Το 2017 ξεκίνησε όπως το τελείωσε το 2016. Ενα μακελειό στην Κωνσταντινούπολη ήρθε για να μας θυμίσει ότι ο χρόνος άλλαξε, αλλά η εποχή όχι: η ανθρωπότητα ζει μια εποχή στην οποία η παράνοια μεταδίδεται σαν ιός για τον οποίο μοιάζει αδύνατο να βρεθεί εμβόλιο.
Η γοητεία της Πόλης
Την Κωνσταντινούπολη τη λατρεύω, την έχω επισκεφτεί πολλές φορές. Την έχω δει κάποτε μπαίνοντας με καράβι από το Βόσπορο να ορθώνεται απέναντί μου σαν σκηνικό – μεγαλοπρεπής, φωτισμένη από τον ήλιο, γεμάτη κουκλόσπιτα και πνιγμένη από ιστορίες, που είναι πολλές περισσότερες από όσες ένας τουρίστας μπορεί ν αντέξει. Η Κωνσταντινούπολη είναι ακόμα η «Πόλη των Τυφλών», όπως το θέλει ο σχετικός μύθος, που εξηγεί γιατί χτίστηκε στο συγκεκριμένο σημείο. Η πολεοδομική της διάσταση, ο τρόπος που πατάει στην Ευρώπη και στην Ασία που σε αυτήν αγκαλιάζονται, η φασαρία της και η ζωντάνια της γοητεύουν: η Πόλη σε σαγηνεύει, σου δίνει και σου παίρνει, κι όταν από αυτή φεύγεις κουβαλάς κάτι της που θα το δεις κάποια στιγμή στα όνειρά σου – το υποσυνείδητο σου υπενθυμίζει πάντα πως πρέπει να ξαναπάς, γιατί δεν έχεις δει τίποτα. Κυρίως η Κωνσταντινούπολη με γοητεύει γιατί είναι (ήταν;) απόδειξη πως μπορεί να υπάρχει μια πόλη στην οποία μπορεί να βρεις το είδος της ανοχής, που χρειάζεται για να συγκεραστεί μια δυτικότροπη ευρωπαϊκή κουλτούρα με πολύ από ισλαμισμό. Σχεδόν όσες φορές πήγα εκεί, μπαίνοντας σε αυτή την κολυμβήθρα της σιωπηρής υπόγειας πολιτισμικής ανοχής, συνδύαζα δυο εκ διαμέτρου διαφορετικές επισκέψεις: ένα πέρασμα από ένα τζαμί, όχι του τουριστικού κέντρου, αλλά της πιο αυστηρής μουσουλμανικής περιφέρειας, με μια βραδιά στο Reina, το κλαμπ που πλημύρισε από αίμα πρωτοχρονιάτικα.
Το Reina είναι ο παράδεισος
Οσοι με γνωρίζουν ξέρουν πως η σχέση μου με τα κλαμπ δεν είναι η καλύτερη – και πιο μικρός ποτέ δεν ξετρελάθηκα με το γιγαντισμό της διασκέδασης που πρεσβεύουν. Οσο πιο μεγάλα ήταν, τόσο πιο απρόσωπα μου έμοιαζαν κι ο θόρυβός τους, ασταμάτητος και επαναλαμβανόμενος σαν να έρχεται από πεδίο βολής, ήταν ικανός πάντα για να εξοντώσει συνολικά τις αισθήσεις μου κι όχι μόνο την ακοή μου, που πάντα ένοιωθα πως την άφηνα στην γκαρνταρόμπα. Οποιος σαν εμένα έχει μια μικρή πιθανότητα να κερδίσει λίγη προσοχή μιλώντας, σε αυτά τα μέρη δεν έχει καμία δουλειά, εκτός αν έχει αποφασίσει ένα βράδυ να κοπανιέται ή να δοκιμάσει την αντοχή της καρδιάς του συντονίζοντας την με τον επαναλαμβανόμενο ήχο του μπάσου. Όμως το Reina δεν είναι κλαμπ: είναι ένα κομμάτι από τον Παράδεισο, που ο Θεός έστειλε στην Κωνσταντινούπολη για να έχει κι αυτός το δικό του μέρος στην υπέροχη αυτή πόλη. Το Reina δεν είναι το παλάτι από τις Χίλιες και μια νύχτες γιατί χίλιες και μια νύχτες σ αυτό δεν σου φτάνουν. Το Reina, με τα τρία επίπεδά του, τα πέντε (;) διαφορετικά εστιατόρια του από τα οποία βλέπεις ένα κύμα από κορμιά να πάλλεται, το Reina που μοιάζει να κολυμπάει στο Βόσπορο από τον οποίο σκάνε όλο το βράδυ σκάφη στην προβλήτα του, το Reina που είναι πάντα γεμάτο από κόσμο, που θαρρείς πως ζει αποκλειστικά και μόνο εκεί, δεν είναι ένα απλό κλαμπ: είναι πιθανότατα το ωραιότερο κλαμπ της Ευρώπης. Δεν είναι η απλά η απόδειξη ότι στην Κωνσταντινούπολη εκτός από φτώχια υπάρχει και πλούτος, είναι πολύ περισσότερο ένα σύμβολο καταξίωσης εντός της ίδιας της Τουρκίας – της ευρωπαϊκής Τουρκίας. Δεν είναι κάτι που συντηρούν οι τουρίστες, δεν χρειάζεται διεθνείς σταρ, δεν έγινε για να το ζηλεύει όποιος δεν μπορεί να μπει μέσα. Το Reina είναι προορισμός – ένα βράδυ σε αυτό είναι πάντα ένα από τα εντυπωσιακότερα βράδια της ζωής σου, ακόμα κι αν το δικό σου life style είναι εντελώς διαφορετικό. Είναι προφανές ότι δεν χτύπησαν τον κόσμο που σε αυτό συχνάζει, αλλά προσπάθησαν να δολοφονήσουν ό,τι το κλαμπ εκπροσωπεί. Οποιος το κανε έχει αποφασίσει ότι η γη είναι απλά ο προθάλαμος της κόλασης, που ακολουθεί και ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να πιστεύει πως υπάρχει κάπου εδώ ο δικός του παράδεισος.
Η ανοιχτή κοινωνία πεθαίνει
Κανείς δεν έκλαψε για το 2016 που φεύγει και νομίζω δικαιολογημένα δεν έκλαψε. Το 2016 ήταν μια κακή χρονιά όχι γιατί έφυγαν σημαντικοί άνθρωποι: πάντα συμβαίνει, όπως πάντα έχουμε θεομηνίες, καταστροφές, τραγωδίες με ή χωρίς εξηγήσεις. Το πρόβλημα τη χρονιά που έφυγε είναι ότι μια σειρά από στοχευμένα χτυπήματα θέτουν σε απόλυτο κίνδυνο την βασική ιδέα πάνω στην οποία οικοδομήθηκε ο μεταπολεμικός μας πολιτισμός και που δεν είναι η παγκοσμιοποίηση, όπως πολλοί κακώς πιστεύουν, αλλά η ίδια η ανοιχτή μας κοινωνία, η κοινωνία της ανοχής και της συνύπαρξης. Δεν χτυπάνε το Παρίσι, το Βερολίνο, την Κωνσταντινούπολη: χτυπάνε θέατρα, χτυπάνε χώρους συνάθροισης, χτυπάνε κλαμπ, χτυπάνε γήπεδα. Το κάνουν γιατί γνωρίζουν πως ο φόβος από το είδος των λεπτομερειών που μας έρχονται μετά από κάθε τέτοιο χτύπημα, αρκεί για να μας κάνει εύκολα να ξεχάσουμε τα πλεονεκτήματα του πολιτισμού που υπάρχει – δεν ξέρω για πόσο ακόμα. Κάθε τέτοιο χτύπημα δημιουργεί μια υπόγεια αύξηση του τρόμου – αυξάνει την αγωνία που περιέχει η απορία πότε όλα αυτά θα συμβούν κι εδώ. Αυτή η αγωνία διαβρωτικά καταστρέφει την εμπιστοσύνη σε θεσμούς, αξίες, ιδέες που έκαναν αποδεδειγμένα τον κόσμο καλύτερο τα τελευταία πενήντα χρόνια. Η χώρα και η πόλη που δέχεται το χτύπημα αντιδρά σκληρά, αναζητώντας τους δράστες: αν τους βρει μπορεί να είναι αμείλικτη – στο Μιλάνο πρόσφατα έναν τον εκτέλεσαν. Μετά, όμως, αρχίζει να αμφισβητεί τον ίδιο τον πολιτισμό της, την ανοχή που έδειξε και τις παραχωρήσεις που έκανε. Ο κόσμος της βλέπει το χτύπημα σαν τιμωρία και γίνεται ολοένα και συντηρητικότερος, σκληρότερος, απόμακρος. Το ίδιο ακριβώς κάνουν συνήθως κι όποιοι, όπως εμείς, ευτυχώς εξ αποστάσεως παρακολουθούμε τις ιστορίες αυτές: ακόμα κι αν δεν είμαστε αδιάφοροι, αλλά συμπονούμε τα θύματα, αυτό που βουβά μένει είναι προβληματισμός. Στο τέλος όλοι είναι έτοιμοι να στερηθούν ελευθερίες για να αμυνθούν απέναντι στο κύμα τους παράνοιας – ενώ ήδη τους έχει σκεπάσει.
Βουβή προετοιμασία
Το 2016 ήταν κακό γιατί ήταν κάτι σαν εισαγωγικό σημείωμα: άνοιξε μ αυτό το βιβλίο του τρόμου και μάθαμε να περιμένουμε το πρώτο μεγάλο κεφάλαιο. Ο κόσμος είναι προετοιμασμένος, αλλά βουβός. Τους ακούω τους ιμάμηδες να αναρωτιούνται φωναχτά τι γυρεύει ένα κλαμπ σε μια πόλη, στην οποία και η Αγια Σοφιά πρέπει να γίνει τζαμί, τους ακούω να λένε ότι δεν πρέπει να υπάρχει το Reina, γιατί αν δεν υπήρχε ίσως να μην υπήρχε και το μακελειό. Θα ήθελα να τους πω ότι η αλήθεια είναι ακριβώς η αντίθετη: σε κανένα Reina δεν πήγε ποτέ ο κόσμος για να πεθάνει και για αυτό όποιος το χτύπησε, το θάνατο αγαπάει και θέλει να μην υπάρχει πια. Αλλά δεν θα με ακούσουν – κανείς δεν ακούει τίποτα πια, πέρα από τις κραυγές του τρόμου…