Το πρώτο χρυσό μετάλλιο στους Αγώνες του Τόκιο το κέρδισε για την Ελλάδα ένας κωπηλάτης: ο υπέροχος Γιαννιώτης Στέφανος Ντούσκος. Που δεν ήταν ανάμεσα στα μεγάλα φαβορί για το χρυσό μετάλλιο, αλλά που αν διαβάσεις την ιστορία του καταλαβαίνεις πως ο θρίαμβός του μόνο τυχαίος δεν είναι.
Πόλη, οικογένεια, στόχος
Μιλάμε τόσο πολύ για τους αθλητές, τις διακρίσεις τους και τα προσόντα τους που ξεχνάμε συνήθως ότι πρώτα από όλα έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους και οι άνθρωποι παίρνουν πάντα δρόμους και τους ακολουθούν. Για να καταλάβουμε τους ανθρώπους πρέπει να ξέρουμε το δρόμο που διάνυσαν, τις περιπέτειες τους, τις αποτυχίες τους και τους θριάμβους τους, τις επιλογές τους και τις καταβολές τους. Ο δρόμος του Ντούσκου είναι η διαδρομή ενός ανθρώπου προς το θρίαμβο – διαδρομή γεμάτη δυσκολίες αλλά πάντα με στόχους. Διαδρομή υπέροχη και λαμπερή. Όπως το χρυσό μετάλλιό του.
Πρώτα και πριν από όλα στο θρίαμβο αυτό υπάρχουν τα Γιάννινα. Η πόλη αγαπά την κωπηλασία – η υπέροχη Τώνια Σβάιερ ήταν αθλήτρια του Ν.Ο Ιωαννίνων. Ο Ντούσκος έρχεται από μια πόλη ευλογημένη: δεν γίνεται κοπηλάτης τυχαία. Μετά είναι η οικογένεια. Η οικογένεια του αγαπά τον αθλητισμό και ενθαρρύνει το παιδί να ψάξει στον δύσκολο κόσμο του την επιτυχία του. Αρχικά ασχολείται με το στίβο, αλλά τον κερδίζει η σκληρή κωπηλασία, στην οποία δεν βρίσκεις μόνο συναθλητές με τους οποίους μοιράζεσαι ένα κοινό πάθος, αλλά και παίρνεις μαθήματα ζωής τεράστια. Φυσικά η καλή οικογένεια απαιτεί από το Στέφανο να βάλει κι άλλους στόχους: η ιατρική, της οποίας είναι φοιτητής, δεν είναι για τον καθένα. Ο Ντούσκος καταλήγει στην κωπηλάσια και στην ιατρική – σημάδια και τα δυο ότι έχει καταλαβαίνει γρήγορα πως όλα είναι δουλειά, σπουδή, ιδρώτας και μελέτη. Και πάνω από όλα προσήλωση. Γιατί η ζωή δώρα δεν κάνει.
Σπουδή στην επιτυχία
Ολη η ανέλιξή του είναι μια αληθινή σπουδή στην επιτυχία. Στην πρώτη του διεθνή συμμετοχή σε παγκόσμιο πρωτάθλημα Κ23, τον Αύγουστο του 2015, καταλαμβάνει την 3η θέση στη δίκοπο με τον Πέτρου! Ένα χρόνο αργότερα είναι μέλος της τετράκωπου (μαζί με Σπύρο Γιάνναρο, Γιάννη Πέτρου και Παναγιώτη Μαγδανή) που δίνει αγώνες πρόκρισης για τους Ολυμπιακούς του Ρίο. Τερματίζουν στην τέταρτη θέση, πίσω από τους τρίτους Ρώσους που προκρίθηκαν, αλλά φτάνουν τελικά στη Βραζιλία μετά τη γνωστή τιμωρία όλων των Ρώσων αθλητών για ντόπινγκ: η μοίρα είναι καλή μαζί του, όπως κάνει με όλους τους ικανούς ανθρώπους συνήθως. Αυτός και οι συναθλητές του τιμούν την δεύτερη ευκαιρία που τους δίνεται συμμετέχοντας στον τελικό στο Ρίο: ο μελλοντικός χρυσός Ολυμπιονίκης χτίζει αυτοπεποίθηση και χάρη σε μια έκτη θέση καθόλα τιμητική για πρωτάρη.
Κόστος και πάθος
Στο δρόμο για την επιτυχία δεν υπάρχουν εύκολες επιλογές. Τον Αύγουστο του 2016, περίπου ένα μήνα μετά τον τελικό του Ρίο, με τον Πέτρου κατακτούν ένα ακόμα μετάλλιο σε παγκόσμιο Κ23: είναι δεύτεροι. Αλλά ο Ντούσκος αποφασίζει να αφήσει το ελαφρύ σκιφ και να πάρει ένα μοναχικό δρόμο παλεύοντας αυτή τη φορά μόνος. Η απόφαση έχει κόστος: αλλάζει πρόγραμμα προπόνησης, διατροφή, προπονητή, μάχεται με τα κιλά του καθώς πρέπει να είναι κάτω από 80 – πράγμα δύσκολο για ένα θηρίο με ύψος κοντά στο 1.90. «Μασούσα τσίχλες και παγάκια για να ξεχάσω την πείνα μου» λέει γελώντας. Είναι Ηπειρώτης – μην το ξεχνάμε. Δηλαδή άνθρωπος που αγαπά την καλή παρέα, το καλό φαγητό, την χαρά που η ζωή απλόχερα σε όσους ξέρουν να τη ζουν. Αλλά είναι συγχρόνως και επίμονος και μαχητικός και τεχνίτης κι άνθρωπος που πατάει στα πόδια του – όπως η καταγωγή επιβάλει.
Με το ηπειρώτικο αγύριστο κεφάλι ξεκινά μια δεύτερη καριέρα ως μοναχικός καβαλάρης: το σκάφος του και τα κουπιά του δεν είναι εργαλεία δουλειάς – είναι προπονητήριο, στίβος και σπίτι του. Και στη νέα κατηγορία γίνεται δευτεραθλητής κόσμου, αλλά αυτό που για όσους τον αγαπούν είναι έτσι κι αλλιώς ένας θρίαμβος για αυτόν είναι απλά μια υπενθύμιση ότι μπορεί να πάει και πιο ψηλά. Στο Βαρέζε παίρνει την πρόκριση για τους Ολυμπιακούς του Τόκιο τον περασμένο Απρίλιο μετά από δυο lockdown που στάθηκε αδύνατο να κλειδώσουν τα όνειρά του. Στο πρώτο προπονείται σπίτι του, χάνει κιλά, δυναμώνει κι άλλο. Το δεύτερο το περνά στο Σχοινιά στο ολυμπιακό κωπηλατήριο. Για να προκριθεί στο Ρίο στο προολυμπιακό πρέπει να ρθει πρώτος και έτσι συμβαίνει: στην κωπηλασία δεν υπάρχουν wild card και τιμητικές συμμετοχές – υπάρχει μόνο ιδρώτας. Όταν παίρνει αυτή την πρόκριση που μόνο η πρωτιά του εξασφάλιζε ο προπονητής του τον αποκαλεί «Χάμιλτον της κωπηλασίας». Όχι τυχαία. Είναι ταχύτατος και τρέχει μόνος χωρίς να τον νοιάζουν οι άλλοι: κι όταν παίρνει «κεφάλι» δεν τον βλέπει κανείς.
Δηλώσεις και πίστη
Στην προετοιμασία του για το Τόκιο σε κάθε συνέντευξη που δίνει νομίζεις πως μονολογεί. «Έχω δουλέψει πολύ τα τελευταία χρόνια για αυτόν τον αγώνα». «Ο κόσμος μπορεί να βλέπει την τελική εικόνα, αλλά δεν μπορεί να αντιληφθεί τις θυσίες που έχω κάνει. Δοκίμασα τον εαυτό μου, σωματικά και ψυχολογικά. Πάντα υπήρχε το ρίσκο να προκαλέσω ζημιά στον οργανισμό μου, αλλά στο Τόκιο η δουλειά θα βγει». «Θέλω να προκριθώ στον τελικό, κάτι που δεν έχει ξαναζήσει Έλληνας. Γνωρίζω ότι είναι πολύ δύσκολο. Οι διαφορές στους χρόνους μεταξύ όσων θα πάρουμε μέρος είναι μικρές. Αν κάποιος από τους αντιπάλους μου βρεθεί σε κακή μέρα και εγώ κάνω όσα έχω ετοιμάσει, δεν αποκλείεται να βρεθώ και στα μετάλλια». Τα λέει όλα κυρίως στον εαυτό του. Χτίζει την πίστη του. Με όρκους και θυσίες. Μοναχικά. Ηπειρώτικα.
Στον τελικό κάνει την κούρσα της ζωής του, όχι απλά γιατί κερδίζει, αλλά γιατί κερδίζει με τον τρόπο του. Μετά τα πρώτα 750 μέτρα στον τελικό πετάει. Είναι ο πρώτος Ελληνας κωπηλάτης που μπαίνει σε τελικό αλλά κωπηλατεί για όλους τους προηγούμενους. Για την Κατερίνα Νικολαϊδου και τη Σοφία Ασουμανάκη που άγγιξαν το μετάλλιο στο Ρίο και δεν το πήραν για μια χούφτα δευτερόλεπτα μένοντας τέταρτες, όπως και ο ο Γιάννης Χρήστου, ο Γιώργος Τζιάλλας, ο Γιάννης Τσίλης, ο Στέργιος Παπαχρήστου που ήταν στην ίδια σκληρή θέση στην τετράκωπο. Για τον μεγάλο Βασίλη Πολύμερο και τον Δημήτρη Μούγιο που άγγιξαν το χρυσό στο Πεκίνο ενώ ήταν χάλκινοι στην Αθήνα. Για όλα τα παιδιά στο σκληρό αυτό σπορ που χρόνια τώρα κυνηγούν διακρίσεις μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, μοχαχικοί και υπέροχοι. Και για μια Ελλάδα που τραβάει χρόνια τώρα κουπί, με δυσκολία και ιδρώτα, αλλά και με αξιοπρέπεια και με πίστη: αυτό το χρυσό του Ντούσκου είναι το πιο συμβολικό της ιστορίας – ίσως και το περισσότερο δικό μας.
Ασταμάτητος και αγέρωχος ο Ντούσκος κέρδισε με ολυμπιακό ρεκόρ μια κούρσα στην οποία τρέχει εδώ και χρόνια. Ακόμα και το πανηγύρι του ήταν σεμνό: όταν κάνεις πράξη ένα όνειρό δεν υπάρχει λόγος για υπερβολές – η επιτυχία είναι η πραγματική γιορτή. Μπράβο παλληκάρι μας...