάλες γιορτές – ο εφετινός ΠΑΟ καταδιώκεται από ένα μαύρο σύννεφο που του απαγορεύει να γιορτάζει ακόμα και τις μεγάλες στιγμές του. Και είναι κρίμα γιατί το γεγονός παραμένει το μεγαλύτερο στην ιστορία της ομάδας.
Εντεκα αυτοί, έντεκα κι εμείς
Δεν έζησα το Γουέμπλεϊ αλλά ανήκω στη γενιά που μεγάλωσε με αυτό. Δεν νομίζω ότι υπάρχει στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου ένα γεγονός που στάθηκε αιτία για την δημιουργία πιο πολλών οπαδών ομάδας από τη συμμετοχή του Παναθηναϊκού στον τελικό του κυπέλλου πρωταθλητριών. Οποιος σήμερα είναι γύρω στα 60, είναι βέβαιο ότι θα σου πει πως ο βασικός λόγος που έγινε Παναθηναϊκός ήταν το Γουέμπλεϊ: η διάσταση του κατορθώματος και η ελπίδα ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επαναληφθεί μόνο από τον ΠΑΟ. Θυμάμαι πως όταν δεκαπέντε χρόνια αργότερα ο ΠΑΟ του Γιώργου Βαρδινογιάννη κατόρθωνε να κάνει πάλι μια καλή ευρωπαϊκή πορεία (με προπονητή τον Γιάτσεκ Γκμοχ και αστέρια τον Δημήτρη Σαραβάκο, τον Ζάετς και τον Ρότσα) μια σημαντική μερίδα των οπαδών του που είχε ζήσει το Γουέμπλεϊ μιλούσε πάλι για αυτό σαν να ήταν κάτι που να είχε συμβεί πριν από ένα χρόνο π.χ. Οποιος είχε ζήσει όλη εκείνη την απροσδόκητη πορεία είχε κρατήσει ως συμπέρασμα «το έντεκα αυτοί, έντεκα εμείς» του Φέρνς Πούσκας και το ότι «αν είσαι Παναθηναϊκός όλα γίνονται». Και είναι πραγματικά να απορείς πως πενήντα χρόνια μετά, και μολονότι υπήρξαν στο διάστημα αυτό κι άλλες αξιοπρεπέστατες ευρωπαϊκές πορείες αυτή η ιδεολογική κληρονομιά χάθηκε. Ο,τι δεν κατάφεραν οι αντίπαλοι του ΠΑΟ, που προσπάθησαν να τον μουτζουρώσουν τον μύθο του Γουέμπλεϊ, το κατάφερε ο Παναθηναϊκός μόνος του! Εδώ και χρόνια (κι όχι φυσικά τώρα) κατάφερε να χάσει αυτό που στο Γουέμπλεϊ απέκτησε, δηλαδή τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του.
Με τις ευχές όλων
Στη μεταπολίτευση, που ακολούθησε την πτώση της χούντας, δαιμονοποιήθηκαν σχεδόν όλες οι αθλητικές επιτυχίες που υπήρξαν στο διάστημα της επταετίας κι ο λόγος ήταν απλός: έπρεπε μετά την χούντα να υπάρξει ένα νέο αφήγημα που να στηρίζεται σε νέους προσανατολισμούς. Το ποδόσφαιρο έγινε «όπιο του λαού», η Ελλάδα έπρεπε να μην αναστενάζει στα γήπεδα που γέμιζαν περισσότερο για τις συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη παρά για ποδοσφαιρικά ματς. Μετά το 1974 έχουμε μια μεγάλη πτώση εισιτηρίων – χρειάστηκε η κατασκευή του ΟΑΚΑ για να αρχίσει πάλι ο κόσμος να επιστρέφει στα γήπεδα: το ΟΑΚΑ άλλωστε δεν είχε καμία σχέση με το παρελθόν. Παρά την μεταπολιτευτική δαιμονοποίησή του ποδοσφαίρου ωστόσο, το Γουέμπλεϊ παρέμεινε για τον Παναθηναϊκό ένα αληθινό κατόρθωμα – παρά τα όσα λέγονταν: ο ΠΑΟ, ας μην το ξεχνάμε, για να φτάσει εκεί δεν είχε αποκλείσει μόνο το Ερυθρό Αστέρα, αλλά και την Εβερτον. Στο Γουέμπλεϊ είχε κατεβεί με τα ευχετήρια τηλεγραφήματα όλων των ομάδων της εποχής κι όχι μόνο με τις ευχές του Ασλανίδη που έλεγε ότι θα πάει στο Λονδίνο με την Παναγία της Τήνου.
Το πιο σημαντικό όμως στην ιστορία αυτή ήταν η ίδια η μετάλλαξη του ΠΑΟ – κι αυτό προφανώς και δεν είχε να κάνει με το είδος του πολιτεύματος: είχε να κάνει με μια νέα νοοτροπία. Ο Παναθηναϊκός ορίζει την ιστορία του με ορόσημο το Γουέμπλεϊ: πριν από αυτό ήταν μια μεγάλη ελληνική ομάδα, μετά από αυτό ήθελε να γίνει κάτι άλλο: μια ομάδα ευρωπαϊκή.
Οι ομάδες δεν πρέπει να είναι ίδιες και απλά να φοράνε φανέλες με άλλα χρώματα: όταν αυτό συμβαίνει το πράγμα χάνει το ενδιαφέρον του. Το Γουέμπλεϊ έδωσε στον ΠΑΟ ένα ευρωπαϊκό προσανατολισμό: στο μυαλό των οπαδών του η ομάδα έπαψε να είναι ίδια με τις άλλες. Το ίδιο και στο μυαλό των παραγόντων του: ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, ο Μάνος Μαυροκουκουλάκης, οι Γιαννακόπουλοι υπήρξαν παιδιά του Γουέμπλεϊ – άνθρωποι που έχοντας ζήσει από πρώτο χέρι εκείνη τη μαγική χρονιά πίστευαν ότι για τον Παναθηναϊκό πρέπει να είναι πρώτο και βασικό μέλημα η επανάληψή της. Κι αυτό έγινε σχεδόν αμέσως και θέληση των οπαδών της ομάδας: για χρόνια ενώ για τον οπαδό του Ολυμπιακού π.χ «χαμένη χρονιά» είναι μια χρονιά χωρίς πρωτάθλημα, για τον οπαδό του ΠΑΟ «χαμένη χρονιά» ήταν μια χρονιά χωρίς μια μεγάλη ευρωπαϊκή βραδιά. Αυτό μέχρι τα μισά της δεκαετίας του 2000: μετά ξεχαρβαλώθηκαν όλα.
Ο Μίμαρος ήταν ο καλύτερος
Ενας εορτασμός του Γουέμπλεϊ με τον τρόπο που έπρεπε θα ήταν χρήσιμος για να θυμηθεί ένα μεγάλο μέρος των οπαδών του ΠΑΟ ποια ήταν η ομάδα, πως πορεύτηκε και που βρίσκεται σήμερα – δεν μιλάω για τα αγωνιστικά της χαρακτηριστικά, αλλά για την κατεύθυνσή της, τις προτεραιότητές της, την ίδια την ταυτότητα εν τέλει. Το «Γουέμπλεϊ» δεν ήρθε ως αποτέλεσμα ενός προγραμματισμού ή κάποιας τρομακτικής επένδυσης. Η ομάδα εκείνη είχε την τύχη να έχει στις τάξεις της τον πιο επιδραστικό Ελληνα ποδοσφαιριστή και πολλούς πιστούς στρατιώτες που τον ακολούθησαν: ο Μίμης Δομάζος ανήκε στην σπάνια κατηγορία των παικτών που προηγήθηκαν της εποχής τους – ήταν ένας παίκτης της δεκαετίας του ΄90 που έπαιξε μπάλα τρεις δεκαετίες πριν και που το ‘70 ήταν ένας από τους καλύτερους μέσους στην Ευρώπη. Ο δε Πούσκας δεν ήταν σίγουρα κάποια ιδιοφυία της προπονητικής: ήταν όμως ένας σπουδαίος εμψυχωτής κι ένας λαμπερός ποδοσφαιράνθρωπος, με σπουδαίο βιογραφικό, χαρισματικότητα και επιβλητικότητα – ένας κανονικός προπονητής του ΠΑΟ δηλαδή.
Το χαμένο εγχειρίδιο
Το Γουέμπλεϊ ήταν από μόνο του ένα είδος εγχειρίδιου ευρωπαϊκής επιτυχίας: ο ΠΑΟ έπρεπε να έχει δυνατές διοικήσεις, προπονητές με κύρος και Δομάζους, δηλαδή σπάνιες ποδοσφαιρικές προσωπικότητες. Αυτά έψαχνε για χρόνια και μετά χάθηκε: σιγά σιγά όλοι άρχισαν να μιλάνε αποκλειστικά για λεφτά, το νέο «Εν τούτω Νίκα» έγινε το πρωτάθλημα, η Ευρώπη έπαψε να ενδιαφέρει σε σημείο που θα μπορούσε και να θυσιαστεί για να μειωθούν τα χρέη, και οι ίδιοι οι οπαδοί του ΠΑΟ, που κάποτε ζούσαν με την ελπίδα μιας νέας ευρωπαϊκής επιτυχίας, άρχισαν να ασχολούνται με το πώς θα μειώσουν τις επιτυχίες των άλλων, όταν δεν τρωγόντουσαν μεταξύ τους. Όταν έγινε η πολυμετοχικότητα και μπήκαν στα ταμεία της ομάδας πάνω από 100 ζεστά εκατομμύρια ευρώ εγώ περίμενα ν ακούσω ότι στόχος είναι και πάλι η ευρωπαϊκή διάκριση. Αντί για αυτό άκουγα για «εκτοξεύσεις», «δυναστείες» που ποτέ δεν υπήρξαν και «ηγεμονίες» που κανείς δεν είδε. Α, και για τον «έλεγχο του παρασκηνίου», που έγινε για κανα δυο χρόνια η μεγάλη κατάκτηση.
Μηπως και...
Στο απρόβλεπτο του πράγματος το Γουέμπλεϊ μοιάζει με την κατάκτηση του Euro. H διαφορά είναι ότι ως αποτέλεσμα διαμόρφωσε δυο γενιές οπαδών του ΠΑΟ: μια που το έζησε και μια που με αυτό μεγάλωσε. Μια τρίτη το πρόδωσε αφήνοντας στην άκρη την ευρωπαϊκή κατεύθυνση της ομάδας: ο ΠΑΟ μετά το 2004 προτίμησε να αναδείξει σε ιερό δισκοπότηρο όχι πια το «Γουέμπλεϊ», αλλά το ελληνικό πρωτάθλημα κι έφτασε εξαιτίας χρεών να θυσιάσει την ευρωπαϊκή του παρουσία, αυτός που χρόνια για αυτή και μόνο καμάρωνε. Και φέτος συμπληρώνει έντεκα χρόνια μακριά από το Τσάμπιονς λιγκ και τέσσερα χωρίς ευρωπαϊκό ματς: ποιος θα το λεγε!
Τον είχε ανάγκη τον εορτασμό του Γουέμπλεϊ ο ΠΑΟ. Μήπως και θυμηθεί ποιος ήταν. Μήπως και καταλάβουν οι τωρινοί πιτσιρικάδες οπαδοί του για πιο λόγο καμάρωναν για την ομάδα οι μπαμπάδες τους…