Δεν θυμάμαι πότε την πρωτογνώρισα και πώς ξεκίνησε η σχέση μας – παιδάκι δεν ήμουν, αλλά δεν ήμουν και ενήλικος σίγουρα, κάπου στην εφηβεία, ας πούμε, στον καιρό δηλαδή που όλα σου μοιάζουν σημαντικά, μοναδικά και ανεπανάληπτα, τόσο ώστε νοιώθεις ότι θα τα έχεις μια ολόκληρη ζωή μαζί σου. Ο έρωτάς μας προέκυψε από την πρώτη κιόλας στιγμή – σίγουρα γεννήθηκε καλοκαίρι. Ισως γι’ αυτό κάθε φορά που φτάνει το καλοκαίρι την αναζητώ, μολονότι το ξέρω πως θα με πρήξει. Τις άλλες εποχές την αποφεύγω: στο μυαλό μου η σχέση μου μαζί της έχει να κάνει αποκλειστικά με τον Ιούνιο, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο και το ξέρω πως τέτοια θα μείνει. Αλλωστε η δύναμη των σχέσεών μας είναι πάντα στο μυαλό μας, έτσι δεν λένε;
Μου αρέσει να είναι ξανθιά σαν την αγαπημένη Παναγιά και δεν με ένοιαξε ποτέ ποια είναι η αληθινή καταγωγή της, αν π.χ. έχει καταβολές από το εξωτερικό, όπως πολλές ξανθιές, ή αν έρχεται από κάπου από την Ελλάδα – μακριά από μένα τέτοιου τύπου διακρίσεις και τέτοιοι ανόητοι προβληματισμοί. Οι καταβολές δεν έχουν σημασία: μετράει η απόλαυση. Σημασία έχει πως όταν την κρατώ στα χέρια μου νομίζω ότι σταματά ο χρόνος: τέτοια είναι η λαχτάρα μου για αυτήν, μια λαχτάρα που ανανεώνεται χωρίς καμία σκέψη, κανένα υπολογισμό, καμία καινούργια απαίτηση. Δεν μετρά τίποτα από όσα προηγηθεί: μετρά μόνο η προσδοκία. Δεν είπα ποτέ στον εαυτό μου ότι την έχω ανάγκη, δεν προβληματίστηκα για το τι θα συνέβαινε χωρίς αυτή: αυτά είναι παιγνιδίσματα που δεν με αφορούν – δεν είναι για μένα.Αλλωστε τι νόημα έχει να προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς; Δεν κατάφερα ποτέ να της αντισταθώ και δεν κατάφερα ποτέ να κάνω τον δύσκολο. Δεν της είπα ποτέ «όχι» και πάντα της παραδίνομαι χωρίς δεύτερη σκέψη. Οπότε τι να τις κάνω τις τρίτες σκέψεις;
Μπορεί να υπερβάλλω μαζί της, μπορεί και όχι. Ακόμη κι αν αλήθεια δεν είναι, αισθάνομαι πως την έχω ανάγκη, το παραδέχομαι κι αυτό μετράει. Αυτή η ωραία σχέση με κάνει να τη θέλω όλη κι αμέσως – σχεδόν απορώ με όσους στις αντίστοιχες περιπτώσεις μπορούν να μην βιάζονται: δυσκολεύομαι να καταλάβω τις δικές μου απολαύσεις – πως διάβολε καλοκαιριάτικα να καταλάβω αυτές των άλλων;
Δεν θέλω καν να συζητάω για αυτή. Οταν μου λένε ότι είναι κρύα, σαν βορειοευρωπαία ξανθιά, εγώ τους λέω ότι τη θέλω όσο πιο ψυχρή γίνεται – όχι απλά ψυχρή, αλλά και ανυπόφορα σχεδόν παγωμένη. Δεν με ενδιαφέρει πόσοι τη γουστάρουν και τι λένε για αυτήν, δεν θέλω να μάθω τα μυστικά της, δεν θέλω να ξέρω από πού έρχεται και ποιος άλλος εκτός από εμένα την απολαμβάνει – ποτέ δεν ήμουν τόσο ματαιόδοξος ώστε να πιστεύω πως η σχέση μου μαζί της ήταν μοναδική: σίγουρα έχει προκαλέσει ανάλογη χαρά και σε άλλους. Αν μάλιστα τον συναντήσω αυτόν που έχει το ίδιο πάθος με εμένα για αυτήν, είμαι πρόθυμος να μοιραστώ μαζί του και μόνο τα πάντα: να μου πει για όλες εκείνες τις φορές που τη χάρηκε μόνος, να του πω πόσο σπάνια ευχαρίστηση ένιωσα όταν την είδα μπροστά μου σε μια παραλία ερημική – όπου εμφανίστηκε σχεδόν εκ θαύματος, γιατί κάποιος σκέφτηκε πόσο μου αρέσει και την έφερε μαζί του. Ειδικά αυτόν που έχει το καθαρό μυαλό να σκεφτεί πως κάποια στιγμή θα την αναζητήσω, τον ευγνωμονώ για την έκπληξη. Αν δεν μου χει πει τίποτα, αν την εμφανίσει μπροστά μου ξαφνικά, αν έχει καταλάβει πόσο χαρούμενο θα με κάνει η απροσδόκητη και αναπάντεχη εμφάνισή της, δεν έχω αμφιβολία πως ο φίλος μου είναι αυτό που λέμε «δικός μου άνθρωπος». Αισθάνομαι ότι θα του χρωστάω κάτι αιώνια, γιατί μια μέρα καλοκαιρινή με σκέφτηκε: αν μη τι άλλο, απέδειξε ως φίλος πόσο καλά γνωρίζει το γούστο μου και τις ανάγκες μου – φίλοι είναι πρώτα από όλα όσοι έχουν αυτό το χάρισμα να κατανοούν τις ανάγκες των ανθρώπων που αγαπούν χωρίς και να τις καταλαβαίνουν πάντα. Αν ένας φίλος μου την εμφανίσει, μου παίρνει την καρδιά, και επειδή σχεδόν πάντα έχει φέρει και τη δική του, το ξέρουμε πως θα περάσουμε μια από αυτές τις στιγμές που κάνουν δύο άνδρες καλοκαιριάτικα χαρούμενους, ίσως και ευτυχισμένους, αφού, αντίθετα από όσα λέγονται, οι άνδρες δεν θέλουν και πολλά.
Επειδή ξέρω το είδος της απόλαυσης που μπορεί να προσφέρει, ζηλεύω όσους μπορούν και της αντιστέκονται, όσους έχουν την ικανότητα να μένουν απέναντί της απαθείς, όσους, όταν την αντικρύζουν, δεν δείχνουν αμέσως τη χαρά τους: θα έλεγα την εξάρτησή τους, αν δεν φοβόμουν τόσο το κρυφό νόημα κάποιων λέξεων που κάνουν τους ανθρώπους να μοιάζουν αδύναμοι. Ζηλεύω όσους λένε «εντάξει, ωραία είναι, αλλά δεν τρελάθηκα κιόλας» – εγώ σχεδόν πάντα το καλοκαίρι μαζί της τρελαίνομαι. Ζηλεύω όσους μπορούν και χωρίς αυτήν. Ζηλεύω όσους έχουν βρει άλλες απολαύσεις. Ζηλεύω όσους δεν την έχουν συνδέσει με τα καλοκαίρια τους. Ζηλεύω όσους δεν έχουν χάσει μαζί της το μυαλό τους, ενώ ο ήλιος μας κοιτάζει από ψηλά και γελάει. Για μένα, ένα από τα ωραιότερα ελληνικά ερωτικά τραγούδια, το «Πόσο σε θέλω», έχει γραφτεί για αυτή. Και μόνο.
Μαγεύομαι πάντα όταν τη νιώθω στα χείλη μου – μερικές φορές, ειδικά αυτή τη στιγμή, κλείνω και τα μάτια μου. Το καλοκαίρι μου θα ήταν ανυπόφορο χωρίς την απόλαυση που πάντα μου προκαλεί κάτω από τον καυτό ήλιο μια ξανθιά, υπέροχη μπίρα...