Δεν μπορώ πια την επέτειο...

Δεν μπορώ πια την επέτειο...


Η επέτειος για την κατάκτηση του Euro του 2004 έχει γίνει κάτι σαν ένα είδος χριστιανικής γιορτής: καθώς τα χρόνια περνούν ολοένα και περισσότεροι θυμούνται ποιοι γιορτάζουν, ενώ οι λεπτομέρειες του τι έγινε χάνονται ολοένα και περισσότερο στο χρόνο. Συγχρόνως γίνονται εκπομπές, όπου όλοι και όλα είναι υπέροχα, άνθρωποι μοιράζονται τις αναμνήσεις τους, ολοένα και κάποια καινούργια ιστορία κυκλοφορεί – το μόνο που λείπει είναι να δημιουργηθεί κάπου μια εκκλησία και να πηγαίνουμε να ανάβουμε κεριά στον Αγιο Ρεχάγκελ. Θα στήνανε στα πέριξ και τις πραμάτειες τους αυτοί που πουλάνε χαλβάδες, μαξιλάρες και κιλίμια και θα ακολουθούσε το βράδυ τοπικό πανηγύρι. Πρώτος θα πήγαινα γιατί ένας τέτοιος εορτασμός θα είχε νόημα. Ο άλλος, αυτός που γίνεται με ανακοινώσεις, ειδικά αφιερώματα, συνεντεύξεις που βασίζονται αποκλειστικά στη νοσταλγία και αναφορές σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν, δεν ξέρω τι νόημα έχει. Από τη στιγμή μάλιστα που η σημερινή Εθνική έχει χάσει το δρόμο των επιτυχιών, το δρόμο δηλαδή που άνοιξε το Euro του 2004.

Φαγώθηκε η κληρονομιά

Τι έμεινε από εκείνη τη μεγάλη επιτυχία δεκαέξι χρόνια μετά πέρα από την ανάμνησή της; Κατά βάση έμειναν ελάχιστα πράγματα διότι παρά τις αναλύσεις και τις επισημάνσεις και τις χιλιάδες λέξεις που ακόμα γράφονται καμία συνταγή επιτυχίας δεν προέκυψε τελικά. Η δύναμη της επιτυχίας υπήρξε τόσο μεγάλη που η Εθνική μας κρατήθηκε σε ένα καλό επίπεδο για τουλάχιστον δέκα χρόνια. Οσο εντός της Εθνικής, αλλά και εντός της ομοσπονδίας, υπήρχαν άνθρωποι που είχαν ζήσει το Μεγάλο Γεγονός, το πράγμα κάπως λειτουργούσε.

Τώρα, που βλέπω τα πάντα εκ των υστέρων με την ευκολία και την καθαρότητα που ο χρόνος παρέχει, νομίζω ότι συνέβη κάτι απλό: όσο στην Εθνική μας υπήρχαν άνθρωποι που κατανοούσαν την ανάγκη της διαφύλαξης έστω της ιερότητας εκείνου του θριάμβου, υπήρχε και μια σοβαρότητα – η κληρονομιά των πρωταθλητών Ευρώπης επέβαλε ένα είδος εγρήγορσης. Όταν σταμάτησαν οι δυο τελευταίοι, δηλαδή ο Κατσουράνης και ο Καραγκούνης, χάθηκαν και οι τελευταίοι κληρονόμοι – η κληρονομία φαγώθηκε, σπαταλήθηκε, το «2004» μπορεί να έγινε και βαρίδι. Φυσικά μέτρησε και το γεγονός ότι από το 2014 και μετά επέστρεψαν στην Εθνική οι αντιλήψεις που με κόπο είχε ξεριζώσει ο Ρεχάγκελ: η Εθνική έπρεπε να σταματήσει να έχει επιτυχίες για να είναι ευκολότερη η άλωση της ομοσπονδίας κι έτσι κι έγινε. Σε χρόνο ρεκόρ η ομάδα κατάντησε ένας περιφερόμενος θίασος χωρίς έδρα, που αλλάζει προπονητές και τεχνικούς διευθυντές με βάση τα γούστα των προέδρων, που έκλεισε ένα κύκλο παίρνοντας οριστικά διαζύγιο από την σοβαρότητα που με δυσκολία βρήκε. Και μετά, όταν οι επιτυχίες σταμάτησαν, όπως πάντα συμβαίνει στην Ελλάδα άρχισαν όλοι να τσακώνονται για όσα προηγήθηκαν γιατί οι συζητήσεις για το παρελθόν είναι πάντα εύκολες: το δύσκολο είναι να σχεδιάσεις το μέλλον. Για αυτό δεν την μπορώ την επέτειο: παρόλο που μου ξυπνά μόνο γλυκές αναμνήσεις την νιώθω κι αυτή σαν μια μεγάλη προσπάθεια για μια ακόμα κουβέντα που δεν προσθέτει τίποτα στο ποδόσφαιρό μας – ούτε καν μια αίσθηση ενοχής που εξαιτίας της σημερινής κατρακύλας της Εθνικής θα έπρεπε να υπάρχει σε όλους.

Για δέκα ολόκληρα χρόνια

Λένε πολλοί ότι δε αξιοποιήθηκε η κατάκτηση του κυπέλλου το 2004: διαφωνώ. Χάρη στην κατάκτηση αυτή – και μόνο – η Εθνική έκανε σημαντικά πράγματα για την ιστορία και το μέγεθός της για δέκα ολόκληρα χρόνια. Το ξέρουμε άλλωστε όλοι πως τίποτα από ό,τι έγινε εκείνο το μαγικό καλοκαίρι δεν στηρίχτηκε σε κάποια συνταγή, ώστε να μπορείς να την επαναλάβεις: δεν πήγε στην Πορτογαλία ως φαβορί η Εθνική μας, δεν είχε θαμπώσει τον κόσμο με τη μπάλα που έπαιζε, δεν ολοκλήρωσε εκεί κάτι προγενέστερο που να σε έκανε να περιμένεις τον θρίαμβο. Αν αυτός υπήρξε ο μεγαλύτερος στην ιστορία, ήταν ακριβώς γιατί κανείς δεν μπορούσε να τον φανταστεί: οι πιο πολλοί από τους παίκτες του Ρεχάγκελ τότε κουβαλούσαν στις αποσκευές τους μια κακή σεζόν στις ομάδες τους.

Ο Νικοπολίδης είχε χάσει τη θέση του στον ΠΑΟ μετά τον Ιανουάριο, γιατί δεν ανανέωνε το συμβόλαιο του. Για λόγους συμβολαίου η Περούτζια είχε αφήσει στην άκρη το Δέλλα. Ο Καραγκούνης, ο Ζαγοράκης, ο Καψής έπαιζαν στις ομάδες τους ελάχιστα κι ακόμα κι ο σταθερότατος στη διεθνή του καριέρα Ζήσης Βρύζας είχε περάσει μια δύσκολη σεζόν στη Φιορεντίνα, που του χε δώσει ένα μεγάλο συμβόλαιο, αλλά δεν του δειξε εμπιστοσύνη. Ο Χαριστέας ήταν αναπληρωματικός στη Βέρντερ – τουλάχιστον δεν είχε τραυματισμούς, όπως ο Βενετίδης κι ο Νικολαϊδης που πέρασαν τη σεζόν 2003-04 υποφέροντας.  

Πριν αρχίσει εκείνο το τουρνουά αναρωτιόμασταν τι ματς θα κάνουν όλοι αυτοί που είχαν πάει στη Πορτογαλία μετά από μια σεζόν που μάλλον θα ήθελαν να ξεχάσουν -  όταν τελείωσε το τουρνουά όλοι έλεγαν ότι οι δυσκολίες που είχαν προηγουμένως τους είχαν οπλίσει με δύναμη: πρόκειται για ένα εκ των υστέρων εύκολο συμπέρασμα. Φυσικά είχε μετρήσει και μια καταπληκτική προετοιμασία που είχε κάνει ο Ρεχάγκελ – ίσως η μοναδική τόσο στοχευμένη στα χρόνια της εδώ παρουσίας του. Αλλά κυρίως στην Πορτογαλία είχε φανεί ένα πρωτόγνωρο δέσιμο των ποδοσφαιριστών μεταξύ τους – αυτό τους έκανε ομάδα. Όμως δεν θα πρεπε κάτι τέτοιο να είναι αυτονόητο; Και αρκεί ως συνταγή επιτυχίας; Ας πούμε απλά ότι όταν ακόμα κι αυτό λείπει δεν γίνεται τίποτα.

Τα αντίο που έλειψαν

Τι γιορτάζουμε λοιπόν σήμερα; Ειλικρινά δεν ξέρω. Να πούμε ότι γιορτάζουμε για το θρίαμβο κάποιων σπουδαίων Ελλήνων ποδοσφαιριστών; Να το πούμε. Αλλά μετά κοιτάζω πίσω και βλέπω ότι αντίο αντάξιο ενός πρωταθλητή Ευρώπης οργανώθηκε για ελάχιστους από δαύτους. Ο πιο τυχερός από όλους ήταν αυτός που αγαπούσε την Εθνική περισσότερο, δηλαδή ο Γιώργος Καραγκούνης: ολοκλήρωσε μια τεράστια καριέρα φορώντας στη Βραζιλία τη φανέλα της Εθνικής – βγήκε από το γήπεδο στο τέλος του ματς με την Κόστα Ρίκα σαν βαθμοφόρος που κατέκτησε τα γαλόνια του στο πεδίο της μάχης. Λίγοι είχαν την τύχη για ένα απλό τελευταίο χειροκρότημα. Ο Ντέμης Νικολαϊδης και ο Θοδωρής Ζαγοράκης κρέμασαν σε μια νύχτα τις φανέλες για να γίνουν πρόεδροι: τουλάχιστον το θυμόμαστε. Που ολοκλήρωσαν την καριέρα τους ο Γιαννακόπουλος και ο Κατσουράνης; Πότε και σε ποιες συνθήκες είπαν αντίο ο Δέλλας και ο Μπασινάς; Ποια ήταν η τελευταία ομάδα του τεράστιου Μιχάλη Καψή; Πότε υποκλιθήκαμε για τελευταία φορά στον μάγο Βασίλη Τσιάρτα; Τι θυμόμαστε από το αντίο του Σεϊταρίδη πέραν του ότι έφυγε ένα καλοκαίρι απλήρωτος από τον ΠΑΟ; Υπήρξε μήπως ένα αντίο στο Χαριστέα αντάξιο των μεγάλων του γκολ στην Πορτογαλία; Συγχωρέστε με αλλά δεν θυμάμαι τίποτα.     

Η παρέα εκείνη παρέμεινε δεμένη. Στην Εθνική όμως χάθηκε το δέσιμο. Δεκαέξι χρόνια μετά το Euro του 2004 δεν είναι καν το Ιερό μας Δισκοπότηρο. Είναι μια σειρά από φάσεις, μνήμες, εικόνες, δηλώσεις, αναλύσεις, εκπομπές ενός ανολοκλήρωτου χθες. Σε λίγο θα ρωτάνε οι μικροί τι έγινε και δεν θα ξέρουμε τι να τους πούμε. Γιορτάστε;