Αφού χθες καταλήξαμε ότι για όλα φταίει ο Μαρτίνς ας δούμε τι λάθος έχει κάνει ο Ολυμπιακός φέτος, που είναι και η μόνη ομάδα που μας απέμεινε στην Ευρώπη και παρόλα αυτά όλοι οι οπαδοί του ανησυχούν για τη συνέχεια.
Κάποτε το 2018…
Ας τα πάρουμε με τη σειρά για να μην χαθούμε. Ένα από τα λίγα στα οποία όλοι συμφωνούν είναι ότι η φθορά του παιγνιδιού του Ολυμπιακού είχε αρχίσει από πέρυσι – για κάποιους από πρόπερσι. Αφήνοντας στην άκρη απλοποιήσεις του τύπου «φταίει ότι ο Μαρτίνς είναι Πορτογάλος», «φταίει το 3-5-2», «φταίνε οι παίκτες που είναι άχρηστοι» ας θυμηθούμε τι έγινε το καλοκαίρι του 2018. Το πλάνο δημιουργίας ομάδας του Μαρτίνς τότε βασίστηκε σε τρεις άξονες: στην αξιοποίηση κάποιων ελληνόπουλων (Φορτούνης, Κούτρης, Τσιμίκας, Μπουχαλάκης, Γιαννιώτης, Μασούρας κτλ), στην εξέλιξη νεαρών σε ηλικία ξένων (Σισέ, Μαντί Καμαρά, Ποντένσε, Χασάν, Μεριά κτλ) και στον εντοπισμό ποδοσφαιριστών που εδώ θα μπορούσαν να σώσουν την καριέρα τους (Γκερέρο, Γκιγιέρμε, Σα, Βούκσεβιτς, Μιράντα κτλ). Την απαραίτητη εμπειρία σε αυτή την ομάδα θα πρεπε να εξασφαλίσουν ο Χριστοδουλόπουλος, ο Oμάρ, ο Νάτχο,ο Φετφατζίδης και ο Τουρέ. Το ρόστερ δεν ήταν εύκολο, ο Μαρτίνς όμως με την άνεση χρόνου (και τα χρήματα) που του έδωσε ο Βαγγέλης Μαρινάκης έφτιαξε μια πραγματική ομάδα – αυτό ήταν ο στόχος κι όχι τα αποτελέσματα. Η καλή του ομάδα έπαιζε ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας, γιατί μόνο έτσι αξιοποιούνται και προοδεύουν οι παίκτες και δεν κέρδισε τίποτα. Την επόμενη όμως χρονιά ήρθαν οι προσθήκες του Σεμέδο, του Βαλμπουενά, του Ελ Αραμπί και το γλυκό έδεσε.
Αυτά είναι τα εύκολα κι όλοι τα θυμούνται: πάμε στα δύσκολα.
Πωλήσεις και αγορές
Τι έγινε μετά; Δυο πράγματα: πωλήσεις και αγορές. Οι πωλήσεις ήταν αναπόφευκτες: όταν μια ελληνική παίζει στο Τσάμπιονς λιγκ στα ίσια δυο φορές την Τότεναμ, θα τραβήξει σίγουρα την προσοχή των πλουσιότερων. Ετσι ήρθαν προσφορές για τον Τσιμίκα, τον Ποντένσε, τον Σα και προτάσεις για τον Ομάρ, τον Γκιγιέρμε κτλ.
Τι έγινε στη συνέχεια; Ο Ολυμπιακός προσπάθησε να αντιμετωπίσει τις υποχρεωτικές αλλαγές στο ρόστερ του κάνοντας κυρίως διαχείριση: χρόνος για να χτιστεί ομάδα από την αρχή δεν υπήρχε, ενώ με τον καιρό δημιουργήθηκε κι ένα είδος βεβαιότητας ότι ο Μαρτίνς μπορεί να μετατρέψει σε βασικό τον οποιοδήποτε – ο Καμαρά, ο Σισέ, ο Μασούρας, ο Μπα, ο Μπουχαλάκης ήταν μεγάλες αποδείξεις πως ο κόουτς όλα τα μπορεί.
Τι σημαίνει κάνω διαχείριση; Σημαίνει ότι «δεν χτίζω». Σημαίνει ότι ψάχνω παίκτες να μου δώσουν άμεσα λύσεις, καλύπτοντας τα κενά που δημιουργήθηκαν γιατί κάποιοι έφυγαν. Ποιοι παίκτες μπορεί να δώσουν αυτή τη σιγουριά; Βετεράνοι παίκτες που δεν θα έχουν προβλήματα προσαρμογής και παίκτες που γνωρίζει και θέλει ο προπονητής. Ετσι ήρθαν ο Χολέμπας, ο Ραφίνια, ο Παπασταθόπουλος, ο Μανωλάς, ο Εμβιλά, ο Βατσλίκ, ο Τικίνιο (που ήταν οι έτοιμοι έμπειροι), αλλά κι ο Ρέαπτσουκ κι ο Μπρούμα κι ο Γκασπάρτ κτλ. Και ήρθαν κι άλλοι που δεν έδωσαν όσα ο Μαρτίνς περίμενε (Ονιεκούρου, Πέπε, Λόπεζ, Βινάγκρε, κτλ). Όταν παίρνεις τόσους πολλούς είναι αναπόφευκτο. Εχει ενδιαφέρον πως στον κόσμο άρεσε τόσο πολύ η ομάδα του 2018-20 που ήθελε να δει αντιΤσιμίκες, αντιΓκιγιέρμε, αντιΠοντένσε κτλ. Λες κι αυτοί θα μπορούσαν να κλωνοποιήθούν!
Γιατί χάθηκε η ταυτότητα
Πάμε παρακάτω. Οι πολλοί βετεράνοι σε μια ομάδα δεν είναι καλό σημάδι, αλλά κι όσοι νεότεροι ερχόντουσαν ήθελαν χρόνο προσαρμογής – μόνο που δεν είμασταν στο 2018, αλλά στο 2020 κι ο Ολυμπιακός υπερασπιζόταν την πρωτιά του κι ήθελε και θέσεις στους ομίλους του Τσάμπιονς λιγκ. Η ομάδα έδειξε μια αξιοθαύμαστη σοβαρότητα στο πρωτάθλημα σε σχέση με τους ανταγωνιστές της και συνέχιζε να τρέχει εντός Ελλάδας μεγάλα σερί. Αλλά η σοβαρότητα δεν αρκεί στην Ευρώπη: χρειάζεται ομοιογένεια, ποιότητα, προσωπικότητα. Κυρίως ταυτότητα. Δηλαδή ομάδα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και συγκεκριμένες αρετές.
Το παιγνίδι που ανέδειξε την πρόοδο του Τσιμίκα, του Κούτρη, του Μαντί Καμαρά, του Σισέ, του Ποντένσε σιγά σιγά έφθινε γιατί άλλαξε η προτεραιότητα: η προτεραιότητα έγινε η νίκη. Όμως όταν συμβαίνει αυτό, αργά ή γρήγορα, ο προπονητής που αυτό του ζητάνε, θα εμφανίσει μια ομάδα που θα παίζει «για το αποτέλεσμα» δίνοντας βάρος στην άμυνα, στην κάλυψη του χώρου, στην προστασία του αβαντάζ – θεαματικό ποδόσφαιρο και βαθμοθηρία δεν υπάρχει. Κι αν δεν υπάρχει μια άμυνα για να υποστηρίξει ειδικά αυτό το βαθμοθηρικό παιγνίδι, το πρόβλημα μεγαλώνει.
Είναι μόνο αυτό το πρόβλημα; Όχι βέβαια. Η όλη διαδικασία γίνεται δυσκολότερη γιατί τα συμβόλαια και το κόστος αγοράς των παικτών έχουν πάει στο Θεό: κάποτε με 4 εκατ έπαιρνες τον Μιραλάς και δίνοντας 1 εκατ ευρώ το χρόνο είχες τον Γκαλέτι και τον Ιμπαγάσα – τώρα έχεις τον Ονιεκούρου. Ο Ολυμπιακός, που ξοδεύει ακόμα πολλά, προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα της ανεύρεσης των κατάλληλων αντικαταστατών των παικτών που έφυγαν με το σκάουτινγκ – αλλά αυτό σε απλά ελληνικά σημαίνει «βάζω πολλά στοιχήματα» κι αυτό μπορεί να δημιουργήσει νέα μπερδέματα. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Αγκιμπού Καμαρά. Τον αντιμετώπισαν ως project κι έπρεπε να παίζει συνέχεια. Κι όταν είδαν ότι δεν θα γίνει ο Αμπεντί Πελέ, έγινε ξαφνικά ο 15ος παίκτης! Προφανώς ούτε πρέπει να είναι αναντικατάστατος, ούτε πρέπει να του φορτώνουν ήττες: είναι απλά ένας άγουρος νεαρός παίκτης με προσόντα. Αυτός τουλάχιστον (όπως κι ο Μαντί, ο Σισέ, ο Μπα) κάτι πρόσφεραν: άλλοι, πολλοί άλλοι, δεν πρόσφεραν τίποτα – απλά κόστισαν και κόστισαν πολλά γιατί χρήματα συνεχώς ξοδεύονται.
Το ζόρι που τραβάει
Στο ποδόσφαιρο πρόβλημα είναι και να μην ξοδεύεις, γιατί μένεις χωρίς λύσεις, και το να ξοδεύεις χωρίς σχέδιο. Εβλεπα πχ τον Μαρτίνς στην προετοιμασία να ξεκινά βασικό τον Φατινγκά και καταλάβαινα το ζόρι που τραβάει: έπρεπε να καταλάβει τι είδους παίκτης είναι κι αν μπορεί να βοηθήσει κι αυτό ενώ ερχόταν ο προκριματικός του Τσάμπιονς λιγκ, δηλαδή ενώ χρόνος δεν υπήρχε για τέτοιες δοκιμές.
Ο χρόνος και ο πρωταθλητισμός που συνεχώς πιέζουν δημιουργούν μια συνθήκη δουλειάς πολύ δύσκολη στον εκάστοτε προπονητή που από μόνος του δεν αρκεί για να διαχειριστεί το αμιγώς αγωνιστικό και μοιραία χρεώνεται πιο πολλά από όσα πρέπι. Πάρτε για παράδειγμα τον Ολυμπιακό Β΄. Ποιος προλαβαίνει να αξιολογήσει το υλικό του; Είναι δυνατόν στην ομάδα αυτή να μην υπήρξε ούτε ένας παίκτης που μετά από ένα χρόνο δουλειάς να μπορεί να αγωνιστεί στην πρώτη ομάδα; Τότε γιατί υπάρχει; Εγώ πιστεύω πως κάποιοι που έπαιξαν σε αυτή (δυο – τρεις το πολύ) ίσως να ήταν κι έτοιμοι. Αλλά ποιος να προλάβει να τους να τους δει; Ο Μαρτίνς που έπρεπε να κερδίζει και τα φιλικά στο Ρέντη;
Ενας τεχνικός διευθυντής
Η καλύτερη είδηση που διάβασα για τον Ολυμπιακό τις τελευταίες μέρες είναι ότι μπορεί να ρθει κάποιος τεχνικός διευθυντής, δηλαδή κάποιος που να δημιουργήσει ένα τεχνικό σχέδιο. Ο Ολυμπιακός σήμερα έχει 40 και πλέον παίκτες και δεν ξέρεις με ποιους έντεκα θα ξεκινήσει με τον Απόλλωνα Λεμεσού. Εχει παίκτες που πληρώνονται και δεν έχουν παίξει καθόλου. Εχει σταματήσει να πουλάει ενώ θα πρεπε. Κυρίως έχει μια ομάδα που έχει πουλήσει την ψυχή της στο διάβολο που λέγεται σκοπιμότητα γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς: όποιος κι αν είναι ο προπονητής, όταν ανοίγει το σκορ ο Ολυμπιακός θα σκέφτεται πρώτιστα πως θα κρατήσει το αποτέλεσμα, γιατί «οι νίκες είναι βάλσαμο». Το κάνουν οι παίκτες μόνοι τους.
Όταν δεν δημιουργείς μια ομάδα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που να έχει στο πλάνο της ένα συγκεκριμένο τρόπο παιγνιδιού, είναι δύσκολο οι παίκτες να προσαρμοστούν: είναι σαν μουσικοί ορχήστρας χωρίς σπαρτίτο. Ο σκοπός, δηλαδή η νίκη, έχει βάλει σε δεύτερη μοίρα τον τρόπο, δηλαδή το παιγνίδι. Ο Ολυμπιακός παίζει για το αποτέλεσμα, και για να φτάσει σε αυτό διαλέγει τον πιο απλοϊκό δρόμο, γιατί του φαίνεται πιο εύκολο αυτός να γίνει κατανοητός στους παίκτες του. Κι ο κόσμος του ονειρεύεται παιχταράδες που θα ρθουν και θα κάνουν μαγικά και θα ομορφύνουν το παιγνίδι: οκτώ εξτρέμ έχουν χρησιμοποιηθεί μετά τον Ποντένσε και δεν έχει πιάσει κανένας. Γιατί; Γιατί γύρω από τον μικρόσωμο Πορτογάλο είχε χτιστεί ένας μηχανισμός – αν ερχόταν τώρα θα ήταν κι αυτός πρόβλημα.
Αν ο τρόπος δεν βρεθεί, αν δεν καταλήξουν δηλαδή σε τι ποδόσφαιρο θέλουν να παίζει η ομάδα, είναι δύσκολο να γίνει μια ομάδα σαν αυτή της διετίας 2018-19. Γιατί εκείνη έγινε με προτεραιότητες κατασκευαστικές κι όχι για να παίρνει αποτελέσματα – αυτά ήρθαν επειδή η ομάδα ήταν καλή.
Τι ποδόσφαιρο θέλει να παίξει
Είναι πρόβλημα ο Μανωλάς, ο Παπασταθόπουλος, ο Μαντί Καμαρά, ο Ρεάπτσουκ; Αυτό που ξέρω είναι ότι σε λίγο μπορεί να είναι πρόβλημα ο Βρσάλικο, ο Ζινκερνάγκελ, ο Αμπουμπακάρ Καμαρά, ο Χουάνγκ που ακόμα δεν τον είδαμε. Όπως ήταν πρόβλημα πέρσι ο Λόπεζ, ο Ονιεκούρου, ο Καρμπόβνικ, ο Καρβάλιο. Όπως ήταν πρόπερσι πρόβλημα ο Βινάγκρε, ο Λαλά, ο Πέπε και δεν θυμάμαι ποιος άλλος. Όταν αποκτούνται παίκτες, που πρέπει να μπουν σε μια ομάδα για να κερδίζουν κι όχι για να υπηρετήσουν ένα συγκεκριμένο τρόπο παιγνιδιού, η αβεβαιότητα θα διαιωνίζεται. Πριν κι από μεταγραφές ο Ολυμπιακός έχει ανάγκη από ένα νέο τεχνικό σχέδιο. Ένα μπούσουλα για το τι ποδόσφαιρο θέλει να παίξει. Αυτό λείπει.
Φυσικά η ερώτηση είναι τι μπορεί να κάνει στις δεδομένες συνθήκες ο Κάρλος Κορμπεράν. Κι αύριο μέρα είναι. Θα ολοκληρώσω την τριλογία της κρίσης δεκαπενταυγουστο, μπας και η Παναγία κάνει κανα θαύμα…