Ο πρώτος που έτρεξε προς τον Ρομπέρτο Μαντσίνι, με τα χέρια ψηλά μετά τα δύο γκολ των Ιταλών στο ματς με την Αυστρία, ήταν ο αιώνιος φίλος του Τζιανλούκα Βιάλι, όπως έκανε στο γήπεδο πριν από πολλά χρόνια. Ο ιταλικός εθνικός ύμνος ξεκινά με την έκφραση «Fratelli D’ Italia», «αδέρφια από την Ιταλία». Ο Μαντσίνι κι ο Βιάλι είναι ακριβώς αυτό: δυο αδέλφια κι όχι απλά δυο συνεργάτες. Όταν αγκάλιασαν ο ένας τον άλλον όλοι οι Ιταλοί θα ήθελαν να τους αγκαλιάσουν όχι για την πρόκριση, αλλά γιατί φάνηκε στη συμβολική αυτή στιγμή πως η μόνη αληθινή δύναμη αυτής της ομάδας είναι οι ανθρώπινες σχέσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της.
Πολλές ωραίες ιστορίες, αλλά…
Η Ιταλία δεν είναι τόσο παραγωγική όσο φάνηκε στα τρία ματς στη Ρώμη. Δεν είναι ούτε σκληρή, ούτε ποιοτική, ώστε να δικαιολογεί αυτό το τεράστιο αήττητο σερί που τρέχει καιρό τώρα. Είναι, όμως, μια ομάδα γεμάτη από παιδιά που έχουν ωραίες προσωπικές ιστορίες και παλεύουν για να γράψουν κι άλλες ωραιότερες. Η Ιταλία που παρακολουθούμε είναι η ιστορία του Ατσέρμπι που νίκησε τον καρκίνο και συνέχισε το ποδόσφαιρο. Η ιστορία του Ντοναρούμα που από τα 16 του πρέπει να δικαιολογεί τον τίτλο του καλύτερου τερματοφύλακα του κόσμου. Είναι η ιστορία του Σπινατσόλα που κάνει καριέρα αριστερού μπακ παίζοντας με το δεξί. Είναι η ιστορία του Φεντερίκου Κιέζα που περπατά στα βήματα του μπαμπά του προσπαθώντας να πάει πιο μακριά από αυτόν. Είναι η ιστορία του Μπεράρντι και του Λοκατέλι που τους έδιωξαν από τη Γιούβε και τη Μίλαν γιατί δεν τους πίστεψαν. Είναι η ιστορία του Ιμόμπιλε, του Ινσίνιε και του Βεράτι που ήταν συμπαίκτες στην Πεσκάρα στην ιταλική Β΄ Εθνική κι ανάγκασαν όλο τον κόσμο να ασχολείται μαζί τους. Και είναι πάντα η ιστορία του Μαντσίνι, που όπως ο Βιάλι, ενώ δεν είχε ως ποδοσφαιριστής την καλύτερη σχέση με την Εθνική, πρέπει ως προπονητής να μάθει στους παίκτες του να αγαπάνε αυτή την ομάδα που αυτός ποτέ του δεν αγάπησε.
Τριάντα χρόνια περίμεναν
Τις αγκαλιές του Ματσίνι και του Βιάλι στο Γουέμπλεϊ τις περίμεναν οι Ιταλοί τριάντα χρόνια περίπου. Στο Γουέμπλεϊ στις 20 Μαΐου του 1992, η Σαμπντόρια των «διδύμων αδερφών» έχασε τον τελικό του Τσάμπιονς λιγκ από τη Μπαρτσελόνα του Κρόιφ: ήταν η μεγαλύτερη απογοήτευση των δυο και η μεγαλύτερη πίκρα των θαυμαστών τους. Αυτή τη φορά το Γουέμπλεϊ δεν υπήρξε ξανά τραυματικό, όμως, όπως φάνηκε, η πιθανότητα στις 11 Ιουλίου να ξαναβρεθεί σε αυτό και να το κατακτήσει στον τελικό ο Μαντσίνι είναι μικρή – πολύ μικρή. Είναι ωραίες οι ιστορίες, αλλά το ποδόσφαιρο έχει και λογική: ας μην το ξεχνάμε.
Δεν θα το γύριζαν ποτέ
«Ο δρόμος είναι ακόμα πολύ μακρύς και χθες συνειδητοποιήσαμε ότι είναι γεμάτος δυσκολίες» έγραψε χθες το βράδυ η Gazzetta Dello Sport. Eίναι αλήθεια ότι μετά το τέλος του ματς το συμπέρασμα όλων ήταν ότι η Ιταλία άξιζε να κερδίσει και ότι οι αλλαγές του Μαντσίνι αποδείχτηκαν καίριες (ο Κιέζα κι ο Λοκατέλι μάλιστα μπορούσαν να μπουν πιο γρήγορα). Ωστόσο είναι εξίσου αλήθεια ότι στο δεύτερο ημίχρονο η Αυστρία ήταν πολύ περισσότερο επικίνδυνη, ανέβηκε στο γήπεδο, είχε μέσους που κατάπιαν χιλιόμετρα και σε δύο περιπτώσεις έσωσε τους Ιταλούς το Var: το γκολ του Αρναούτοβιτς ακυρώθηκε σωστά ως οφσάιντ και το πέναλτι που κάνει στον Γκρίλιτς ο Πεσίνα ορθώς δεν δόθηκε γιατί πάλι η φάση ξεκινά από οφσάιντ. Αν οι Ιταλοί είχαν μείνει πίσω στο σκορ, θα ήταν πολύ δύσκολο να γυρίσουν το ματς.
«Τουλάχιστον καταλάβαμε ότι δεν είμαστε μόνο ικανοί να παίζουμε όμορφο ποδόσφαιρο όπως όσο στα τρία πρώτα παιχνίδια του ομίλου, αλλά επίσης ξέρουμε πώς να υποφέρουμε, να μην τα παρατάμε και να σηκώσουμε το κεφάλι μας απέναντι στη δυσκολία» είπε ο Μαντσίνι. Αλλά η συνειδητοποίηση μιας αδυναμίας δεν ξέρω αν είναι και λύση του προβλήματος. Με τους Βέλγους ή τους Πορτογάλους οι Ιταλοί για να πάρουν την πρόκριση θα πρέπει να κάνουν πράγματα που μέχρι τώρα δεν έκαναν και δεν ξέρω κι αν μπορούν να κάνουν: για παράδειγμα να παίξουν άμυνα της προκοπής.
Μέσα στο παιγνίδι
«Η τύχη και το VAR είναι μέσα στο παιγνίδι, τουλάχιστον μας έδωσε ένα χέρι βοήθειας. Δεν υπάρχει δυσκολία στο να το παραδεχτούμε: η τύχη είναι ένα στοιχείο του παιχνιδιού» είπε ο Βιάλι. Η τύχη, όμως, δεν αρκεί για να διορθώσει προβλήματα που βγάζουν μάτια. Η Ιταλία μοιάζει να είναι φτιαγμένη όχι μόνο για να ευχαριστήσει το κοινό της (μετά το κάζο του αποκλεισμού από το μουντιάλ του 2018), αλλά και για να παίζει μπροστά στο κοινό της, δηλαδή εντός έδρας και μάλιστα κόντρα σε ομάδες που την φοβούνται, όπως η Τουρκία και η Ελβετία. Μετά τη χθεσινή της εμφάνιση δεν νομίζω ότι τη φοβάται κανείς: η θα επιστρέψει στο γνωστό παραδοσιακό παιγνίδι της (και θα παίξει για να δυσκολέψει τον αντίπαλο κι όχι για να του δείξει ότι είναι καλύτερη) ή γρήγορα θα αποκλειστεί.
Το καλό είναι ότι και όλοι οι άλλοι έχουν προβλήματα: ακόμα και οι υπέροχοι Δανοί που χθες συνέτριψαν τους Ουαλούς με τους Βέλγους έδειξαν αμυντικές αδυναμίες μεγάλες κι ας ανέβασαν ταχύτητα ο Λουκάκου και ο Ντε Μπρόιν μόνο για ένα σκάρτο μισάωρο.
Λέει ο Αρίγκο
«Μετά τα τρία πρώτα ματς φαινόταν ότι κανείς δεν θα μπορούσε να μας τρομάξει. Η μεγαλύτερη ανάγκη που έχουμε είναι να επιστρέψουμε πίσω στη γη. Μια ταλαιπωρία κόντρα στους Αυστριακούς, σε συνάρτηση φυσικά με μια πρόκριση θα μας οδηγήσει στη συνειδητοποίηση ότι η ομάδα έχει όρια ή, ακόμα καλύτερα, χαρακτηριστικά, που σε ορισμένες στιγμές του αγώνα μπορεί να μοιάζουν αδυναμίες. Η ομάδα δεν είναι σκληρή, η άμυνά της έχει πρόβλημα στο ψηλό παιγνίδι, η επίθεση είναι παραγωγική μόνο όταν υπάρχουν χώροι που επιτρέπουν στον Ινσίνιε, στον Ιμόμπιλε και στον Μπεράρντι να συνεργαστούν. Όλα αυτά δεν πρέπει να μας κάνουν να παραιτηθούμε από τις φιλοδοξίες μας ή να μας κάνουν να τρομάξουμε, αλλά να μας κρατήσουν ακόμη πιο ενωμένους. Έχουμε μια ομάδα με παίκτες που είναι καλά παιδιά, με μια ποιοτική μεσαία γραμμή. Στην επίθεση μπορεί να έχουμε πάντα τρεις καλούς σκόρερ και υπάρχει κι ένας πάγκος με λύσεις. Αλλά όταν ο αντίπαλος κλειστεί καλά, όπως συνέβη με την Ελβετία και την Τουρκία στο πρώτο ημίχρονο, εάν η μπάλα δεν γυρίζει γρήγορα και δεν υπάρχει η απαραίτητη κίνηση, γίνεται δύσκολο να προκύψουν καθαρές ευκαιρίες. Και σκεφτόμαστε πολύ τους επόμενους αντιπάλους – Βέλγους ή Πορτογάλους – πράγμα που είναι πάντα κακό σημάδι» έγραφε ο Αρίγκο Σάκι πριν το ματς της Ιταλίας με τους Αυστριακούς. Περιμένω με ενδιαφέρον τι θα γράψει πριν τον προημιτελικό.
Για την ώρα κρατάω μόνο την εικόνα του Βιάλι να τρέχει στον Μαντσίνι για να πανηγυρίσει ένα γκολ του Κιέζα που ήρθε μετά από ένα εκπληκτικό κοντρόλ. Που κι ο Μάντσιο ακόμα λιγάκι θα το ζήλεψε. Κι επειδή Κιέζα σημαίνει «εκκλησία» ας του ανάψει ένα κερί...