Το «Τζόκερ», που δικαίως κουβαλούσε τον άτυπο τίτλο μιας από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς, είναι πρώτα από όλα η περίπτωση της ταινίας που παίζει με τις κινηματογραφοφιλικές σου μνήμες: νομίζεις ότι κάτι σου θυμίζει και αρχικά ψάχνεις να βρεις τι. Σου έρχεται στο μυαλό λίγο ο «Βασιλιάς της Κωμωδίας», λίγο η «Σκυλίσια μέρα» – σίγουρα ο «Ταξιτζής» και το σύμπαν του Μάικλ Σκορτσέζε. Σύντομα διαπιστώνεις πως υπάρχει μεν μια λατρεία και μια μίμηση του σινεμά των 70’ς, αλλά η αισθητική της ταινίας είναι παλιομοδίτικα γοητευτική επιτηδευμένα. Και μπορεί οι σεναριογράφοι να δανείστηκαν κάποια πράγματα για τη δημιουργία του κεντρικού χαρακτήρα της ταινίας από ένα κόμικ (το καταπληκτικό «The Killing Joke» του Αλαν Μουρ που ανανέωσε τις ιστορίες του Μπάτμαν τη δεκαετία του ΄90), αλλά στην πραγματικότητα όλα διαδραματίζονται σε μια αδυσώπητη πραγματικότητα, χωρίς σούπερ ήρωες. Δεν υπάρχει κανείς να σώσει κανένα: συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.
Δύσκολα θα τον ξεχάσεις
Η μεγαλύτερη ευχάριστη έκπληξη του «Τζόκερ» είναι το ίδιο του το σενάριο. Αν γνωρίζεις την ιστορία του (και σίγουρα κάτι θα έχεις ακούσει) κι έχεις δει απλά το τρέιλερ, πας στο σινεμά πιστεύοντας πως θα δεις μια από τις πολλές ταινίες που το αμπαλάζ (δηλαδή το αμιγώς τεχνικό κομμάτι) έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το σενάριο. Το αμπαλάζ είναι όντως άψογο, αλλά και το στόρι έχει ανατροπές: σίγουρα δεν τα ξέρεις όλα και το σπουδαιότερο σίγουρα δεν τα έχεις ξαναδεί. Το «Τζόκερ» είναι μια προβλέψιμη ιστορία γεμάτη εκπλήξεις: πραγματικό αμερικάνικο σινεμά. Ακόμα κι αν είσαι φανατικός των ιστοριών του Μπάτμαν κι έχεις στο μυαλό σου ότι η ιστορία του Τζόκερ είναι κομμάτι διαφορετική, αποκλείεται να μην παρακολουθήσεις με ενδιαφέρον την αφήγησή της. Όλα είναι ίδια, όλα διαφορετικά- και δεν είναι σχήμα λόγου. Αυτό τον Τζόκερ τον ξέρεις (και σου θυμίζει λίγο περισσότερο, ειδικά στο τέλος, αυτόν του Νίκολσον, από αυτόν του Χιθ Λέτζερ) και συγχρόνως μέχρι να δεις την ταινία τον αγνοούσες. Τώρα δύσκολα θα τον ξεχάσεις.
Για να φτάσει σε ένα άψογο σχεδόν αισθητικό αποτέλεσμα ο δημιουργός του, ο Τοντ Φίλιπς, έκανε μια εξαιρετική επιλογή συνεργατών. Ο Λόρενς Σερ στη φωτογραφία κάνει θαύματα καδράροντας πλάνα που είναι πίνακες ζωγραφικής. Η μουσική είναι ό,τι αρτιότερο ως σάουντρακ έχει υπάρξει τον τελευταίο καιρό. Η επιλογή των ηθοποιών αψεγάδιαστη και η ίδια η σκηνοθεσία βασίζεται σε μια κεντρική ιδέα που ο Φίλιπς υπηρετεί καταπληκτικά: ο Τζόκερ είναι παρών σε όλες τις σκηνές της ταινίας, σχεδόν σε κάθε πλάνο. Ετσι μπορείς πραγματικά να παρακολουθήσεις τι κάνει και τι βλέπει, αλλά και τι του κάνουν και τι σε αυτόν βλέπουν. Κυρίως όμως παρακολουθείς την ίδια του την κάθοδο προς την παράνοια με όχημα τις ψυχώσεις του και την αρρώστια του, που λειτουργεί και ως παραμορφωτικός καθρέφτης της πραγματικότητας: σύντομα ανακαλύπτεις παρατηρώντας τον ότι όλα είναι ακόμα χειρότερα κι από αυτό που νόμιζες ό,τι συμβαίνει.
Σπανίως στο σινεμά έχουμε δει μια ανάλογη ανατομία ψυχασθένειας. Οποιος με το θέμα ασχολείται περιορίζεται στην περιγραφή του ήρωα του: εδώ υπάρχει κάτι πιο πολύ - δηλαδή η οπτική και η ματιά του. Ο αντιφατικός Φίλιπς, που ξέρει και την τέχνη του mainstream αφού μας έχει δώσει και τα Ηungover ενώ ήταν και παραγωγός του «Α Star is Born», κλείνει την ταινία με μια λιτή σκηνή που ισορροπεί ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό δίνοντάς μας μια παράξενη επιλογή τέλους. Αλλά αυτό λίγοι το έχουν ανάγκη, αφού η ιστορία που προηγήθηκε, βασισμένη φυσικά και σε ένα ερμηνευτικό κρεσέτο του Γιοακίν Φοίνιξ, είναι από μόνη της τόσο γεμάτη, ώστε δεν έχει ανάγκη από κάποιου είδους κορύφωση. Ο Τζόκερ έδινε πάντα περιθώριο για μεγάλες ερμηνείες, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Φοίνιξ δεν ερμηνεύει, ταυτίζεται. Ωστόσο, αν και όλα είναι εξαιρετικά, δεν μπορούν να μου βγάλουν από το μυαλό μια ένσταση: η ψυχοπάθεια δεν ενδείκνυται για πολιτική ρητορική και η θεραπεία της δεν μπορεί να είναι ο συμβιβασμός με το χειρότερο κομμάτι του εαυτού μας. Και δεν είναι δυνατόν η βία να δικαιολογείται (ή έστω να πρέπει να γίνεται ανεκτή…) γιατί η κοινωνία είναι άκαρδη και γιατί στην Αμερική κυβερνά ο Τραμπ, που δεν μοιάζει να νοιάζεται και πολύ για τις κοινωνικές δομές και την κοινωνική ασφάλιση. Η ταινία είναι για πολλά μπράβο, αλλά για το συμπέρασμα στο οποίο σε οδηγεί, έχω ενστάσεις.
Δεν με συγκινεί η υπεράσπιση
Ο Φίλιπς και οι συνσεναριογράφοι του καλλιεργούν αρχικά την προσοχή και στη συνέχεια την αγάπη του θεατή για τον ήρωα. Την ίδια στιγμή καταγγέλλουν την Αμερική της σκληρότητας, όπου ακόμα και μια παρέα πιτσιρικάδων μπορεί να αποτελείται από ανάλγητα δεκαπεντάχρονα. Οταν ακόμα κι αυτά δεν νοιώθουν τον παραμικρό οίκτο είναι μάλλον αδύνατο να τον περιμένεις από τους υπόλοιπους. Συνάδερφοι, γείτονες, αφεντικά, γιατροί, τηλεοπτικοί αστέρες, ακόμα και όσοι παίρνουν το λεωφορείο ή το μετρό, μπορούν να μην σε προσέχουν όσο θα θελες και μπορεί και να μην σε καταλαβαίνουν: να γελάνε μαζί σου και όχι με αυτά που λες. Η ταινία λέει ότι η σκληρότητα της ζωής και η έλλειψη φροντίδας σε οδηγεί στο περιθώριο και καμιά φορά σου δίνει και διαβατήριο για την παράνοια: έτσι είναι και δεν νομίζω ότι κάποιος διαφωνεί. Αλλά ο Φίλιπς για να το πει αυτό δεν δημιουργεί ένα ήρωα από το πουθενά (όπως έκανε ο Σκορτσέζε στον Ταξιτζή), αλλά δανείζεται τη δημοφιλία του Τζόκερ για να μας πει την ιστορία του μετατρέποντάς τον σε πολιτικό σύμβολο. Παίρνει το Τζόκερ και την προίκα του και στήνει μια απολογία: συγνώμη αλλά δεν με συγκινεί η υπεράσπισή του.
Στην ταινία, ακριβώς επειδή αρχικά κανείς δεν ξέρει τον Τζόκερ του, οι πράξεις του από ένα σημείο κι έπειτα ενθουσιάζουν. Επειδή ο Φίλιπς ξέρει ότι αυτό που κάνει κινδυνεύει να αποκτήσει την σχηματική ρητορική μιας προπαγάνδας, τον βάζει να μας λέει ότι «δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική», μολονότι με τη στάση του προκαλεί εξεγέρσεις, όπως όλα τα πολιτικά σύμβολα. Το κόλπο είναι κομμάτι φτηνό: ακόμα κι αν ο Τζόκερ δεν θέλει να κάνει πολιτική, πολιτική κάνει ο Φίλιπς, που μας δίνει μια στρατευμένη ταινία με της οποίας το συμπέρασμα διαφωνώ. Για την ακρίβεια προτιμώ τον Μπάτμαν, τον οποίο επίσης η ζωή τσάκισε (έχασε τους γονείς του μικρός, μην το ξεχνάνε), αλλά αυτός έκανε ό,τι μπορούσε για να αναμετρηθεί με τους πόνους του και δεν συμβιβάστηκε μαζί τους ρίχνοντας την ευθύνη στους άλλους αποκλειστικά.
Θα λατρευτεί πάντως
Ως χαρακτήρας των ιστοριών του Μπάτμαν ο Τζόκερ έχει μερικές φορές τη γοητεία του παράφρονα, δεν μπορεί όμως να υπάρχει δικαιολογία στην εγκληματική παραφροσύνη και δεν γίνεται η βία να είναι μια γλυκιά συνέπεια της ψυχασθένειας: η ψυχασθένεια είναι κάτι πολύ σοβαρό για να το κάνουμε χαριτωμένα πολιτικό. Φυσικά το ξέρω ότι ο Τζόκερ θα λατρευτεί, ίσως όσο το «V for Vendetta» ή το «Fight Club»: έχει ιδεολογικές συνέπειες και με τα δυο. Πολλοί θα δουν ένα τιμωρό της κοινωνίας που τον αδίκησε, άλλοι ένα επαναστάτη. Είναι όμως πάντα ο Τζόκερ. Ενας διαβολικός σατανάς που βρήκε στο πρόσωπο του Φίλιπς ένα άριστο δικηγόρο υπεράσπισης. Οποιος νομίζει ότι χαρίζοντάς του τη συμπόνοια του θα τον αλλάξει, ας δει το Σκοτεινό Ιππότη…