Οι κριτικοί κινηματογράφου χωρίζουν τις ταινίες συνήθως με βάση το σενάριο ή τις εικόνες τους ή συνηθέστερα με βάση τις αντιδράσεις, που αυτές προκαλούν στο θεατή: κάτι που σε κάνει να γελάς είναι κωμωδία, κάτι που σε κάνει να κλαις είναι δράμα κτλ. Πριν, ωστόσο, φτάσουμε σε αυτό το διαχωρισμό, υπάρχει ανάγκη ενημέρωσης, όχι για το τι είναι αυτό που προβάλλεται, αλλά για το ποιο είναι το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Μια πλήρης παρουσίαση ταινίας θα πρεπε να ξεκινά από αυτό. Αν εξηγείς πχ ότι μια ταινία απευθύνεται αποκλειστικά σε καταθλιπτικούς ή σε όσους θέλουν να πάθουν κατάθλιψη, μπορεί να γλυτώσεις κόσμο από το να υποστεί ένα μαρτύριο. Ενας τέτοιος διαχωρισμός προϋποθέτει κάτι που δεν είναι απλό, δηλαδή να σκεφτείς τον έρμο το θεατή, πριν παρουσιάσεις ό,τι αυστηρά ή χαλαρά κρίνεις. Αν το κάνεις, μπορεί να δημιουργήσεις κινηματογραφικά είδη καινούργια- ένα τέτοιο είδος που υπάρχει, αλλά οι κριτικοί δεν τολμούν να αναφερθούν σε αυτό με το αληθινό του όνομα είναι οι «γκομενοταινίες». Το γλυκό «La la Land» πχ που μας ήρθε χριστουγεννιάτικα είναι πρώτα από όλα μια γκομενοταινία.
Τα δυο είδη γκομενοταινίας
Δεν είναι γκομενοταινία κάθε ταινία με πρωταγωνίστρια γυναίκα – καλό είναι να το ξεκαθαρίσουμε. Επίσης δεν αναφέρω τον όρο καθόλου υποτιμητικά – υπάρχουν γκομενοταινίες πολύ καλές και άλλες λιγότερο καλές. Υπάρχουν δυο ειδών γκομενοταινίες. Στο πρώτο ανήκουν οι ταινίες με πρωταγωνίστριες γκόμενες που απευθύνονται σε γκόμενες, οι οποίες θα ήθελαν να είναι στη θέση της πρωταγωνίστριας ή απλά τη συμπονούν. Στο δεύτερο ανήκουν ταινίες που απλά απευθύνονται (κυρίως…) στην γυναικεία ευαισθησία ευελπιστώντας να βρουν μεταξύ των γυναικών το στρατό, που θα τρέξει να τις δει, ώστε να κάνουν εισιτήρια. Η μεγάλη διαφορά με τις άλλες είναι πως δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει γυναίκα πρωταγωνίστρια. Ας δούμε τα είδη πιο αναλυτικά.
Η πρώτη κατηγορία
Γκομενοταινία που ανήκει στην πρώτη κατηγορία είναι το «Ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς» πχ ή «ο Διάβολος φορούσε Πράντα» και όλα τα ανάλογα. Στις ταινίες αυτές πρωταγωνίστρια είναι μια συμπαθητική (;) κοπέλα που κάνει ό,τι μπορεί για να δει τα όνειρά της να γίνονται πραγματικότητα – ενώ πρέπει να παλέψει με ένα πλήθος από αντιξοότητες, πάντα γυναικείες. Στις ταινίες αυτές η πρωταγωνίστρια είναι συνήθως υπάλληλος που κανείς δεν καταλαβαίνει το ταλέντο της, ή εργαζόμενη με παιδί κι ένα άντρα που δεν την πολυκαταλαβαίνει. Μπορεί επίσης να είναι κάποια που μόλις έχει μετακομίσει σε μια πόλη ή κάποια που ξεκινά τώρα τη δουλειά ή κάποια με προσόντα (κατά βάση καλλιτεχνικά…), που γονείς και φίλοι δεν καταλαβαίνουν. Πρόκειται για πρωταγωνίστρια που ψάχνει την επαγγελματική καταξίωση και στο παρεμπιπτόντως μπορεί να βρει και τον έρωτα, που συνήθως είναι κάποιος πλούσιος ομορφονιός. Ανά δεκαετίες έχουν υπάρξει διάφορες βασίλισσες του είδους: στα 80΄ς η Μέλανι Γκρίφιθ με το «Εργαζόμενο Κορίτσι» έκανε την απόλυτη τέτοια γκομενοταινία, αλλά ανάλογα επιτυχημένο υπήρξε και το «Dirty Dancing» πχ που έπεισε μια ολόκληρη γενιά κοριτσόπουλων ότι κάπου υπάρχει ένας παιδαράς χορευτής που δεν είναι γκέι και είναι έτοιμος να τις απογειώσει: κάποιες φτάσανε τα 45 κι ακόμα τον ψάχνουν. Οι γκομενοταινίες είναι συχνά επικίνδυνες.
Η δεύτερη κατηγορία
Η δεύτερη κατηγορία είναι περισσότερο πολύπλοκη. Εδώ η πρωταγωνίστρια δεν είναι απαραίτητο να είναι γυναίκα – μπορεί σε πρωταγωνιστικό ρόλο να υπάρχει ένα ζευγάρι. Σημασία έχει ως ζευγάρι να κουβαλάει προβλήματα, που να είναι απαραίτητο να αναλυθούν ή που να είναι αρκετά, ώστε να δημιουργήσουν κάποιου τύπου σκοτούρα στην αρχή της ταινίας ή ακόμα καλύτερα στο τέλος, ώστε φεύγοντας από το σινεμά τη σκοτούρα να την τυλίξετε και να την πάρετε σπίτι. Σε αυτές τις ταινίες το φινάλε μπορεί να είναι δραματικό – πχ να πεθαίνει η πρωταγωνίστρια (ιδανικό για να δει πως αντιδράς) ή να πεθαίνει ο πρωταγωνιστής (σπάνιο πάντως) ή απλά να χωρίσουν (οπότε θα σε πρήξει όλη νύχτα για το τι θα έκανες εσύ). Η μούσα αυτού του είδους της γκομενοταινίας υπήρξε η Μεγκ Ράιαν που μεγαλώνοντας άφησε κάτι εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια που αναζητούν αγοραστή, με αποτέλεσμα το Χόλυγουντ να ψάχνει εδώ και καιρό την διάδοχό της. Νομίζω ότι η «Πόλη των Αγγέλων» είναι η πιο γκομενοταινία της Μεγκ Ράιαν – και η απόδειξη ότι ακόμα και ο Βέντερς μπορεί να γύριζε γκομενοταινίες και να μην το ήξερε. Πέρα από τη Μεγκ, που αρκούσε απλά να ρευτεί κατά τη διάρκεια μιας κανονικής ταινίας για να την κάνει γκομενοταινία, γκομενοταινίες γύριζε αποκλειστικά η Τζένιφερ Ανιστον, (ειδικά αν σε αυτές ήταν πρωταγωνίστρια), η Κέιτ Χάντσον, η Σάντρα Μπούλοκ και η Γκόλντι Χόουν. Τρεις ωστόσο είναι οι απόλυτες γκομενοταινίες και σε αυτές δεν υπήρχαν οι προηγούμενες – μιλάω για το θρυλικό «Love Story», που μεγάλωσε γενιές και γενιές, το «One Day», που αν το δεις μαζί της θα χαρεί όσο αν την έχεις πάει τριήμερο στην Αράχοβα και φυσικά την «Αμελί», που ναι, παραδέξου, τώρα που μιλάμε μεταξύ μας, πως κι εσύ θα ήθελες να τη σκοτώσεις.
Το μιούζικαλ προκαλεί κατούρημα
Πάμε τώρα στο προκείμενο: είναι το μιούζικαλ «γκομενοταινία»; Ως άνθρωπος που αγαπάει το μιούζικαλ (κυρίως το θεατρικό) λέω ότι συνήθως είναι. Ακόμα κι αν ο πρωταγωνιστής είναι άντρας, όπως στο κλασικό «Τραγουδώντας στη βροχή» ή στο «West Side Story», το μιούζικαλ απαιτεί μεγάλα αποθέματα ανοχής, που ένας άντρας σπανίως έχει. Ο άντρας, ειδικά ο Ελληνας, έχει μάθει να πηγαίνει για κατούρημα στις σκηνές με τα χορευτικά που υπάρχουν στις ταινίες του Δαλιανίδη πχ με τις οποίες μεγάλωσε. Επειδή ο εγκέφαλος συχνά δημιουργεί συνθήκες αυτόματης, μη σκεπτόμενης, αντίδρασης, τον έλληνα αν τον βάλεις να δει ένα μιούζικαλ ή θα πάθει συχνουρία ή θα τρέχει διαρκώς στην τουαλέτα χωρίς λόγο. Το μιούζικαλ είναι ένα υπέροχο είδος, αλλά δεν είναι για έλληνες θεατές. Εξ αντανακλάσεως ό,τι δεν κάνει στον έλληνα, κάνει στην ελληνίδα, που συχνά διαφοροποιείται δια μέσου της κόντρας: υπό αυτό το πρίσμα μια γκομενοταινία που για τον άντρα είναι αδιάφορη, βοηθά το ζευγάρι διότι του προσφέρει ένα πεδίο συμβιβασμού. Συχνά μάλιστα επιτρέπει στον άνδρα να κερδίσει πολλά που η γυναίκα του δεν θα του παραχωρούσε διαφορετικά. Ετσι αν σου ζητήσει να την πας στο «La la Land», (που προσωπικά βρήκα πολύ χαριτωμένο, παρά την αμήχανη ερμηνεία του Ράιαν Γκόσλινγκ, που πρέπει ν αποφασίσει τι θα κάνει αν ποτέ μεγαλώσει), να το κάνεις, αλλά να έχεις υπόψην σου να της ζητήσεις κάποιο αντάλλαγμα σκληρό: πχ να μην πας την Καθαρά Δευτέρα στην πεθερά σου, ή να σ αφήσει να φωνάξεις τους φίλους σου για να παίξετε χαρτιά ως το πρωί ή κάτι αντίστοιχο. Αυτό, η διαπραγμάτευση δηλαδή, θα κάνει το «La la Land» μια ταινία που θα αγαπήσεις, παρόλο που ποτέ δεν θα καταλάβεις για ποιο λόγο τόσοι άνθρωποι χριστουγεννιάτικα την είδαν…
Α και κάτι τελευταίο. Μην ακούς ανοησίες: δεν θα σου κάτσει, επειδή θα δεις μαζί της γκομενοταινίες – αυτά είναι σαχλαμάρες. Αλλά σίγουρα αν σου κάτσει, θα δεις κάμποσες γκομενοταινίες μαζί της. Για αυτό μάθε να διαπραγματεύεσαι. Σοβαρά.