Εξι λάμψεις μέσα στη βαθιά νύχτα

Εξι λάμψεις μέσα στη βαθιά νύχτα


Οι Ολυμπιακοί αγώνες του Ρίο ολοκληρώθηκαν κι έχει όποιος τους παρακολούθησε θα χει κάμποσα να θυμάται. Οι κούρσες του Φέλπς και του Μπολτ, αλλά και του Μο Φάρα, το τρομερό παγκόσμιο στα 400 μέτρα, οι μάχες στα τουρνουά των ομαδικών σπορ, που όμως τα περισσότερα ολοκληρώθηκαν με τελικούς που ήταν παραστάσεις για ένα ρόλο, οι τελετές έναρξης και λήξεις των βραζιλιάνων, ακόμα και τα μαργαριτάρια κάποιων σχολιαστών έδωσαν στο καλοκαίρι μας ξαφνικά περιεχόμενο – τόνωσαν το ενδιαφέρον μας μας για τον Αθλητισμό, αν τέτοιο είχαμε. Κυρίως, όμως, οι Ολυμπιακοί του Ρίο έβγαλαν στην επιφάνεια μια ξεχασμένη μας αγάπη: την αγάπη για τους δικούς μας αθλητές. Ποτέ δεν θυμάμαι μεγαλύτερο ενδιαφέρον, μεγαλύτερη χαρά και μεγαλύτερο θαυμασμό για Ολυμπιονίκες.

Ολοι ήταν νικητές

Συμπάθεια υπήρχε εξ αρχής για όλα τα μέλη της ελληνικής αποστολής που πήγε στο Ρίο: όλοι, λίγο πολύ, καταλάβαμε πως χωρίς κρατικό χρήμα ο πρωταθλητισμός δεν είναι απλή υπόθεση κι όλοι είδαμε τα παιδιά που κατάφεραν να πιάσουν τις επιδώσεις για να βρεθούν εκεί ως νικητές μεγάλους. Αλλά - κακά τα ψέματα – ήταν οι ιστορίες και τα διδάγματα που έβγαλαν στο φως οι ελληνικές επιτυχίες, αυτό που αυτή τη φορά μας φάνηκε συναρπαστικά όμορφο.

Κάθε ελληνική επιτυχία οδήγησε σε συμπεράσματα και μαθήματα ζωής κι αυτό είναι υπέροχο: κανείς από τους έξι ολυμπιονίκες μας δεν ήρθε από το πουθενά και όλοι μα όλοι τα κατάφεραν γιατί έπιασαν τις επιδόσεις τους. Η Αννα Κορακάκη, αυτό το καταπληκτικό κορίτσι από τη Δράμα με τα δυο της μετάλλια, ομόρφυνε το καλοκαίρι όλων μας στέλνοντας το μήνυμα ότι υπάρχει μια Ελλάδα που δουλεύει, παλεύει και τελικά δικαιώνεται, παρά τις αντιξοότητες ή ίσως ακριβώς γιατί υπάρχουν αυτές. Ο Λευτέρης Πετρούνιας, νεοσμηρνιώτης από κούνια και ως εκ τούτου γεννημένος πρωταγωνιστής, ήρθε να μας θυμίσει ότι αν έχεις παραδόσεις στα σπορ μπορείς να έχεις και πρωταθλητές, αφού αργά ή γρήγορα θα βρεθεί ένα χαρισματικό παιδί να περπατήσει το δρόμο, που άλλοι με κόπο άνοιξαν. Η Κατερίνα Στεφανίδη μας θύμισε ότι υπάρχει πάντα αυτή η Ελλάδα που μεγαλουργεί μακριά στα ξένα και πως κάθε αθλητής, όπου κι αν ζει κι όπου κι αν αγωνίζεται, πρέπει να νοιώθει πρεσβευτής της χώρας, ώστε για αυτή να μάχεται. Ο Μάντης και ο Καγιαλής είναι δυο τρομεροί φίλοι, που αντλούν δύναμη ο ένας από τον άλλο, και που βασισμένοι στη συνεργασία τους ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες. Αφού έφτασαν ένα βήμα από το να τα παρατήσουν, κατάλαβαν πως πλησιάζει η στιγμή τους κι ότι η επιτυχία είναι ένα τρένο που το κυνηγάς και δεν σε περιμένει: το πρόγραμμα της ΕΟΕ «Υιοθέτησε ένα αθλητή» με αυτούς ξεκίνησε. Και τέλος ο Σπύρος Γιαννιώτης συγκλόνισε τους πάντες: ακόμα κι αν ήταν ο μόνος που κέρδιζε μετάλλιο, η χώρα θα ήταν ευτυχισμένη, αφού στο σπάνιο κατόρθωμά του είδε πίστη, επιμονή, θάρρος και δικαίωμα στο όνειρο. Τα έξι μετάλλια αυτά  ήταν για όποιον καταλαβαίνει ενέσεις αισιοδοξίας σε μια Ελλάδα που προσπαθεί να βγει από την κατάθλιψη. Ηταν μαθήματα ζωής, σχεδόν ανέλπιστα: έξι λάμψεις την ώρα που ζούμε το πιο πυκνό σκοτάδι.

Τα μετάλλια είναι των αθλητών

Στατιστικά ήταν η πέμπτη καλύτερη συγκομιδή της Ελλάδας σε Ολυμπιακούς Αγώνες – αλλά δεν συγκρίνεται με καμία προηγούμενη. Αυτή τη φορά ζήσαμε ιστορίες καταπληκτικές και σπάνιες, με πρωταγωνιστές που αρίστευσαν χωρίς βοήθεια: τα μετάλλια είναι των αθλητών και των ανθρώπων που τους αγαπάνε. Όχι τυχαία κανείς δεν ευχαρίστησε για τίποτα την Πολιτεία: ποιον κρατικό λειτουργό να ευχαριστήσουν άλλωστε οι αθλητές και γιατί; Οι επιτυχίες τους δημιούργησαν σε πολλές περιπτώσεις αμηχανία στο χαμηλού επιπέδου πολιτικό μας σύστημα: πρόεδροι και πρωθυπουργοί ψέλλιζαν μπράβο, υπό το φόβο πως οι αθλητές θα τους ρωτήσουν τι έχουν κάνει για αυτούς, ο Σταύρος Θεοδωράκης θέλει να πάνε στη Βουλή να τους πουν πως τα κατάφεραν ώστε μετά τη Βουλή των εφήβων να έχουμε και τη Βουλή των Αθλητών, ο Σταύρος Κοντονής δεν τόλμησε να πάει στην υποδοχή του Γιαννιώτη, ενώ έτρεχε στο Ρίο για να βγάλει σέλφι με τον Ολαντ, μπας και του πει πως έχει τέτοια επιτυχία στις γυναίκες. Ολοι μα όλοι οι πολιτικοί μας έμοιαζαν να μην ξέρουν τι να πουν. Πρόβλημα τους. 

Στο Ρίο έξι ελληνόπουλα απέδειξαν ότι τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα, αρκεί να δουλέψεις, να μην περιμένεις τίποτα από ένα Κράτος χρεοκοπημένο, να παλέψεις. Δεν ξέρω αν στον αθλητισμό μπορούμε να έχουμε επιτυχίες ποντάροντας μόνο στη δύναμη κάποιων παιδιών, αλλά αυτή τη στιγμή τον αθλητισμό τον διοικούν τσαρλατάνοι, που παριστάνουν τους εισαγγελείς κι από αυτούς δεν μπορείς να περιμένεις τίποτα. Η δύναμη αυτών των παιδιών και οι ιστορίες, που μας πρόσφεραν, με κάνουν να πιστεύω πως ετούτοι οι Ολυμπιακοί ήταν οι πιο όμορφοι που προσωπικά θυμάμαι: καταλαβαίνω τις ενστάσεις των υπέροχων εθελοντών των Ολυμπιακών της Αθήνας, κατανοώ και ότι για τους αθλητές που πήραν μετάλλια μπροστά στο ελληνικό κοινό οι στιγμές του 2004 είναι ασύγκριτες με οτιδήποτε. Αλλά μιλάω ως φίλαθλος: από τους θριάμβους του κρατικοδίαιτου αθλητισμού του 2004, προτιμώ τις συγκινήσεις που μου πρόσφεραν έξι ελληνόπουλα στο Ρίο – συγκινήσεις, σίγουρα αξέχαστες. Βασισμένες κυρίως στη δουλειά, στην επιμονή, στην αγάπη για τον αθλητισμό κι όχι στο κρατικό χρήμα.           

Και κάτι προσωπικό

Αυριο θα κλείσω την ενότητα που αφορά τους Αγώνες του Ρίο με ένα κείμενο προβληματισμού για το τι αθλητισμό μπορούμε να έχουμε – ήδη έχει ξεκινήσει ένας γόνιμος πιστεύω διάλογος. Πριν από τον αυριανό επίλογο επιτρέψτε μου κάτι προσωπικό. Όταν ξεκίνησα το blog τον Ιούνιο πολλοί φίλοι με ρωτούσαν τι θα γράφω καλοκαιριάτικα, δεδομένο ότι το Euro θα τελείωνε αρχές Ιουλίου. Κυρίως με ρωτούσαν ποιος θα διαβάζει ό,τι γράφω, αφού οι Ελληνες τον Αύγουστο  δεν ενδιαφέρονται για τίποτα, αράζουν στις παραλίες, θεωρούν τους Ολυμπιακούς Αγώνες βαρετούς κτλ κτλ. Οποιος ανησυχούσε είχε ένα δίκιο – δεν τον κακίζω, με ρωτούσε από ενδιαφέρον και γιατί δεν ήθελε προφανώς να απογοητευτώ. Για το blog oι Ολυμπιακοί θα μπορούσαν να είναι ταφόπλακα, αφού ο κόσμος διψάει σε αυτές τις διοργανώσεις για ενημέρωση κι αυτή την παρέχουν με δόσεις γενναίες μόνο τα μεγάλα site – ποιος θ’ ασχοληθεί μαζί σου, με ρωτούσαν. Ε λοιπόν κάποιοι βρέθηκαν. Γυρίζοντας στην Αθήνα ενημερώθηκα ότι το κομμάτι «Το μήνυμα της Αννας» διαβάστηκε καλοκαιριάτικα από περισσότερους από είκοσι δύο χιλιάδες ανθρώπους χάρη σε περισσότερα από 1,200 share: στο ελληνικό Internet γράφτηκαν πολλά για την αθλήτρια και το κατόρθωμά της εκείνες τις μέρες – αυτό ήταν από αυτά που διαβάστηκαν πιο πολύ. Περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες διάβασαν και το κείμενο για το Σπύρο Γιαννιώτη («Δαμάζοντας της αγάπης μας τα κύματα»), αλλά κι εκείνο για την αγάπη που πρέπει να υπάρχει για την Εθνική, στην οποία δεν πρέπει να λες ποτέ όχι με αφορμή τον Τζινόμπιλι, αλλά και τον Παναγιώτη Γιαννάκη.  Όμως ξεπέρασαν κάθε ρεκόρ ανάγνωσης κειμένου του blog τα κομμάτια για την επιτυχία της Στεφανίδη και για την άδικη επίθεση στον Πύρρο Δήμα. Το κείμενο για τη Στεφανίδη, ημέρα Σάββατο μάλιστα, διάβασαν πάνω από 30 χιλιάδες άνθρωποι τις πρώτες επτά ώρες της ανάρτησής του και χάρη σε 4,5 χιλιάδες κοινοποιήσεις! Το κείμενο για τον Πύρρο, Κυριακή με όλο τον κόσμο στις παραλίες, το διάβασαν ελάχιστα λιγότεροι: ακόμα διαβάζεται και προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις. 

Δεν καμαρώνω για μένα – καμαρώνω για σας. Επειδή, όπως σας έχω ξαναπεί, εσείς είσαστε και οι συνεργάτες μου (με τα share και τις κοινοποιήσεις σας), αλλά και το ωραίο κοινό στο οποίο απευθύνομαι πρώτα από όλα. Σας ευχαριστώ, ως συνεργάτες, όσο και τους αθλητές που για τα κείμενα στάθηκαν αφορμή. Και ως κοινό λέω ότι είσαστε καλοκαιριάτικα απλά υπέροχοι…