Κάθε φορά που ξεκινά μια μεγάλη διοργάνωση, και το Euro της Γαλλίας είναι μια τέτοια, μας πιάνει όλους μια μυστήρια νοσταλγία, καθώς πάντα θυμόμαστε άλλες προηγούμενες. Κάποτε είχα γράψει ότι οι άνδρες μετράνε τη ζωή τους με τα μουντιάλ (κυρίως), αλλά και με τα Euro: κάθε φορά που βλέπουν και θυμούνται ένα τέτοιο μεγαλώνουν ένα χρόνο. Ενας ποδοσφαιρόφιλος που είναι σαράντα χρονών θυμάται οκτώ μουντιάλ και επτά Euro. Βιολογικά είναι μεν στην τέταρτη δεκαετία της ζωής του, στα μυαλά του όμως είναι 16 χρονών. Ισως να ναι και μικρότερος.
Γεμάτοι μνήμες
Όταν τους σαραντάρηδες μας πιάνει ο ιός της νοσταλγίας, το πρώτο πράγμα που θυμόμαστε είναι το Πανευρωπαϊκό του 80, η πρώτη μεγάλη διοργάνωση στην οποία η Εθνική Ελλάδος πήρε μέρος. Πιθανότητα δεν υπάρχει πιο ασυνάρτητη προσέγγιση διοργάνωσης: σχεδόν τίποτα από αυτά που θυμόμαστε δεν είναι πραγματικό, αλλά δεν έχει καμία σημασία. Θυμόμαστε ότι η Εθνική μας είχε προκριθεί λυγίζοντας τους πανίσχυρους Ρώσους στο καμίνι της Λεωφόρου με ένα γκολ του Νικολούδη και ότι είχε ακολουθήσει πανηγύρι τεράστιο. Θυμόμαστε ότι εκείνη η ομάδα είχε μερικούς από τους μεγαλύτερους μπαλαδόρους της μεταπολεμικής ποδοσφαιρικής ιστορίας: «επιθετικούς φωτιά», όπως ο Μαύρος, ο Γαλάκος, ο Χρήστος Αρδίζογλου, ο Κωστίκος, ο μεγάλος Κούδας. Θυμόμαστε ότι η ομάδα πήγε στην Ιταλία με μεγάλα όνειρα, ότι στα τελικά τότε (και για πρώτη φορά έπαιζαν μόνο οκτώ ομάδες), ότι εκεί δώσαμε σε γεμάτα γήπεδα ματς ηρωϊκά κόντρα στους Ολλανδούς, στους Τσέχους και στους Γερμανούς. Θυμόμαστε ότι χάσαμε από την Ολλανδία με ένα άδικο πέναλτι στο τέλος που έδωσε σε βάρος του Κωνσταντίνου ο ανθέλληνας διαιτητής Πρόκοπ, ότι παίξαμε στα ίσια τους μεγάλους Τσεχοσλοβάκους κατακτητές του προηγούμενου Πανευρωπαϊκού, ότι κάναμε τους Γερμανούς να τρέμουν στο Τορίνο όταν ο Αρδίζογλου σημάδεψε το δοκάρι. Θυμόμαστε ότι αντιμετωπίζαμε με θαυμασμό εκείνους τους παίκτες, ότι ο Αλκέτας Παναγούλιας, ο «μάστορας της ψυχολογίας» ήταν ένα είδος εθνικού προφήτη και θαυματοποιού, ότι η επιτυχημένη παρουσία της ομάδας έμοιαζε εκείνη τη στιγμή αληθινή υποθήκη για θριάμβους μελλοντικούς που ποτέ δεν ήρθαν. Θυμόμαστε τις έγχρωμες τηλεοράσεις, τον κόσμο να συνωστίζεται μπροστά στις βιτρίνες των καταστημάτων που πουλούσαν ηλεκτρικές συσκευές, την μεγάλη υπερηφάνεια γιατί στο φινάλε η Εθνική μας ήταν η μόνη ομάδα που δεν έχασε από τους πανίσχυρους και τελικούς νικητές Δυτικογερμανούς. Κι από εκεί κι έπειτα ο καθένας έχει και τις δικές του μνήμες: εγώ θυμάμαι ότι έκλαιγα με το χάλι της Ολλανδίας, που όμως δεν είχε τον Κρόιφ, ότι είχα απογοητευτεί από τον Κίγκαν, που ήταν τότε ο καλύτερος Ευρωπαίος παίκτης – γιατί όπως έλεγε ο Γιάννης Διακογιάννης μάζευε Χρυσές Μπάλες, ότι είχα διαβάσει στο Φως πως κάποιος είχε πει πως ο Ρουμενίγκε ντριπλάρει δυο παίκτες μέσα σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο – πράγμα που με ενδιέφερε να δω περισσότερο από ένα γκολ του θεόρατου Χόρστ Χρούμπες.
Και η πραγματικότητα;
Τι από όλα αυτά είναι πραγματικό; Δεν έχει και πολύ σημασία. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν πολλά πανηγύρια μετά τη νίκη κόντρα στους Ρώσους γιατί η πρόκριση ήρθε εβδομάδες αργότερα, όταν οι Φινλανδοί έχασαν από τους Μαγιάρους. Επίσης η Εθνική μας δεν είχε πάει στην Ιταλία με ενθουσιασμό: μετά τη νίκη κόντρα στους Ρώσους και για μια σειρά από ματς δεν κέρδισε κανένα αντίπαλο – μετά μάλιστα από μια πεντάρα από τη Γαλλία και μια ισοπαλία με τη Βουλγαρία στη Λεωφόρο, γράφονταν στις εφημερίδες της εποχής συχνά η ερώτηση «τι πάμε να κάνουμε στην Ιταλία». Στο σοβαρό Βήμα είχε γραφτεί ότι στο φιλικό με τους Βούλγαρους «τα σφυρίγματα του διαιτητή και η συμπεριφορά των διεθνών, έκανε τους τελευταίους να μοιάζουν με πρόβατα που πάνε στην Ιταλία για σφαγή»! Επίσης δεν είναι ακριβές ότι τα στάδια ήταν γεμάτα: η Ιταλία συγκλονίζονταν από το σκάνδαλο των στημένων αγώνων και ο κόσμος δεν ήθελε ν ακούει για ποδόσφαιρο – στα ματς της Εθνικής μας κόπηκαν λιγότερα από δέκα χιλιάδες εισιτήρια. Οι ίδιες οι εμφανίσεις, μολονότι είχαν όντως κάτι το ηρωϊκό, δεν ήταν και οι καλύτερες. Ο Κωνσταντίνου έκανε ένα μάλλον χαζό μαρκάρισμα στον Νανίγκα – το πέναλτι, που παραλίγο να μας οδηγήσει στο να κηρύξουμε τον πόλεμο στους Ολλανδούς ήταν μια ιστορική κουταμάρα κι όχι μια εφεύρεση του Πρόκοπ. Οι Τσεχοσλαβάκοι με τον Πανένκα και τον Νέχοντα μας είχαν δώσει ένα μάθημα ποδοσφαίρου κι όταν παίξαμε με τους Γερμανούς την περιοχή του Σουμάχερ την είδαμε με τα κιάλια: μια ευκαιρία μεγάλη είχαμε με τον Κούδα, που μόλις είχε μπει στο ματς στο 70΄ - το περίφημο δοκάρι του μεγάλου Αρδίζογλου ήρθε με ένα σουτ από τριάντα μέτρα. Τέλος δεν είχαν λάμψει τα μεγάλα μας επιθετικά αστέρια και μόνο ο νεαρός Νίκος Αναστόπουλος, τότε παίκτης του Πανιωνίου, είχε σώσει την τιμή της χώρας σκοράροντας το μοναδικό μας γκολ σε τελική φάση διοργάνωσης μέχρι το μαγικό Ιούνιο του 2004. Κι ο προφήτης Αλκέτας, ήταν τόσο σκληρός, που όχι μόνο δεν του είπε ένα μπράβο του πιτσιρικά, αλλά δεν τον χρησιμοποίησε λεπτά στο επόμενο ματς – άγνωστο γιατί.
Εχει καμιά σημασία η πραγματικότητα; Απολύτως καμία. Αλλωστε εμένα, ακόμα με τρώει το μαράζι γιατί δεν βρήκα στα χαρτάκια τον Κιστ, τον Φοιρό και τον Αντον Οντρους για να συμπληρώσω το άλμπουμ. Και καλά ο Φοιρός κι ο Κιστ είχαν μια ιστορία – αυτός ο Οντρους ποιος είναι ρε παιδιά;
(Νοvasports, 10 Ιουνίου του 2016)