Με ρωτάτε γιατί δεν έγραψα για το Τζήλο, τα όσα έγιναν στην Ξάνθη, το άνοιγμα της διαφοράς του ΠΑΟΚ από τους διώκτες του κτλ. Ο λόγος είναι απλός: βαριέμαι αφενός τα ίδια και τα ίδια κι αφετέρου τα προβλεπόμενα. Όλα όσα θα συμβούν στο εφετινό πρωτάθλημα σας τα έχω γράψει καιρό τώρα. Δεν υπάρχει καμία απολύτως μάχη πρωταθλήματος και δεν έχει καμία διαφορά για μένα αν το +6 του ΠΑΟΚ από τον Ολυμπιακό έγινε +8. Θα γίνει και +10 και μπορεί και +15. Και κάποια στιγμή, απαλλαγμένος από το άγχος του ο ΠΑΟΚ θα παίξει και καλύτερη μπάλα: κάπως έτσι συμβαίνει πάντα. Ο Ολυμπιακός έχει τα δύσκολα μπροστά του – και δεν αναφέρομαι μόνο στα αγωνιστικά. Ο,τι γίνεται, γίνεται για δυο λόγους: ο πρώτος είναι για να ξεσηκωθεί ο κόσμος του και να μπει μέσα σε κανένα ματς στο Καραϊσκάκη, ο δεύτερος για να μπει σε κάποιου τύπου διαδικασία διοικητικής κρίσης και να γίνει όμηρος του Κράτους. Το ξέρω γιατί αυτό συνέβαινε σε εκείνο το καταπληκτικό διάστημα που ο Ολυμπιακός έμεινε εννέα χρόνια χωρίς πρωτάθλημα και που ονομάστηκε «πέτρινα χρόνια». Ο σκοπός δεν είναι το εφετινό πρωτάθλημα – αυτό είχε τελειώσει πριν αρχίσει. Ο στόχος είναι να τον πάνε τον Ολυμπιακό ακριβώς σε μια τέτοια κατάσταση: να δούμε αν θα τα καταφέρουν.
Γυρίσαμε στο 1990…
Η διαιτησία του Τζήλου στην Ξάνθη και το ματς γενικότερα, για μας που τα πέτρινα χρόνια τα έχουμε ζήσει, ήταν ένα πραγματικό deja vu. Όταν έβλεπα το ματς νόμιζα πως ξαφνικά γυρίσαμε στο 1990 και πως μετά από αυτό θα δούμε τις ειδήσεις στο Mega. Υπάρχουν πάρα πολλοί που δεν έχουν μνήμες από την εποχή – ήταν μικροί ή και αγέννητοι. Οποιοι τα έχουν ζήσει, με αυτό που είδαν στην Ξάνθη πρέπει να συγκινήθηκαν. Δεν ήταν μόνο το σκληρό παιγνίδι των γηπεδούχων και οι απίθανες αποφάσεις του διαιτητή αυτές που ξύπνησαν μνήμες: ήταν και οι διακοπές του αγώνα, λόγω του ελλιπέστατου φωτισμού, που θύμισαν εκείνες τις αξέχαστες εποχές. Μάλιστα, για να είμαι ειλικρινής, περίμενα ότι αν ο Ολυμπιακός κατά τύχη σημείωνε κανένα δεύτερο γκολ, θα έσβηναν οριστικά τα φώτα και θα έπεφτε και κανένα καπνογόνο για να ξαναγίνει το ματς στη Ρόδο.
Τις λέγανε «θυγατρικές»…
Υπάρχουν πολλοί μικρότεροι που αναρωτιούνται πως ήταν δυνατόν εκείνο τον καιρό να μείνει ο Ολυμπιακός εννιά χρόνια χωρίς πρωτάθλημα. Η απάντηση στην απορία τους είναι το ματς στην Ξάνθη: εκείνα τα μακρινά, αλλά αξέχαστα χρόνια ο Ολυμπιακός έδινε διαρκώς παιγνίδια σαν αυτό – ειδικά στην ελληνική επαρχεία.
Παντού τον περίμενε ένας σκληρός και ψυχωμένος αντίπαλος, που γνώριζε από πριν ότι μπορεί να τον αντιμετωπίσει όσο σκληρά ήθελε μένοντας από το διαιτητή ατιμώρητος. Παντού υπήρχαν ομάδες με εξαιρετική σχέση με τους αντιπάλους του – τον καιρό εκείνο τις λέγανε «θυγατρικές». Παντού, εκείνα τα χρόνια, οι διαιτητές έκαναν στα παιγνίδια του ό,τι γούσταραν με τη βεβαιότητα ότι δεν θα τους τιμωρήσει κανένας. Και πάντα οι συζητήσεις των δημοσιογράφων είχαν να κάνουν με τα προβλήματα του Ολυμπιακού, το ρόστερ του, τους προπονητές του, τους οπαδούς του κτλ. Δυο τρία χρόνια από αυτά ο Ολυμπιακός είχε την πρώτη επίθεση στο πρωτάθλημα – κάποια άλλα είχε πάρει όλα τα ντέρμπι. Αλλά για τους δημοσιογράφους είχε πάντα προβλήματα κι ήταν αυτός που έφταιγε για τις αποτυχίες του: το ότι οι διαιτητές επέτρεπαν στους αντιπάλους του να παίζουν ξύλο, το ότι του δίνανε πέναλτι μόνο αν έτρεχε αίμα και το ότι ξεσήκωναν τον κόσμο με απίστευτες αποφάσεις ήταν πταίσματα. Αν μάλιστα ο κόσμος έμπαινε μέσα κι έπαιρνε στο κυνήγι κανένα, η ομάδα έχανε και το δίκιο της κι έδινε ματς στην ελληνική επαρχεία αφού το Καραϊσκάκη έκλεινε για μήνες. Μόνο μια διαφορά υπήρχε τότε σε σχέση με τώρα: τότε τα πράγματα ήταν πιο αθώα – δεν ήξερες π.χ τι ακριβώς θα κάνει ένας διαιτητής πριν αρχίσει το ματς. Ούτε και έστηνε κανείς εκπομπές στις τηλεοράσεις για δικαιολογούν τους διαιτητές διάφοροι πληρωμένοι εγκάθετοι – υπήρχε στον κόσμο ένας κάποιος σεβασμός.
Κατάλαβε ότι τον κορόιδευαν
Είναι καταπληκτικό πως μέσα σε ελάχιστο χρόνο επιστρέψαμε ακριβώς σε αυτή την εποχή κι είναι φανερό ότι όσοι το σχέδιο αυτό δουλεύουν εδώ και χρόνια έχουν στο μυαλό τους ακριβώς αυτή την περίοδο. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς μάλιστα τι ακριβώς περιμένουν στη συνέχεια: τα πέτρινα χρόνια ο Ολυμπιακός άλλαξε περισσότερες διοικήσεις από προπονητές, απέκτησε τεράστια χρέη, έγινε όμηρος πολιτικών που κόπτονταν για το καλό του – γλύτωσε από όλους μόνο όταν κατάλαβε πόσο τον κορόιδευαν. Σήμερα ποντάρουν στην πιθανότητα της αυτοκαταστροφής του. Δηλητηριάζουν τον κόσμο του αρνούμενοι ακόμα και τα προφανή, τον βάζουν στη διαδικασία να αναρωτιέται πως για όλα αυτά φταίει ο Ποντένσε που αποβάλλεται ή ο Γκερέρο που δεν σκοράρει, επενδύουν στην τρέλα που ο σύλλογος κουβαλάει και που τον σπρώχνει να διεκδικεί πρωταθλήματα ακόμα και στις χρονιές που αυτό δεν μπορεί να γίνει, όπως π.χ φέτος.
Αν υπάρχει κάτι ακόμα που μου θυμίζει φέτος πολύ τα πέτρινα χρόνια είναι ότι όπως και τότε ο Ολυμπιακός προσπαθούσε να αντιμετωπίσει με μια κάποια αγωνιστική σοβαρότητα προβλήματα, που με τα αγωνιστικά σχέση δεν έχουν. Όταν έγραφα ότι θα ήταν προτιμότερο να μην μπει φέτος στην διαδικασία του πρωταθλητισμού, να ξεκαθαρίσει ότι η χρονιά μπορεί να είναι χρήσιμη για άλλα κι όχι για βαθμούς και τίτλους, το έλεγα γιατί γνώριζα καλά ότι ένα ολόκληρο σύστημα δεν αντιμετωπίζεται με ένα φορ παραπάνω ή ένα καλύτερο σέντερ μπακ: αν η λογική της ΠΑΕ είναι αυτή, θα σπάσει το ρεκόρ των εννιά χρόνων.
Χάρη στο ματς της Ξάνθης
Το πώς κατά τη γνώμη μου αντιμετωπίζεται μια τέτοια κατάσταση θα σας το γράψω άλλη φορά. Σήμερα απλά επισημαίνω πως χάρη στο ματς στην Ξάνθη θυμηθήκαμε εμείς οι παλιότεροι τις εποχές που ο σκοπός όλων δεν ήταν απλά να μην πάρει ο Ολυμπιακός το πρωτάθλημα, αλλά να μην το διεκδικήσει καν. Εχει πλάκα ότι επιστρέψαμε εκεί ακριβώς: στον καιρό που η Εθνική ομάδα δεν είχε στον ήλιο μοίρα, ο Ολυμπιακός φώναζε αλλά δεν τον άκουγαν, οι δικαστικές αποφάσεις βγαίναν Σάββατο και χαράματα, γίνονταν συζητήσεις για την «πολυϊδιοκτησία και τις θυγατρικές», ομάδες απειλούσαν να φύγουν από το πρωτάθλημα, όσοι ασχολούνταν ήξεραν ποιοι θα ανεβούν απο τη Β' Εθνική και τύποι κυκλοφορούσαν με κουμπούρια ανενόχλητοι για δείξουν πόσο μάγκες είναι στους αυλικούς τους.
Η μόνη διαφορά είναι ότι τώρα όλοι ξέρουμε. Και, ελπίζω, καταλαβαίνουμε…