Οι πρώτες προσθήκες του Ολυμπιακού στο μπάσκετ, ενώ όλοι περιμένουν τις συζητήσεις της διοίκησης με τον Κώστα Σλούκα, τον Σάσα Βεζένκοφ και τον Κώστα Παπανικολάου για τις ανανεώσεις των συμβολαίων τους, είναι δυο «παλιοί», δηλαδή δυο παίκτες που πέρασαν από τον Ολυμπιακό πριν μερικά χρόνια. Ο Νίκολα Μιλουντίνοφ και ο Νάιτζελ Γουίλιαμς Γκος είναι δυο παίκτες που δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα προσαρμογής. Ξέρουν καλά που θα βρεθούν. Και γιατί στον Ολυμπιακό επέστρεψαν.
Οι επιστροφές παικτών δεν ενθουσιάζουν πάντα τους οπαδούς. Οι οπαδοί καλοκαιριάτικα δεν αγαπούν τον διοικητικό πραγματισμό: θέλουν να ονειρεύονται και προτιμούν να μην γνωρίζουν απόλυτα τα χαρακτηριστικά του παίκτη που θα αποκτηθεί ώστε να περιμένουν να τους εκπλήξει. Ο Μιλουντίνοφ και ο Γκος δεν ανήκουν στις περιπτώσεις που θα εκπλήξουν, αλλά μπορεί να κάνουν κάτι πιο σημαντικό: να γίνουν μέρος ενός Ολυμπιακού που πάλι μπορεί να εκπλήξει τον κόσμο – αυτή τη φορά με την σταθερότητα του. Οι δυο περιπτώσεις δεν είναι ίδιες. Ιδια είναι η λογική της επιλογής τους.
Πατρίδα είναι η οικογένεια
Ο Νικόλα Μιλουντίνοφ στις 2 Ιουνίου του 2020, συμφώνησε με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας υπογράφοντας ένα φαραωνικό συμβόλαιο που θα έληγε το 2023. Πιστεύω πως αν εκείνο το βράδυ ρωτούσες εκατό οπαδούς του Ολυμπιακού που θα κλείσει την καριέρα του ο Μιλουντίνοφ οι ενενήντα οκτώ θα σου έλεγαν στον Ολυμπιακό, διότι δυο που λένε «δεν ξέρω, δεν απαντώ» υπάρχουν πάντα. Ο Μιλουντίνοφ λογίζεται ως ξένος παίκτης λόγω διαβατηρίου και καταγωγής: στην πραγματικότητα η πατρίδα του είναι η οικογένεια του Ολυμπιακού. Πρόκειται για μια πατρίδα που αναγνωρίζουν δεκάδες αθλητές που φορώντας την φανέλα του Ολυμπιακού βρήκαν αναγνώριση, αγάπη και σεβασμό διότι αρχικά προόδευσαν και στη συνέχεια πρόσφεραν. Ο Μιλουντίνοφ έχει σπίτι στην Αθήνα, γύριζε πάντα εδώ σε κάθε ευκαιρία τον καιρό που αγωνίστηκε στη Μόσχα, έχει μια απόλυτη συμβατότητα με το ΣΕΦ: ακόμα κι όταν το επισκεπτόταν ως θεατής των παιγνιδιών νόμιζες ότι ήταν σε αυτό κάθε εβδομάδα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως από τον Ολυμπιακό και την Ελλάδα είχε να θυμηθεί μόνο ευχάριστα.
Ατσαλώνεσαι στη δυσκολία
Η Μιλουντίνοφ έχει να θυμάται πολλά καλά αλλά και κάμποσες πίκρες από το προηγούμενο πέρασμα. Ας πούμε τα καλά. Ηρθε κάποτε, Ιούλιο του 2015, για να είναι ο τρίτος ψηλός της ομάδας και στο τέλος της σεζόν είχε κατακτήσει με τον Γιάννη Σφαιρόπουλο κύπελο και πρωτάθλημα. Μια χρονιά μετά έπαιξε με τον Ολυμπιακό στον τελικό της Ευρωλίγκας και είχε περάσει στην ιεραρχία των ψηλών των άτυχο Πατρίκ Γιάνκ. Παρά την βελτίωσή του δεν πήγε να δοκιμάσει στο ΝΒΑ κι έγινε κολώνα του Ολυμπιακού. Το 2018-19 σε μια κακή για τον Ολυμπιακό σεζόν στην Ευρωλίγκα είχε 12 πόντους και 7.9 ριμπάουντ μέσο όρο. Την επόμενη σεζόν, πριν την διακοπή της Ευρωλίγκας εξαιτίας της πανδημίας ο Μιλουτίνοφ ήταν πρώτος ριμπάουντερ και πέμπτος στην αξιολόγηση παίκτης της Ευρωλίγκας χωρίς να αγωνίζεται σε ένα Ολυμπιακό καταπληκτικό. Ας θυμηθούμε και μερικά από τα άσχημα που ο Σέρβος εδώ έζησε. Εχασε τίτλους που άξιζε, είδε κάτι τομάρια να τον χρεώνουν με τρία φάουλ σε ένα λεπτό, βρέθηκε σε μια ομάδα που έφυγε από ένα πρωτάθλημα και το παράτησε. Επαιξε επίσης στον Ολυμπιακό σε μια περίοδο που υπήρξαν και οικονομικά προβλήματα και αλλαγές προπονητών. Αλλά δεν τα παράτησε ποτέ. Η πρόοδός του δεν έγινε σε μια ομάδα που γοήτευε, αλλά σε μια ομάδα που πάλευε. Κι αυτό συνήθως δένει ένα παίκτη με μια ομάδα πιο πολύ: είναι εύκολο να σε αγαπούν όταν όλα πάνε καλά, αλλά όταν σε λατρεύουν όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, αυτό συμβαίνει μόνο γιατί είσαι πραγματικά υπέροχος. Η σχέση αγάπης του Σέρβου με τον Ολυμπιακό είναι για αυτό μια σχέση ζωής. Τσιμεντωμένη στα δύσκολα.
Διαφορετική περίπτωση
Η περίπτωση του Γκος είναι ολότελα διαφορετική. Αν για το Μιλού έχουμε μια επιστροφή στο σπίτι, στην περίπτωση του Γκος έχουμε μια επιστροφή στο γραφείο - σε εκείνη την παλιά δουλειά. Τον έφερε ο Ντέιβιντ Μπλάτ το καλοκαίρι του 2018 μετά από εξαιρετική σεζόν του στην Παρτιζάν για να του δώσει το τιμόνι του Ολυμπιακού. Ο Γκος ήταν 23 χρονών και συγχρόνως πρωτάρης στην Ευρωλίγκα: μεγάλος, ώστε να μην μοιάζει για ρούκι και την ίδια στιγμή άγουρος. Κρίθηκε αυστηρά – θυμάμαι είχα γράψει τότε πως στην ηλικία του ο Σπανούλης έπαιζε στο Μαρούσι και για αυτό πρέπει να μην αντιμετωπίζεται ως βετεράνος, αλλά το επιχείρημα μου δεν εκτιμήθηκε. Η σεζόν του Γκος δεν ήταν ούτε κακή, ούτε καλή, αλλά στο πέρασμά του από εδώ έμαθε πολλά: κυρίως έγινε πιο σκληρός. Τα πάνω του και τα κάτω του ήταν πολύ θεαματικά: θυμάμαι ένα καταπληκτικό του ματς με την Ρεάλ, στο οποίο είχε βάλει 23 πόντους (ρεκόρ πόντων δικό του νομίζω ακόμα στην Ευρωλίγκα), το οποίο ενώ το πήρε μόνος του παραλίγο και μόνος του να το χάσει γλιστρώντας στην προτελευταία επίθεση! Κι αυτός όταν έφυγε από εδώ δεν είχε να θυμάται μόνο νίκες και θριάμβους: ίσα ίσα. Αλλά μόλις του ζήτησαν να γυρίσει το έκανε χωρίς πολλή σκέψη. Σαν να το λαχταρούσε.
Η ανάγκη για σιγουριά
Ο κόσμος και οι ειδικοί προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν το γιατί ο Γιώργος Μπαρτζώκας ήθελε τους δυο αυτούς πίσω. Διάβασα διάφορα για την τετράδα των περιφερειακών και την χρησιμοποίησή τους, αλλά και για την ανάγκη του κόουτς να πάει σε σίγουρες επιλογές και να ποντάρει σε ξένους που θα προσαρμοστούν εύκολα. Εγώ λέω ότι ειδικά στις ιστορίες επιστροφών παικτών σε μια ομάδα το πρώτο που μετράει είναι το δικό τους θέλω. Στην ιστορία κάθε ομάδας είναι λίγοι αυτοί που θέλουν να επιστρέψουν, διότι οι πιο πολλοί παίκτες όταν από μια ομάδα φεύγουν αισθάνονται πως ένας κύκλος κλείνει. Στον Ολυμπιακό επέστρεψαν ελάχιστοι ξένοι παίκτες – όλοι κι όλοι τέσσερις – και οι δυο από αυτούς (ο Ρίβερς και ο Μπέρι) ήταν λογικό να το κάνουν κάποτε γιατί είναι κομμάτια της ιστορίας του συλλόγου: νομίζω κάπως έτσι αισθάνεται κι ο Μιλουντίνοφ. Ο Σέρβος επέστρεψε παίρνοντας λιγότερα χρήματα από αυτά που θα μπορούσε να του δώσει η Μπολόνια που τον κυνηγούσε μήνες τώρα. Και δεν πήγε στη Σερβία και στον Ομπράντοβιτς που τον ήθελε σαν τρελός. Από την άλλη στην περίπτωση του Γκος είναι περισσότερο ευδιάκριτο ότι ο Αμερικάνος γύρισε γιατί το μπάσκετ που είδε φέτος από τον Ολυμπιακό τον εντυπωσίασε κι ας πανηγύρισε αυτός με τη Ρεάλ Μαδρίτης κι όχι ο Ολυμπιακός την Ευρωλίγκα: ο Αμερικάνος πιστεύει πως έχοντας πια κι ο ίδιος ωριμάσει στο περιβάλλον που θα βρει θα δείξει πόσο καλύτερος έγινε. Ισως και πόσο αδικήθηκε στο πρώτο του πέρασμα.
Το περιβάλλον: αυτό είναι το μυστικό. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν ο Μιλουντίνοφ θα παίξει καλύυτερα απο όσα πριν φύγει ή αν ο Γκος είναι ο νέος Γουόκαπ όπως διάβασα. Αλλά κάποια άλλα είναι πιο εύκολο να τα επισημάνεις. Για τον Μιλουντίνοφ η επιστροφή είναι επιστροφή στο σπίτι, για τον Γκος η επιστροφή είναι συνώνυμο της απόφασής του να δείξει την πρόοδό του σε ένα κόσμο που δεν ξέχασε. Ο Μιλουντίνοφ ψάχνει το λιμάνι, ο Γκος το μεγάλο κοινό. Πριν από λίγες μέρες γράφτηκε πως ο Ολυμπιακός μίλησε με τον Μίροτις. Από όσα έμαθα είναι αλήθεια. Όμως στην ιστορία υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια: από όσα έμαθα είναι ο ίδιος ο Μίροτιτς που αυτοπροτάθηκε, κι αν είναι αλήθεια όσα έμαθα, έδειξε και διάθεση να περιμένει την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης της ομάδας με τον Βεζένκοφ – δεν ξέρω αν ο Ολυμπιακός τελικά του ζήτησε να κάνει λίγη υπομονή. Αυτό που ξέρω είναι ότι ο Ολυμπιακός έχει γίνει προορισμός για πολλούς. Είναι μια οικογένεια που προσφέρει πλέον την σιγουριά σε όποιον σε αυτή ανήκει πως θα χαρεί το μπάσκετ που με την ομάδα θα παίξει. Κι αυτό ισχύει για λίγες ομάδες. Ελάχιστες…