Ανέβηκα στο χωρίο για το μνημόσυνο του πατέρα μου, που έχασα πριν από ένα χρόνο. Οσοι έχουν χάσει γονιό πρόσφατα καταλαβαίνουν ότι ο ένας χρόνος είναι διάστημα και μικρό και μεγάλο. Μεγάλο γιατί o καιρός που χει περάσει σιγά σιγά έχει βοηθήσει, ώστε να διαμορφωθεί μια νέα καθημερινότητα. Μικρό γιατί δεν υπάρχει μέρα σε αυτό το χρόνο, που να μην έχεις νοιώσει την απουσία.
Όταν ήμουν μικρός, στο κεφάλι μου το μνημόσυνο, (κάθε μνημόσυνο…) είχε κάτι το αρνητικό – κάθε φορά που άκουγα τη λέξη τη θεωρούσα συνώνυμο μιας ανομολόγητης αδυναμίας των ανθρώπων να προχωρήσουν. Πίστευα πως γινόταν εξαιτίας της επιθυμία τους να γυρνούν σε περιστατικά και πρόσωπα, προσπαθώντας να ξαναζήσουν στιγμές που τους πόνεσαν, ίσως γιατί για τους ανθρώπους ο πόνος έχει μια βαρύτητα που σε ωριμάζει – το παραδέχομαι ακόμα κι εγώ που τον πόνο τον μισώ. Το μνημόσυνο μου έμοιαζε σαν επέτειος υποχρεωτική και για αυτό καταναγκαστική, ένα είδος απόδοσης τιμής στο ίδιο το γεγονός του θανάτου. Αυτό έκανε στο μυαλό μου την ύπαρξή του σχεδόν αδιανόητη, αφού το θάνατο πίστευα πως πρέπει απλώς να τον ξορκίζεις: δεν έχουν όλοι οι λαοί μνημόσυνα και δεν είναι τυχαίο. Με το μελό χαρακτήρα του το μνημόσυνο, μου ήταν στην καλύτερη των περιπτώσεων αδιάφορο – συχνά και ψυχαναγκαστικό. Με τον καιρό κατάλαβα ότι οι άνθρωποι χρειάζονται αυτές τις διαδικασίες κυρίως για τον ίδιο τους τον εαυτό: οριοθετούν δια μέσου της τελετής την αποδοχή του πένθους τους αρχικά και στη συνέχεια νοιώθουν τη δύναμη του πεπρωμένου. Ο,τι μνημονεύεται αξίζει: ο μόνος αληθινά αφόρητος θάνατος είναι η ίδια η λησμονιά.
Όχι τυχαία η λέξη μνήμη και η λέξη μνημόσυνο παράγονται από το αρχαιοελληνικό ρήμα «μανθάνω», που σημαίνει «σκέπτομαι». Το μνημόσυνο είναι μια απλή διαδικασία αφιέρωσης λίγης σκέψης σε όποιον έχασες και σε όποιον μαζί σου μοιράζεται το βάρος της απώλειας – φίλος, γνωστός, ή μέλος της οικογένειας στο μυστήριο και στον συνήθως χαρούμενο καφέ ή στο οικογενειακό τραπέζι που το ακολουθεί είναι ευπρόσδεκτος. Το μνημόσυνο είναι μια ευκαιρία για να μοιραστείς μια απουσία κι όχι ο τρόπος για να θυμηθείς τον πόνο της απώλειας: αυτός ο πόνος άλλωστε, όταν σε στοιχειώσει, ριζώνει μέσα σου και δεν σ αφήνει ίσως ποτέ. Δεν χρειάζεσαι καμία επέτειο για να τον θυμάσαι.
Εχασα τον πατέρα μου πριν ένα χρόνο και μολονότι το ξέρω πως έφυγε πλήρης ημερών και ακριβώς τη στιγμή που για τον ίδιο θα ήταν καλύτερο, ούτε μια μέρα δεν έχει περάσει χωρίς να τον θυμηθώ για λίγο και με αφορμές ασήμαντες. Καμιά φορά δακρύζω, καμιά φορά γελάω, καμιά φορά σκέφτομαι ότι δεν μπορεί κάπου θα είναι. Οταν χάνεις ένα άνθρωπο τον πρώτο καιρό κουβαλάς μαζί σου την τελευταία του εικόνα, αυτή που έχεις συνηθίσει πριν σ αφήσει. Νοιώθεις την απώλεια, όταν η καθημερινότητά σου αδειάζει από όλα όσα κάνατε μαζί - πολλά ή λίγα δεν έχει σημασία. Μπορεί να είναι μια συζήτηση, μια βόλτα, ένα τηλέφωνο, μια απλή καλημέρα, αυτό το λίγο που ξαφνικά τόσο πολύ σου λείπει. Μπορεί να είναι απλά ο ήχος της φωνής του ή ότι καθόταν δίπλα σου στο τραπέζι αμίλητος ή μπορεί να είναι οι παράλογες απαιτήσεις του, που σε κούραζαν – ακόμα κι αυτές σου λείπουν. Μετά, καθώς ο χρόνος αρχίζει να τρέχει, η μνήμη, δηλαδή αυτή η δυνατότητα να φέρνεις στο μυαλό σου μια συμπαγής εικόνα του ανθρώπου που αγαπάς όπως θέλεις να τον θυμάσαι, αφήνει τη θέση της στις αναμνήσεις, δηλαδή σε εικόνες διάσπαρτες που βάζεις σε τάξη μόνος – αν θες να το κάνεις. Ξαφνικά σου έρχονται στο μυαλό περιστατικά, που δεν έχουν να κάνουν τόσο με τις τελευταίες μέρες όποιου έχασες, αλλά κυρίως με τη ζωή, που μαζί του πέρασες. Μαζί με αυτές τις αναμνήσεις φουντώνει, ενώ νόμιζες πως θα καταλαγιάσει, η αίσθηση της απώλειας, όχι τόσο του προσώπου που αγαπάς, όσο των δικών σου στιγμών μαζί του. Σου λείπει κυρίως το τι σου έλεγε κάποτε και το τι θα σου έλεγε τώρα. Όταν έχει συμπληρωθεί ένας χρόνος, το μνημόσυνο έρχεται για να σε βοηθήσει να καταλάβεις πως ό,τι από τον άνθρωπο που έχει φύγει κουβαλάς στην καρδιά σου πρέπει να σου είναι πλέον αρκετό, αφού έτσι κι αλλιώς κάτι πιο πολύ δεν μπορείς να περιμένεις. Συγκαταβατικά λες πως έτσι είναι, αλλά η παραδοχή δεν είναι συνώνυμο της ικανοποίησης. Δύσκολα θα το δεχτείς.
Εχασα τον πατέρα μου πριν ένα χρόνο και μολονότι ένοιωθα για αυτό προετοιμασμένος από καιρό, ένα χρόνο μετά ακόμα πιστεύω πως είχαμε πολλά ακόμα να κάνουμε κι ας μην μπορούσε στο τέλος να χαρεί παρά ελάχιστα από όσα του συνέβαιναν καθημερινά. Οσο η τελευταία του εικόνα χάνεται από το μυαλό μου, γιατί καθώς ο καιρός περνά η μνήμη παιγνιδίζει, τόσο περισσότερο οι αναμνήσεις που με πλημυρίζουν κάνουν τη φυγή του να μου μοιάζει βιαστική. Ένα χρόνο μετά τον θυμάμαι πια πιο νέο, πιο δυνατό, πιο ζωντανό από όσο ήταν τον τελευταίο καιρό πριν φύγει. Ένα χρόνο μετά οι αναμνήσεις συχνά μου δημιουργούν την παράξενη αίσθηση ότι είμαι εγώ που πρώτος έφυγα από κοντά του και πως είναι κάπου και με περιμένει. Το ξέρω πως δεν θα τον βρω στο σπίτι, αλλά ακόμα μιλάω για αυτόν, τον ονειρεύομαι, τον σκέφτομαι, τον περιμένω. Και προσπαθώ μάταια να ικανοποιηθώ με αυτή την καινούργια μας σχέση – την αποδέχομαι, αλλά δεν μου αρέσει.
Το βράδυ πριν το μνημόσυνο σκεφτόμουνα ότι τιμάμε την μνήμη του και μαζί και τις αναμνήσεις μας. Αυτές οι δεύτερες καμιά φορά μου δίνουν λίγη δύναμη. Όταν βρω κι άλλη μπορεί να πω αντίο στον μπαμπά μου, που δυνατό κι ωραίο κουβαλάω στην καρδιά μου. Ακόμα δεν του το χω πει και δεν νομίζω ότι ποτέ μου θα τα καταφέρω.
Ένα χρόνο μετά λέω μόνο μου λείπεις μπαμπά, αντίο όμως δεν σου λέω, γιατί σε νοιώθω κάθε μέρα δίπλα μου…