Τους τελικούς του ΝΒΑ τους παρακολουθώ κάθε χρόνο περισσότερο από υποχρέωση, παρά γιατί με διασκεδάζουν. Τα ματς μεταδίδονται τα χαράματα και κρατάνε ώρες. Το καθένα από αυτά μοιάζει με την βραδιά της απονομής των Οσκαρ – περιμένεις κάτι που θα κάνει τη βραδιά αξέχαστη, αν και κατά βάθος αισθάνεσαι πως όλα τα χεις ξαναδεί. Ισως να φταίει και ότι τα τέσσερα τελευταία χρόνια φτάνουν στον τελικό οι ίδιοι, δηλαδή οι Γουόριορς που είναι μια από τις καλύτερες ομάδες όλων των εποχών κι ο Λεμπρόν Τζέιμς, μια αληθινή ατραξιόν του μπάσκετ, που ξετρελαίνει κόσμο. Όχι, όμως, και μένα.
Ελπίδα και ξενύχτι
Φέτος πίστευα ότι οι τελικοί θα είναι ματς ανάμεσα σε Χριστιανούς και Λιοντάρια: η υπεροχή των Γουόριορς, πριν αρχίσει η σειρά, μου φαινόταν τόσο μεγάλη που δεν είχα όρεξη ούτε να δω το ματς. Παρακινημένος από φίλους είδα σε επανάληψη το πρώτο για να χαρώ αυτό το ρεσιτάλ του Λεμπρόν, που έγινε ο έκτος μόλις ο παίκτης στην ιστορία των τελικών που πέτυχε περισσότερους από 50 πόντους σε ένα ματς κι ο πρώτος που μολονότι σκόραρε τόσο πολύ η ομάδα του δεν κέρδισε. Ηταν τόσο καταπληκτικό το παιγνίδι του, που το δεύτερο της σειράς το είδα απευθείας με την κρυφή ελπίδα ότι μπορεί να επαναλάβει κάτι ανάλογο. Δεν το έκανε και το Κλίβελαντ έχασε με κατεβασμένα χέρια, αφού πέραν του Λεμπρόν δεν έχει κανένα άλλο που θα μπορούσε να αναλάβει δράση. Με αποζημίωσε για το ξενύχτι ο καταπληκτικός Στίβεν Κάρι με τα 9 του τρίποντα: δεν ξέρω αν θα δω άλλο ματς της σειράς ωστόσο. Γιατί αυτό το one man show του Λεμπρόν, όσο εντυπωσιακό κι αν είναι, μοιάζει απλά με χρονικό μιας προδιαγεγραμμένης ήττας κι αυτό είναι κάτι που αληθινά βαριέμαι. Ενας άνθρωπος που κοπανάει το κεφάλι του σε ένα τοίχο προσπαθώντας να τον σπάσει, όσο δυνατός κι αν είναι, δεν προσφέρει ένα θέαμα που είναι του γούστου μου.
Οι ωραίες συγκρίσεις
Πριν δυο μέρες, όχι τυχαία, ενώ όλος ο κόσμος μιλούσε για τους 51 πόντους του Λεμπρόν το NBA υπενθύμισε με ένα σχετικό βίντεο ένα μεγάλο ματς του Μάικλ Τζόρνταν: τους δικούς του 55 πόντους σε ένα από τους πολλούς τελικούς του - τους έχει πετύχει το 1993 εναντίον των Φοίνιξ Σάνς. Το έκαναν φυσικά γιατί στην Αμερική και όχι μόνο, πληθαίνουν οι συζητήσεις που αφορούν τον Τζόρνταν και τον Λεμπρόν: το μπάσκετ δυναμώνει από τέτοιες συγκρίσεις. Όμως στην προκειμένη περίπτωση συγκρίνουμε ένα καταπληκτικό παίκτη, ίσως τον καλύτερο όλων των εποχών, δηλαδή τον Τζόρνταν, με κάποιον που έχει βαλθεί να κάνει δυνατά τα αδύνατα, δηλαδή τον Λεμπρόν.
Ισως ο Λεμπρόν να είναι καλύτερος από τον Τζόρνταν, όμως οι ρόλοι τους δεν είναι ίδιοι. Ο Τζόρνταν ήταν ο αδιαμφησβήτητος ηγέτης μιας ομάδας που έγραψε ιστορία χάρη στην παρουσία του: οι σπουδαίοι παίκτες των Μπουλς, όταν αυτός αποσύρθηκε και πριν επιστρέψει για το φινάλε, δεν κέρδισαν τίποτα, ενώ μαζί του μεγαλούργησαν. Ο Λεμπρόν, αφού υπήρξε μέλος μιας εξαιρετικής ομάδας όπως ήταν το Μαϊάμι, γύρισε στο Κλίβελαντ για να αποδείξει ότι μπορεί να κάνει τα πάντα μόνος του – σχεδόν χωρίς συμπαίκτες. Πήρε ένα τίτλο – γεγονός που αποτελεί ένα τεράστιο κατόρθωμα – όμως από εκεί κι έπειτα επιμένει να βάζει με τον εαυτό του στοιχήματα, που μαρτυρούν ένα είδος ματαιοδοξίας, τόσο μεγάλης όσο και η απίστευτη κλάση του. Ο Λεμπρόν είναι ο καλύτερος παίκτης του κόσμου σε ένα μπάσκετ τόσο πολύ δικό του, που δεν μοιάζει με τίποτα, που έχεις δει προηγουμένως και για αυτό και μόνο δεν μπορεί να συγκριθεί με τον Τζόρνταν. Αν αυτό ήταν το μπάσκετ μιας νέας εποχής θα έλεγα ότι είναι καλύτερος από τον αέρινο Μάικλ. Όμως δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα ξαναδούμε όταν αυτός σταματήσει: ακόμα κι αν βρεθεί κάποιος με προσόντα μεγαλύτερα από τα δικά του θα απαιτεί για να κερδίζει να χει και συμπαίκτες χρήσιμους: ο Λεμπρόν μοιάζει να θέλει συμπαίκτες διακοσμητικούς – ούτε καν πιστούς στρατιώτες. Απλά κάποιους που να ζουν στον ίσκιο του περιμένοντας τις εμπνεύσεις του για να νοιώσουν και οι ίδιοι λιγάκι σημαντικοί.
Ενας εναντίον όλων
Οι αριθμοί του Λεμπρόν είναι καλύτεροι από του Τζόρνταν και ίσως πολλούς τα κατορθώματά του να τους εντυπωσιάζουν και περισσότερο. Υποθέτω ότι σε κάθε συζήτηση που γίνεται για τους δυο, ένα από τα επιχειρήματα υπέρ του Λεμπρόν είναι ότι ο Τζόρνταν είχε δίπλα του παίκτες όπως ο Πάξον, ο Πίπεν, ο Κούκοτς, ο Ρόντμαν, ο Χόρας Γκραν, ο Μπιλ Κορτράικ, που κατά καιρούς τον βοήθησαν, ενώ ο Λεμπρόν δεν έχει κανένα. Μόνο που ο Λεμπρόν δεν θέλει να έχει κανένα και το καταλαβαίνεις! Πιθανότατα τον διασκεδάζει η ιδέα να τα βάζει με όλους, σίγουρα η έλλειψη ικανών συμπαικτών γιγαντώνει το δικό του ρόλο, ίσως να του είναι και δύσκολο να συνυπάρξει με σταρ, που έχουν κι αυτοί δικαίωμα στα φώτα των προβολέων – όπως και να χει η μοναξιά του μεγαλώνει το μύθο του, αλλά κάνει και το Κλίβελαντ την πιο μονοδιάστατη ομάδα του κόσμου. Όχι τυχαία ο Λεμπρόν έχασε τον πρώτο τελικό από του Γουόριορς (το ματς της ζωής του…) γιατί ένας συμπαίκτης του, ο Τζέι Αρ Σμιθ, έκανε μια ιστορική κουταμάρα: σε μια ομάδα στην οποία υπάρχουν μόνο κομπάρσοι, αυτό πρέπει να το περιμένεις. Από την άλλη είναι αληθινά αξιομνημόνευτη και καταπληκτική η βελτίωση του παιγνιδιού του: ο τύπος, αργά αλλά σταθερά, τελειοποιείται. Τα στατιστικά του στον πρώτο χαμένο τελικό ήταν απίστευτα – αν είχε δυο δίποντα και δυο τρίποντα παραπάνω, λίγες βολές περισσότερες και πέντε έξι ριμπάουντ ακόμα (όλα εύκολα για τον ίδιο) η στατιστική του θα θύμιζε στατιστική ομάδας ευρωπαϊκού πρωταθλήματος: θυμίζω ότι είχε 16/25 δίποντα, 3/7 τρίποντα, 10/11 βολές, 8 ασίστ και 8 ριμπάουντ. Όμως η δική του τελειοποίηση δεν μπορεί να είναι κάτι σημαντικότερο από την πρόοδο της ομάδας στην οποία αγωνίζεται. Οι Καβαλίερς είναι το πεδίο των δοκιμών του: μια ομάδα που θαρρείς πως έχει στηθεί για να φιλοξενήσει το σόου του. Φυσικά χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε, όμως αυτό αν το καλοσκεφτείς, δεν αποτελεί εξέλιξη για το ίδιο το μπάσκετ: δεν είναι ποτέ ωραίο η υπόσταση μιας ομάδας να εξαρτάται από ένα παίκτη – ωραίο είναι να εξαρτάται από αυτόν η διάκρισή της. Άλλο «κάνω τη διαφορά» κι άλλο κάνω τα πάντα.
Η σκηνοθεσία των στιγμών
Κατανοώ φυσικά όσους συγκινούνται από το θέλω του να αποδείξει ότι είναι ο καλύτερος όλων των εποχών: η ματαιοδοξία είναι πολλές φορές η βενζίνη του καλλιτέχνη, η δύναμη του σόουμαν. Ο Λεμπρόν έχει εξασφαλίσει πιστούς, που μπορεί να δουν τη μαγεία του ακόμα και σε απλά πράγματα, όπως ας πούμε σε μια πάσα σαν αυτή που έδωσε στον Τζόρτζ Χιλ πέντε δευτερόλεπτα πριν το τέλος του πρώτου ματς με τους Γουόριορς. Σιγά σιγά ο Λεμπρόν κάνει τα πάντα να φαίνονται εντυπωσιακά γιατί είναι απλά δικά του, όμως αν για κάτι αληθινά διακρίνεται είναι για το πλήθος των ενεργειών του – για την ποσότητα περισσότερο και από την ποιότητα. Κι αυτό είναι ίσως η μεγαλύτερη διαφορά του από τον Τζόρνταν, που σκηνοθετούσε στιγμές ιστορίας. Μαγικό είναι το εξαιρετικό, όχι το μονότονο.